Ενας από τους μεγαλύτερους «εχθρούς» των περιβαλλοντιστών είναι ο γίγαντας πετρελαιοειδών Exxon Mobil - αντιθέτως με άλλες ανταγωνιστικές εταιρείες, όπως ΒΡ, Shell, δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για επενδύσεις σε ανανεώσιμες μορφές ενέργειας κι αυτό εκ πεποιθήσεως. Γι' αυτό έντονη αίσθηση προκάλεσε η καλοκαιρινή ανακοίνωση της εταιρείας να επενδύσει συνολικώς 600 εκατ. δολάρια στην ανάπτυξη βιοκαυσίμων από άλγες.

Ενας από τους μεγαλύτερους «εχθρούς» των περιβαλλοντιστών είναι ο γίγαντας πετρελαιοειδών Exxon Mobil - αντιθέτως με άλλες ανταγωνιστικές εταιρείες, όπως ΒΡ, Shell, δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για επενδύσεις σε ανανεώσιμες μορφές ενέργειας κι αυτό εκ πεποιθήσεως. Γι' αυτό έντονη αίσθηση προκάλεσε η καλοκαιρινή ανακοίνωση της εταιρείας να επενδύσει συνολικώς 600 εκατ. δολάρια στην ανάπτυξη βιοκαυσίμων από άλγες.

Φυσικά, όταν ο τζίρος μιας επιχείρησης ανέρχεται σε 400 δισ. δολάρια, το προαναφερθέν ποσόν είναι μάλλον μικρό - ωστόσο είναι μία σοβαρή δέσμευση. Οπως σχολίασε προσφάτως σε συνέντευξη Τύπου για το συγκεκριμένο βήμα της Exxon εκπρόσωπός της, «αναζητούμε μία νέα πηγή παραγωγής πετρελαίου, το οποίο θα επεξεργαζόμαστε στα διυλιστήριά μας και θα διακινούμε μέσω της υπάρχουσας υποδομής μας».

Μια τέτοια πηγή θα μπορούσαν να είναι οι άλγες, αφού στα κύτταρά τους παράγουν λιπίδια με μοριακή δομή πολύ όμοια μ' εκείνην προϊόντων πετρελαίου. Εκτός αυτού, οι μικροοργανισμοί είναι ιδιαιτέρως ολιγαρκείς - υπάρχουν κι αναπτύσσονται ακόμη και σε όχι και τόσο καθαρό όπως και σε αλμυρό υδάτινο περιβάλλον, μπορούν να καλλιεργηθούν σε δεξαμενές και για την ταχεία ανάπτυξή τους, πέραν του νερού, είναι αναγκαία ηλιακό φως, μεταλλικές θρεπτικές ουσίες και μεγάλες ποσότητες C02.

Αίσθηση προκάλεσε επίσης και η επιλογή της Exxon σε συνεργάτες: της «Synthetic Genomics» του Κρεγκ Βέντερς, προσωπικότητας γνωστής για τον ρόλο του στην αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος. Συνήθως η συγκομιδή, αποξήρανση και περαιτέρω επεξεργασία για τις άλγες είναι δαπανηρή, ο Βέντερς, όμως, προτίθεται να επέμβει στις διαδικασίες με γενετικές τροποποιήσεις, έτσι ώστε αυτές να επιταχυνθούν.

Βεβαίως, όπως τονίζει δημοσίευμα της ελβετικής «Νόιε Τσίρχερ Τσάιτουνγκ» (ΝΖΖ), η γενετική επέβαση και στους συγκεκριμένους οργανισμούς είναι έντονα αμφισβητούμενη - αφ' ενός είναι σχεδόν ανέφικτη η παρεμπόδιση διαφυγής γενετικώς τροποποιημένων δειγμάτων στο περιβάλλον, με αστάθμητες συνέπειες για το οικοσύστημα, αφ' ετέρου οι περισσότεροι ειδικοί δεν θεωρούν, πως το φυσικό δυναμικό από τις άλγες έχει εξαντληθεί. Στον πλανήτη μας υπάρχουν τουλάχιστον 200.000 είδη μικροάλγης ιδιαιτέρως κατάλληλης για την παραγωγή βιο καυσίμων. Οπως λέει χαρακτηριστικά ο ειδικός Ολιβιέ Μπερνάρ από το γαλλικό ερευνητικό ινστιτούτο Inria, «ελάχιστα απ' αυτά τα είδη αξιοποιούνται βιομηχανικώς».

Συγκριτικώς με παραδοσιακά φυτά παραγωγής καυσίμων, όπως σόγια, ηλίανθους ή φοινικιές, οι άλγες «μετουσιώνουν» αποτελεσματικότερα το ηλιακό φως και μπορούν να παράξουν δεκαπλάσιες αυτών ποσότητες πετρελαίου (έως και 60.000 ανά έτος και εκτάριο). Αυτό φυσικά προϋποθέτει ιδανικές περιβαλλοντικές συνθήκες για τις άλγες. Μειονέκτημα συνιστά ότι η παραγωγή του λεγόμενου «πράσινου πετρελαίου» αυξάνει όταν οι άλγες «πεινούν», ωστόσο τότε καθυστερεί η ανάπτυξή τους. Η διαπίστωση οφείλεται στους ερευνητές του αμερικανικού εργαστηρίου ανανεώσιμης ενέργειας, «National Renewably Energy Laboratory» στο Κολοράντο. Εκεί ξεκίνησε το 1978 το πρόγραμμα «Aquatic Species Pr.» - παραγωγής βιο ντίζελ από άλγες, όπου άλγες καλλιεργούμενες σε μεγάλες δεξαμενές υπό κατάλληλες συνθήκες απορροφούσαν έως και 90% του διοχετευόμενου C02. Ωστόσο, παρ' όλη την επιτυχία, το πρόγραμμα ανεστάλη το 1996 - οι εμπειρογνώμονες θεώρησαν τις συγκεκριμένες τεχνολογίες πολύ δαπανηρές.

Με την αύξηση της τιμής πετρελαιοειδών τελευταίως, επανήλθε και το ενδιαφέρον πανεπιστημίων κι εταιρειών για τις άλγες. Πολλά ιδρύματα από Αμερική, Ευρώπη και Ασία σπεύδουν να επενδύσουν υψηλά ποσά στον τομέα της έρευνας. Ωστόσο παρατηρείται υπερβολική αισιοδοξία όσον αφορά την εμπιστοσύνη στην τεχνολογία - αφού ό,τι επιτυγχάνεται υπό εργαστηριακές συνθήκες δεν σημαίνει πως μπορεί να εφαρμοστεί με την ίδια άνεση και σε δεδομένα βιομηχανικής παραγωγής.

Το κύριο βάρος της έρευνας για τις άλγες εστιάζεται τελευταίως στην καλλιέργειά τους υπό ηλιακό φως - ωστόσο, ορισμένες εταιρείες πειραματίζονται και με καλλιέργειες στο σκοτάδι. Στη συγκεκριμένη διαδικασία απαιτείται η τροφοδοσία τους με σάκχαρα, τα οποία προέρχονται από φυτικά υπολείμματα, για παράδειγμα η αμερικανική εταιρεία Solazyme, η οποία έχει παράξει ήδη περισσότερα από 40.000 λίτρα «πράσινου πετρελαίου», σύμφωνα με τον συνιδρυτή της Χάρισον Ντίλον. Μέρος αυτής της ποσότητας υποβλήθηκε σε επεξεργασία για καύσιμα, που ανταποκρίνονταν στα πολύ βασικά κριτήρια ευρωπαϊκών και αμερικανικών οργανισμών καθορισμού κανόνων τυποποίησης. Ωστόσο, ο Χ. Ντίλον δεν αναμένει ότι το προϊόν θα είναι έτοιμο για διάθεση στην αγορά νωρίτερα από μία διετία. Μέχρι τότε η Solazyme προσανατολίζεται στη χρήση υποπροϊόντων, που προκύπτουν από το πετρέλαιο άλγης, σε καλλυντικά, έλαια τροφίμων και ζωοτροφών και σε πολυμερή. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της «ΝΖΖ», την ίδια στρατηγική ακολουθούν πολλές άλλες εταιρείες προκειμένου να εξασφαλιστούν οικονομικώς μέχρι την επίσημη εμφάνιση των νέων βιο καυσίμων στην αγορά. 

(Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 11/08/2009)