του Ανδρέα Ανδριανόπουλου

Εχει κανείς συχνά την αίσθηση πως οι πολιτικές συζητήσεις στον τόπο μας και οι κομματικοί διαξιφισμοί αναφέρονται σε ζητήματα ξεπερασμένα που λίγη σχέση έχουν με τα προβλήματα που έρχονται. Οι διεθνείς οργανισμοί και οι υπηρεσίες της Ε.Ε. δεν χάνουν ευκαιρία να μας επισημαίνουν τις επερχόμενες δυσκολίες και να μας τονίζουν τα αδιέξοδα. Η εσωτερική πολιτική σκηνή όμως, πνιγμένη στους λαϊκισμούς και την αναπόφευκτη εκλογοφοβία, αγνοεί την καμήλα και καταπιάνεται παθιασμένα με το κουνούπι. Η Ν.Δ. υπόσχεται να επανιδρύσει το κράτος. Οι όποιες όμως εξειδικεύσεις των στελεχών της πάνω στην ουσία αυτού του οραματισμού είναι γενικόλογες και συγκεχυμένες. Η δε κυβέρνηση επαίρεται για την «ισχυρή οικονομία» που όμως ουσιαστικά παραπαίει κάτω από τα πραγματικά προβλήματα της επόμενης ημέρας. Το αυριανό και σχεδόν σημερινό πρόβλημα της Ελλάδα είναι η αυξημένη κατανάλωση δίχως την αντίστοιχη συγκέντρωση κεφαλαίου και η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού που θα βγάλει σύντομα στη σύνταξη μια γενιά μεγαλωμένη σε μια κοινωνία αφθονίας και αγαθών, μαθημένη σε δουλειές σχετικά καλοπληρωμένες και απομακρυσμένες από τη χειρονακτική βιομηχανική παραγωγή. Οι διαστάσεις του προβλήματος είναι δυνατόν να πάρουν εκρηκτικές διαστάσεις αν σκεφθεί κάποιος πως σπαταλήσαμε απερίσκεπτα τεράστια ποσά από κοινοτικούς πόρους σε «έργα» πλουτισμού ημετέρων δίχως τη δημιουργία σοβαρών υποδομών ενώ χρεωνόμαστε τεράστια ποσά για την προετοιμασία της οικονομικά αντι-παραγωγικής Ολυμπιάδας. Το κοκτέιλ που θα σερβιριστεί στους Ελληνες μετά κυρίως το τέλος των αγώνων θα είναι στην κυριολεξία αχώνευτο. Η έλλειψη κεφαλαίων μαζί με τη γήρανση του πληθυσμού συνιστούν την καρδιά της μελλοντικής δυσπραγίας. Και οι πάντες αποφεύγουν να θίξουν τα ζητήματα αυτά διότι ακουμπούν στις ευαισθησίες κυρίαρχων στη χώρα πολιτικών ρευμάτων και ισχυρών κοινωνικών ομάδων. Η Αριστερά είναι έτοιμη να καταγγείλει κάθε κίνηση ενίσχυσης των διαδικασιών σώρευσης κεφαλαίων ενώ το ζήτημα της γήρανσης προσκρούει στις φοβίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων που απορρίπτουν κάθε συζήτηση για επαναθεώρηση του ασφαλιστικού συστήματος. Συνήθως τα κεφαλαία συσσωρεύονται μέσα από μια θαρραλέα φορολογική πολιτική, καθώς κι από την ύπαρξη φτηνού χρήματος. Το τελευταίο υπάρχει με τα χαμηλά επιτόκια και τις ανάγκες των τραπεζών να διαθέσουν τα χρήματα που έχουν στο επιχειρηματικό κοινό. Η φορολογική πολιτική όμως ακολουθεί μάλλον ανάποδες διαδρομές. Ποτέ στην Ελλάδα δεν εμφανίσθηκε ένα δυναμικό κίνημα στήριξης μίας πολιτικής μείωσης των φόρων. Συνακόλουθα, το επενδυτικό κλίμα στη χώρα συνεχίζει να παραμένει απογοητευτικό και οι προοπτικές δεν είναι αισιόδοξες. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά τα τελευταία μέτρα της κυβέρνησης εναντίον των παράκτιων εταιρειών και το κλίμα αυθαίρετων και ξαφνικών φορολογικών αλλαγών που είναι δυνατόν κάθε στιγμή να επιβληθούν. Στον τομέα της επικείμενης δημοσιογραφικής κάμψης της χώρας το θέμα γίνεται σχεδόν εκρηκτικό. Ένα σοβαρό τμήμα του πληθυσμού, μεγαλωμένο σε μια περίοδο σχετικής πολιτικής ομαλότητα και ισορροπίας και συνηθισμένο σε ένα επίπεδο κατανάλωσης αισθητά βελτιωμένο σε σχέση με τους γεροντότερους Ελληνες, βγαίνει στη σύνταξη. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ένα δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού θα εγκαταλείψει την παραγωγή και τη συμβολή του στη σώρευση κεφαλαίων και θα προσχωρήσει στον χώρο της αποκλειστικής κατανάλωσης. Οι πιέσεις πάνω στην οικονομία θα είναι εξουθενωτικές. Και θα είναι αδύνατον να αντιμετωπισθούν δίχως γενναία μέτρα αναδιάρθρωσης του ασφαλιστικού συστήματος. Ανεξάρτητα από το μέγεθος και την ένταση των όποιων αντιδράσεων. Το ερώτημα είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις έχουν το στομάχι και το πολιτικό θάρρος να έρθουν σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της Αριστεράς, αλλά και με τη φυσική αντίδραση πολλών οργανωμένων αριστερών δυνάμεων, που επιλέγουν να αγνοούν τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας επιλέγοντας το χάιδεμα των αυτιών ενός εύπιστου και ευέξαπτου κοινωνικού σώματος. Κυβέρνηση κι αντιπολίτευση τρέμουν μπροστά στο ενδεχόμενο να αποκληθούν «νεοφιλελεύθερου» από τους προπαγανδιστές της καθίζησης σε πρακτικές του παρελθόντος. (Από την εφημερίδα Ημερησία 27/09/03)