Ακολουθεί το πλήρες κείμενο άρθρο του Κ. Ν. Σταμπολή, το οποίο δημοσιεύτηκε στο χθεσινό φύλλο (9/11) της εφημερίδας Καθημερινή. Η σπουδή την οποία επιδεικνύει τελευταία η κυβέρνηση στην εκποίηση δημόσιας περιουσίας, μέσω των ευγενώς αποκαλούμενων μετοχοποιήσεων, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς (χωρίς δηλαδή να συμβάλλουν στην μείωση του τεράστιου δημόσιου χρέους, όπως έδειξαν στοιχεία που ήρθαν πρόσφατα στην δημοσιότητα) και όχι στα πλαίσια κάποιων ευρύτερων διαρθρωτικών αλλαγών, που θα είχαν στόχο το άνοιγμα της οικονομίας και την δημιουργία ανταγωνισμού στις αγορές, έχει συμπαρασύρει την πώληση σημαντικών μεριδίων δημοσίων επιχειρήσεων οι οποίες όμως ουδόλως είναι ώριμες για μια τέτοια διαδικασία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ) και τα Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα (ΕΤΑ) η μετοχοποίηση των οποίων και για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία βάλλεται πανταχόθεν. Στην περίπτωση μάλιστα των ΕΤΑ έχει τεθεί και θέμα συνταγματικής νομιμότητας από άποψη ιδιοκτησίας και ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων (assets) της εταιρείας. Η ΔΕΠΑ, η οποία έχει ως αντικείμενο την εισαγωγή και εκμετάλλευση του φυσικού αερίου στην χώρα μας, είναι μία σχετικά νεαρά εταιρεία που ιδρύθηκε το 1988 ευθύς μόλις οριστικοποιήθηκαν οι συμβάσεις για την εισαγωγή φυσικού αερίου από Ρωσία και Αλγερία, τους δύο βασικούς προμηθευτές αερίου της χώρας. Σε λιγότερο από μία δεκαετία η ΔΕΠΑ κατόρθωσε να δημιουργήσει μία εντυπωσιακή υποδομή αποτελούμενη από ένα εκτενές δίκτυο κυρίων και δευτερευόντων αγωγών συνολικού μήκους 1,000 χλμ., μετρητικoύς σταθμούς, βανοστάσια, ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης και ελέγχου καθώς και ένα υπερσύγχρονο τέρμιναλ υποδοχής, αποθήκευσης και αεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στη Ρεβυθούσα χωρητικότητας 130,000 κυβ. μέτρων. Σε εξέλιξη ευρίσκονται επίσης τα σχέδια της ΔΕΠΑ για την κατασκευή δύο μεγάλων σταθμών συμπίεσης, (σε Μακεδονία και Θεσσαλία) η λειτουργία των οποίων θα αυξήσει σημαντικά τις δυνατότητες του δικτύου μεταφοράς. Η σημερινή αξία της συνολικής υποδομής της ΔΕΠΑ εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 1.3 δις. ευρώ. με τις επενδύσεις να έχουν προέλθει τόσο από τον κρατικό προϋπολογισμό όσο και από συνεισφορές της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Η ΕΕ μέσω ενός συνδυασμού grants και softloans έχει χρηματοδοτήσει το 40% περίπου των παγίων στοιχείων της εταιρείας). Η ΔΕΠΑ σήμερα πωλεί φυσικό αέριο στην βιομηχανία (100 και πλέον μεγάλες και μικρές βιομηχανικές μονάδες τροφοδοτούνται με αέριο), στην ΔΕΗ αλλά και σε οικιακούς και εμπορικούς καταναλωτές μέσω των τοπικών εταιρειών εμπορίας που έχουν συσταθεί σε διάφορα μέρη της χώρας, τις γνωστές ΕΠΑ, όπου η ίδια συμμετέχει με ποσοστό 51% (Το υπόλοιπο το κατέχουν ιδιώτες επενδυτές). Για το 2003 οι συνολικές πωλήσεις της ΔΕΠΑ αναμένεται να έχουν διαμορφωθεί στις 2.3 δισεκ. κυβ. μέτρα ενώ οι εκτιμήσεις για το 2010 και 2020 είναι ότι η ζήτηση θα φθάσει τα 5.5 δισεκ. κυβ. μέτρα και 8.0 δισεκ. κυβ. μέτρα αντιστοίχως. Αν επιβεβαιωθούν στη πράξη οι επιδιώξεις της ΡΑΕ και του ΥΠΑΝ για την κατασκευή 4 νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο (1 της ΔΕΗ και 3 ιδιωτικών) μέχρι το 2007, και προωθηθούν επιτυχώς οι διαδικασίες ίδρυσης των 3 νέων ΕΠΑ, τότε οι προβλέψεις της ΔΕΠΑ για ζήτηση 5,5 δις. κ.μ. αερίου το 2010 θα βρίσκονται πολύ κοντά στη πραγματικότητα. Από την μία πλευρά, η επιδιωκόμενη τώρα απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε συνδυασμό και με την εξαγγελθείσα πολιτική του ΥΠΑΝ για υποχρεωτική χρήση φυσικού αερίου στις ιδιωτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, και από την άλλη τα σχέδια της ΔΕΠΑ να δημιουργήσει περισσότερες Εταιρείες Παροχής Αερίου σε νέες περιοχές απ’ όσες αρχικά είχαν προβλεφθεί, είναι βέβαιο ότι θα αυξήσουν σημαντικά τη ζήτηση αερίου στα αμέσως επόμενα χρόνια. Εν τω μεταξύ οι τρεις ΕΠΑ που λειτουργούν στην χώρα (ΕΠΑ Αττικής, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας) ευρίσκονται στα πρώτα τους βήματα στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν τις νέες αγορές αερίου για την μεγάλη μάζα των οικιακών και εμπορικών καταναλωτών. Παράγοντες της αγοράς ομιλούν για τουλάχιστον μία πενταετία που θ’ απαιτηθεί για την ανάπτυξη της αγοράς σε αυτόν τον τομέα, γεγονός που θα επιτρέψει στις ΕΠΑ να περάσουν στην βιωσιμότητα ως ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τόσο οι εκ των προτέρων γνωστοί βραδείς ρυθμοί διείσδυσης του φυσικού αερίου στην αγορά -χαρακτηριστικό των νεοεισερχομένων πηγών ενέργειας στις ανεπτυγμένες οικονομίες- όσο και η υποχρεωτική ύπαρξη ενός βασικού προμηθευτή (το 75% των εισαγωγών φυσικού αερίου προέρχεται από την Ρωσική GAZPROM) είναι οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν την Ε. Επιτροπή στην απόφασή της να εξαιρέσει την χώρα μας από την εφαρμογή ευρωπαϊκών οδηγιών για την απελευθέρωση του τομέα φυσικού αερίου μέχρι το τέλος του 2006. Αυτός είναι ο λόγος εξ’ άλλου που ακόμα δεν έχει δημιουργηθεί το κατάλληλο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που θα διέπει την απελευθέρωση αγοράς φυσικού αερίου στη χώρα μας. Ένα πλαίσιο το οποίο, απ’ ότι γνωρίζουμε, προετοιμάζεται από την ΡΑΕ και θα ολοκληρωθεί εντός του 2004. Η απελευθέρωση όμως της αγοράς φυσικού αερίου στην Ελλάδα, μιας χώρας η οποία είναι γεωγραφικά απομονωμένη από πλευράς πρόσβασης, από τις κύριες αγορές φυσικού αερίου της Ευρώπης, προϋποθέτει την δημιουργία καταλλήλων υποδομών που θα επιτρέψει τις εισαγωγές φυσικού αερίου από περισσότερους προμηθευτές. Αυτό καθιστά αναγκαία την αναβάθμιση της μονάδας της Ρεβυθούσας (αύξηση του send out capacity) αλλά κυρίως την δημιουργία του βορείου υπεραγωγού που θα διασχίζει την Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο, και υποθαλασσίως, θα καταλήγει στην Νότιο Ιταλία. Η κατασκευή του αγωγού αυτού, που ευρίσκεται ήδη υπό μελέτη, θ’ αποτελέσει ουσιαστικά τον μηχανισμό ενοποίησης του Ελληνικού δικτύου φυσικού αερίου με το Ευρωπαϊκό ενώ παράλληλα θα καταστεί ο κύριος κορμός transit για την εξαγωγή φυσικού αερίου από την Κασπία, (μέσω Τουρκίας και Ελλάδας) προς τις απαιτητικές, από πλευρά κατανάλωσης, αγορές της Δυτικής Ευρώπης. Απ’ όλα τα’ ανωτέρω είναι εμφανές ότι η ΔΕΠΑ είναι μία εταιρεία η οποία ευρίσκεται σε περίοδο ταχείας ανάπτυξης ενώ δεν έχει μπορέσει ακόμα να κεφαλοποιήσει τα οφέλη που της προσφέρει τόσο η μοναδική της θέση στην Ελληνική αγορά όσο και η υπερσύγχρονη (ακόμα και για Ευρωπαϊκά δεδομένα) υποδομή της. Με άλλα λόγια, όπως παρατηρούν παράγοντες του χρηματοοικονομικού χώρου, η ΔΕΠΑ δεν θεωρείται ένα ώριμο asset για πώληση μέρους ή ολόκληρης της επιχείρησης. Αυτό εξ’ άλλου φάνηκε στην προσπάθεια της κυβέρνησης να πωλήσει του 35% σε στρατηγικό επενδυτή, και το μικρό ενδιαφέρον που επεδέχθει από την διεθνή αγορά. Τελικά, από εννέα ενδιαφερόμενες εταιρείες μόνο μία (η Ισπανική Natural Gas) υπέβαλλε δεσμευτική προσφορά και αυτή υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις και αρκετά κάτω του τιμήματος που υπολόγιζε η κυβέρνηση, γεγονός που χαρακτηρίζουν την προσφορά της ως ασύμφορο. Η Natural Gas προσέφερε 260 εκ. ευρώ έναντι των 300 εκ. + ευρώ που προσδοκούσε η κυβέρνηση. Παράγοντες της αγοράς φυσικού αερίου παρατηρούν ότι η αξία της ΔΕΠΑ σε τρία με τέσσερα χρόνια από σήμερα θα έχει αυξηθεί κατακόρυφα (2 με τρεις φορές επάνω από την σημερινή της αξία) εξέλιξη η οποία θα προκύψει όχι τόσο λόγω της επέκτασης της υποδομής της όσο λόγω της διεύρυνσης της αγοράς της, τόσο μέσω της αύξησης των πωλήσεων στους ηλεκτροπαραγωγούς και τις ΕΠΑ αλλά και από συμμετοχή της σε εξαγωγές προς την Δ. Ευρώπη. Η ΔΕΠΑ δεν είναι ακόμη ένας Ευρωπαϊκός παίκτης και αυτό αναμφισβήτητα την αδικεί από πλευράς αξιοποίησης του δυναμικού της. Ως εκ τούτου η προωθούμενη από την κυβέρνηση πώληση ενός σημαντικού ποσοστού της ΔΕΠΑ, έναντι πινακίου φακής, και μέσω μιας μάλλον αμφιλεγόμενης διαδικασίας, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά αφού στην ουσία απαξιεί ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο ενώ ακόμα δεν έχει δημιουργηθεί καν το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο. Θα ήτο απείρως προτιμότερο και πλέον συμφέρον από καθαρά οικονομική άποψη, παρατηρούν στελέχη διεθνών επενδυτικών τραπεζών, να ενισχυθεί η περαιτέρω ταχεία ανάπτυξη της ΔΕΠΑ, και να επιδιωχθεί μία μετοχοποίηση μέσω χρηματιστηρίου μετά το 2006, όταν η εταιρεία θα έχει φθάσει ένα υψηλότερο επίπεδο αγοραστικής και οικονομικής ωριμότητος.