Του Κ. Κόλμερ
Το 2001, ο Ελληνικός μεταλλουργικός όμιλος της χαλυβουργίας ΣΤΟΜΑΝΑ –ενός τεραστίου εργοστασίου, σοβιετικού τύπου, που ευρίσκεται στην πόλη Πέρνικ της Βουλγαρίας, κοντά στην Σόφια. Ο κ. Νίκος Στασινόπουλος που διευθύνει την ΒΙΟΧΑΛΚΟ, δεν ολιγώρησεν. Αμέσως ανέλαβε, μ’ ένα επενδυτικό πρόγραμμα 60 εκατ. ευρώ, τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της Βουλγαρικής μονάδος, η οποία παρήγαγε εφέτος 700.000 τόνους χάλυβος, περίπου 50% πάνω από πέρυσι. Το προϊόν της απευθύνεται στην διεθνή αγορά και διατίθεται σε ανταγωνιστικές τιμές, σ’ ένα κλάδο που πάσχει παγκοσμίως από υπερδυναμικότητα και υποφέρει από τον απηνή Κινεζικόν ανταγωνισμό και τα’ Αμερικανικά δασμολογικά τείχη. Η Βουλγαρία εξαιρείται, κι έτσι το 90% της παραγωγής του εργοστασίου της ΣΤΟΜΑΝΑ εξάγεται. Αυτός ο συσχετισμός δείχνει όχι μόνο τις σημερινές δυνατότητες της Βουλγαρικής οικονομίας, αλλά διαψεύδει και τον εντέχνως καλλιεργούμενο μύθον στην χώρα μας, ότι –δήθεν- «η βιομηχανία δεν έχει μέλλον, στα Βαλκάνια, παρά μόνον στις προηγμένες οικονομικώς χώρες της ηνωμένης Ευρώπης»!.. Γιατί τα λέμε τώρα όλ’ αυτά; Όχι βεβαίως διά να επαινέσωμεν τον κ. Στασινόπουλος –το εγκώμιόν του άλλωστε, έπλεξε, λίαν οψίμως, ο παραστάς κατά την προχθεσινή (8.10.03) τελετή των εγκαινίων της επενδύσεως στο Πέρνικ, υπουργός Εθν. Οικονομίας καθ. Νίκος Χριστοδουλάκης, ειπών ότι πρόκειται περί επιχειρηματίου «ευρωπαϊκής κλίμακας» (sic), «σεμνού δημιουργού», και «παραδείγματος προς μίμηση». Βεβαίως, ο κ. Στασινόπουλος δεν έχει ανάγκην επαίνων. Αλλού το πάμε: στην ιστορία των Βαλκανίων και στην σύγχρονη απόληξή της. Δεν έχουμε περάσει πολλά χρόνια από τότε που την Ελλάδα και την Βουλγαρία εχώριζε αβυσσαλέο μίσος και αμοιβαία καχυποψία –αποτέλεσμα διαφορών. Η μεν Ελλάς υπέστη την απώλειαν της Ανατολικής Ρωμυλίας και τις διώξεις των Ελλήνων στην Θράκη και Ανατολική Μακεδονίαν, κατά, αισθανομένη την διάρκεια της Γερμανοβουλγαρικής κατοχής, η δε Βουλγαρία αισθανομένη πικρίαν εξ απωλείας περιοχών, που εθεώρει «ζωτικάς» διά την ύπαρξη της και ανήκουσα εξ αιτίας λανθασμένων επιλογών της ηγεσίας της, στο «λάθος» στρατόπεδο (τόσο στον πρώτον, όσο και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμον) επεδίωκε μίαν ενθοτική «ρεβάνς», τυλιγμένη σε ιδεολογική συσκευασία. Όταν όμως, κατά την 10ετία του ’90, ο ευρωκομμουνισμός κατέρρευσε και στη Βουλγαρίαν, ο λαός της διεπίστωσε έκπληκτος την μεγάλη του αυταπάτη: Όχι μόνο ήταν αδύνατος η επίτευξις των επεκτατικών σχεδίων της ηγεσίας του, αλλ’ είχε μείνει και πολύ πίσω στον καταμερισμό του παγκοσμίου προϊόντος, με αποτέλεσμα να υποφέρει οικονομικά. Σήμερον η Βουλγαρία, υπό την επιτυχή ομολογουμένως διοίκηση του πρωθυπουργού και πρώην βασιλέως της Σιμεών Σάξε-Γκόμπουργκ Γκόττα και πλειάδος νέων πολιτικών, όπως του υπουργού Οικονομικών κ. Βέλτσεφ, αναπτύσσεται ταχέως, έχει χαμηλόν πληθωρισμό και διατηρεί μικρόν δημόσιον έλλειμμα και χρέος. Προ της παρόδου δεκαετίας –προβλέπομε- θα είναι ισότιμος εταίρος μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εδώ ανακύπτει ένα ιστορικό συμπέρασμα: Όταν ο βαλκανικός μας κόσμος ήταν χωρισμένος σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα –ανατολή και δύση, κεντρικές και θαλάσσιες δυνάμεις, καπιταλιστικές και κομμουνιστικές χώρες- η Βουλγαρία ανταγωνίζετο την Ελλάδα και αντιστρόφως. Όταν η Βαλκανική χερσόνησος ήταν τμήμα της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας –την οποίαν κατασυκοφάντισεν ο Βρετανός ιστορικός Γκίμπον, ως «εφθαρμένο Βυζάντιον» -οι λαοί που την κατώκουν ανέπτυσσον τον πολιτισμός των και την εθνική των ιδιοσυστασία, με οικονομικάς ανταλλαγάς και πολιτισμικά δάνεια –από του Κυριλλικού αλφαβήτου μέχρι και της θρησκευτικής πίστεως… Έτσι και προχθές, στον αγιασμό του αναβαθμισθέντος με Ελληνικά κεφάλαια εργοστασίου της ΣΤΟΜΑΝΑ, ακούσαμε το δοξαστικό τροπάριον «Σώσον Κύριε τον λαό Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου…», να ψάλλεται από Βουλγάρους, ορθοδόξους παπάδες, στον γνωστό μας βυζαντινόν «ήχον». Και θυμηθήκαμε ότι τελικά είμαστε «όλοι παιδιά του Βυζαντίου», που απλώς τα δίχασαν Φράγκοι, Οθωμανοί και Μπολσεβίκοι. (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 17/10/03)