του Μπάμπη Παπαδημητρίου
Υπάρχουν πολλοί δείκτες για να κρίνει κανείς την κατάσταση της οικονομίας. Εκείνοι που επεξεργάζονται οι στατιστικές υπηρεσίες, οι άλλοι των αγορών και, τέλος, αυτούς που ο καθένας από εμάς μπορεί να διαπιστώσει στο άμεσο περιβάλλον του. Για παράδειγμα: αρκεί να δούμε πόσο μικρότερες ήταν φέτος οι διακοπές των περισσοτέρων, πόσο έχουν περιοριστεί τα ταξίδια, ότι τα ακριβά μαγαζιά διασκέδασης κλείνουν δύο συνήθως μέρες την εβδομάδα, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα μικρά καταστήματα ρούχων και πολλά παρόμοια. Ένας από τους σπουδαιότερους αριθμούς, που δείχνει με ασφάλεια την πορεία των πραγμάτων για την εθνική μας οικονομία είναι, δυστυχώς, ένας από τους πλέον ξεχασμένους. (Αναφέρομαι στο δημόσιο χρέος. Στο θέμα αυτό πρέπει να προσέχουμε τρία πράγματα. Το πρώτο είναι, αυτονόητα, το απόλυτο ύψος του δημοσίου χρέους. Το δεύτερο είναι η αναλογία του χρέους στο συνολικό εισόδημα της χώρας. Το τρίτο είναι το ποσοστό από τα έσοδα του κράτους, το οποίο «τρώνε» οι τόκοι που πληρώνουμε για να συντηρούμε το δημόσιο χρέος). Όλοι γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με ένα τεράστιο δημόσιο χρέος. Αυτό που άρχισε να «χτίζεται» μετά το 1978 και πολλαπλασιαζόταν συνεχώς, μέχρις ότου γίνουμε μέλη της Ευρωζώνης. Το υπερμέγεθες χρέος ήταν, μάλιστα, σπουδαίο εμπόδιο για την είσοδό μας στην ΟΝΕ, αφού ο σχετικός «κανόνας» του Μάαστριχτ απαιτούσε να μην ξεπερνά το 60% του εθνικού προϊόντος, ενώ εμείς είχαμε το υπερδιπλάσιο. Ξεπεράσαμε το εμπόδιο για δυο λόγους: επειδή το ίδιο ρπόβλημα είχαν δυο ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιταλία και το Βέλγιο, και γιατί υποσχεθήκαμε ότι θα μειώσουμε το χρέος με ταχύτατους ρυθμούς. Δυο δρόμοι υπάρχουν για να επιτύχουμε την μείωση του κρατικού χρέους. Ο ένας είναι να μειώσουμε τις τρέχουσες δαπάνες και, με την εξοικονόμηση αυτή, να αποπληρώσουμε σταδιακά το χρέος. Ο άλλος, είναι να πουλήσουμε κάτι. Αυτό, το δεύτερο είναι που έχει -υποχρεωτικά- δεσμευτεί να πράξει η κυβέρνηση. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που δικαιολογούσε στην κοινή γνώμη την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του κράτους. Κάτι που έγινε και γίνεται μέσω της μετοχοποίησης μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων και την πώληση σε ιφιώτες των μετοχών αυτών, όπως συμβαίνει αυτή την βδομάδα με την ΔΕΗ. Είναι εξαιρετικά απλό να καταλάβουμε πόσο μεγάλη είναι η ζημιά, αν με τα έσοδα από αυτές τις αποκρατικοποιήσεις δεν μειώσουμε το χρέος. Ότι πουλά το κράτος, φεύγει για πάντα. Αν όμως με τα χρήματα που εισπράττονται, πληρώνουμε τρέχουσες καταναλωτικές δαπάνες, τότε η καταστροφή είναι σίγουρα μεγάλη. Την εβδομάδα αυτή αποκαλύφθηκε πως η κυβέρνηση έπραξε ακριβώς αυτό. Με τα λεφτά από τις πωλήσεις δημόσιας περιουσίας πληρώνονται τεράστια ποσά για «παράλληλες» δαπάνες σχετικές με την προετοιμασία των Ολυμπιακών, αλλά και τα έξοδα για τη λειτουργία του ΕΚΑΒ, εξοφλούνται χρέη νοσοκομείων, καλύπτονται ελλείμματα των αστικών συγκοινωνιών, μέχρι και η αγορά της «Ιστορικής Οικίας του Ελευθέριου Βενιζέλου» στα Χανιά. Σε μια άλλη χώρα, σε μια δημοκρατία που σέβεται τους πολίτες και, τελικώς, τον εαυτό της, παρόμοιες αποκαλύψεις και παραδοχές θα είχαν οδηγήσει σε σοβαρότατη πολιτική κρίση, μοιραία για την τύχη κυβερνητικών αξιωματούχων. Στα δικά μας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Χρ. Πρωτόπαπας απευθύνεται στους επίμονους δημοσιογράφους με το απαράδεκτο «γιατί, εσείς είσαστε εναντίον των Ολυμπιακών;». Ξοδεύοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, τα έσοδα από την πώληση της κρατικής περιουσίας, η κυβέρνηση υπονομεύει για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα το διαθέσιμο εισόδημα των φορολογουμένων και προσθέτει πολλά βαρίδια στην ήδη ασθενική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Θα το καταλάβουμε όταν, λίγο μετά τις εκλογές, θα αποκαλυφθεί η πραγματική εικόνα. Πριν από αυτό, θα μας έχει προλάβει τα κακά νέα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει ήδη συμπεριλάβει την Ελλάδα μεταξύ των κρατών που θα αντιμετωπίσουν σοβαρό δημοσιονομικό πρόβλημα. (Από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24 Οκτωβρίου, 2003)