Του Νίκου Νικολάου
Με αφορμή την επιτυχή πώληση 11% της Εθνικής Τράπεζας σε ξένους θεσμικούς επενδυτές αλλά και Έλληνες ξεσηκώθηκε ένας σάλος αντιδράσεων, πολιτικών αλλά και συνδικαλιστικών, που αποκάλυψε ακόμη μια φορά την ανωριμότητά μας να συμφωνήσουμε και να επιλύσουμε σωστά τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση και φυσικά ούτε τα συνδικάτα μιλούν την ίδια γλώσσα όσον αφορά την πολιτική των αποκρατικοποιήσεων και τα όρια της. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση στα λόγια είναι υπέρ των αποκρατικοποιήσεων αλλά στην πράξη κάνει μετοχοποιήσεις με μοναδική επιδίωξη να εισπράξει χρήματα και να μειώσει το δημόσιο χρέος, το μεγάλο μέγεθος του οποίου αποτελεί αντικείμενο επικρίσεων από την Ευρωπαϊκή επιτροπή αλλά και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς. Η αξιωματική αντιπολίτευση δυστυχώς δεν έχει θέση. Ο τ. πρόεδρος Μιλτ. Έβερτ, π.χ., είναι υπέρ της διατήρησης του δημόσιου χαρακτήρα της Εθνικής, ο υπεύθυνος για την οικονομική πολιτική του κόμματος κ. Γ. Αλογοσκούφης συγκεντρώνει την κριτική του μόνο σε θέματα διαδικασίας ζητώντας διαφάνεια στις συναλλαγές, ενώ ο κ. Ι. Παπαθανασίου αντίθετα είναι υπέρ της ιδιωτικοποίησης. Μια πρόσθετη απόδειξη του πολιτικού κομφούζιου που επικρατεί είναι π.χ., ότι ο κ. Γ. Αλογοσκούφης ζητεί να διατηρήσει το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο την αυτονομία του και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ως τράπεζας των μικροαποταμιευτών, ευθυγραμμιζόμενος έτσι με τον υπουργό Μεταφορών κ. Χρ. Βερελή που βρίσκεται για το θέμα αυτό σε σκληρή κόντρα με τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών κ. Ν. Χριστοδουλάκη, ο οποίος αν δεν επιτύχει η συγχώνευση με την Τράπεζα Αττικής θα πωλήσει το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο σε πλειοδοτικό διαγωνισμό. Είναι γνωστό επίσης ότι μέσα από το ΠAΣOΚ ξεκινά η λυσσώδεις αντίδραση για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέμα των αποκρατικοποιήσεων είναι σύνθετο πρόβλημα και οι μονοσήμαντες απαντήσεις επικίνδυνες και επιπόλαιες. Η ενεργειακή κρίση που πριν από τρία χρόνια βύθισε στο σκοτάδι την πλουσιότερη περιοχή του κόσμου, την Καλιφόρνια, και τα αλλεπάλληλα σιδηροδρομικά ατυχήματα στην Βρετανία απεκάλυψαν ότι οι ακραίες αποκρατικοποιήσεις στην κοινή ωφέλεια θησαύρισαν κάποιες εταιρείες αλλά ζημίωσαν τους πολίτες. Από την άλλη πλευρά τα πρόσφατα black-out στη Δανία, στη Σουηδία και στην Ιταλία απέδειξαν ότι και ο κρατικός έλεγχος στην κοινή ωφέλεια δεν είναι επίσης αποτελεσματικός Το συμπέρασμα λοιπόν που βγαίνει είναι ότι στην σημερινή παγκοσμιοποιημένη αγορά, όπου κυριαρχούν η απελευθέρωση και ο ανταγωνισμός, το δίλημμα δεν είναι ανάμεσα στις ιδιωτικοποιήσεις και στον κρατικό έλεγχο αλλά στον τρόπο με τον οποίο διοικούνται και λειτουργούν οι μεγάλες αυτές επιχειρήσεις, αν ενισχύεται δηλαδή η αποτελεσματικότητα τους και αν οι υπηρεσίες που προσφέρουν στους πολίτες βελτιώνονται. Η επώδυνη εμπειρία του παρελθόντος έχει αποδείξει ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις με τις διορισμένες από την εκάστοτε κυβέρνηση, αν όχι και από τον εκάστοτε υπουργό, διοικήσεις τους οδηγήθηκαν σε αποσύνθεση, με τους πολίτες να πληρώνουν πανάκριβα χείριστες υπηρεσίες. Η κατάσταση αυτή όμως άρχισε να αντιστρέφεται σιγά σιγά από τον καιρό που ξεκίνησαν οι μετοχοποιήσεις. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι σήμερα η ΔΕΗ ή ο ΟΤΕ, που ως προχθές με αλαζονεία αντιμετώπιζαν τους καταναλωτές, δεν ενοχλούνται από την πτώση της τιμής των μετοχών τους, ιδιαίτερα όταν εκφράζει την δυσαρέσκεια των ξένων για τους χειρισμούς της διοίκησης; Πιστεύω συνεπώς ότι, έστω και αν τα ελατήρια είναι αποκλειστικά η είσπραξη χρημάτων για να κλείσουν τρύπες, η μετοχοποίηση της Εθνικής όπως και εκείνες που προηγήθηκαν, του ΟΤΕ και της ΔΕΗ, είναι επωφελείς για τους πολίτες και προαγωγικές για την εθνική οικονομία. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 12/10/2003)