Του Νίκου Νικολάου
Το Μαξίμου, αντί να πληρώνει γραφεία ερευνών και δημοσκοπήσεων για να του ανακαλύψουν τα αίτια της πρωτοφανούς λαϊκής δυσαρέσκειας που οδηγεί το ΠαΣοΚ σε εκλογική συντριβή, θα ήταν καλύτερο να βάλει τους ακριβοπληρωμένους συμβούλους του να μελετήσουν και να αξιολογήσουν τα οικονομικά στοιχεία από τις εκλογές του Απριλίου του 2000 ως σήμερα. Η μελέτη λοιπόν αυτή αν είναι σοβαρή θα αποκαλύψει, πρώτον, ότι ο λαός δεν έχει χάσει το μυαλό του και αν οι πολίτες αισθάνονται σήμερα ανασφαλείς και αντιμετωπίζουν με δέος το αύριο δεν έχουν άδικο αφού το μέλλον της οικονομίας μας γέμει αβεβαιοτήτων. Και, δεύτερον, θα αποδειχθεί ότι ο μύθος περί ισχυρής οικονομίας που επίμονα οικοδόμησε η κυβερνητική προπαγάνδα από το 2000 και μετά ήταν πάντα επικοινωνιακό τέχνασμα. Ουδέποτε υπήρξε ισχυρή οικονομία και κατά μείζονα λόγο δεν ισχύει η εσχάτως τεθείσα σε κυκλοφορία προπαγάνδα (από τους ενδοκυβερνητικούς και εσωκομματικούς αντιπάλους του κ. Ν. Χριστοδουλάκη), σύμφωνα με την οποία η οικονομία από ατμομηχανή που ήταν το 2000 κινδυνεύει να εξελιχθεί σε εκλογικό βαρίδι του ΠαΣοΚ. Απόδειξη ότι αυτά δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα είναι ότι το 2000 η ανεργία, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ήταν πολύ μεγαλύτερη από σήμερα και ο πληθωρισμός πολύ υψηλότερος. Εκείνο που στην ουσία συνέβαινε το 2000 ήταν ότι ακόμη ήταν ζωντανό το όραμα του εύκολου πλουτισμού που είχε δημιουργήσει η χρηματιστηριακή έκρηξη της διετίας 1998-1999 και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, αν όχι εκατομμύρια μαζί με τις οικογένειές τους, αντί να βλέπουν τα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας, είχαν μαγνητισθεί από τις τιμές του ταμπλό της Σοφοκλέους. Η βίαιη κατάρρευση της Σοφοκλέους σε συνδυασμό με την προεκλογική απάτη της τεχνητής διατήρησης του δείκτη στις 5.000 μονάδες (για την οποία δεν έχουν πληρώσει ακόμη οι υπεύθυνοι) δεν απεκάλυψε μόνο ότι «ο βασικός ήταν γυμνός» αλλά προκάλεσε και εκτεταμένες απώλειες σε 1,5 εκατ. και πλέον επενδυτές που έχασαν τις οικονομίες τους και σηματοδότησε την απαρχή της κρίσης της αγοράς, στον βαθμό που περνούσαν στην πραγματική οικονομία οι συνέπειες από το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας. Αν στις δυσμενείς αυτές εξελίξεις προστεθούν οι επιπτώσεις της εισαγωγής του ευρώ που έφερε βροχή ανατιμήσεων και φούντωσε τον πληθωρισμό, αντιλαμβανόμεθα γιατί τα νοικοκυριά αισθάνονται όλο και πιο απαισιόδοξα για το μέλλον, παρά το γεγονός ότι οι αλλαγές που έγιναν από τα τέλη του 2001 στο φορολογικό σύστημα και η προώθηση των αποκρατικοποιήσεων μαζί με την απελευθέρωση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών και τη στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης βελτίωσαν κάπως την οικονομία. Πώς εξηγείται όμως η προϊούσα δυσφορία των πολιτών τη στιγμή που όντως στα τέλη του 2003 οι δείκτες της οικονομίας θα είναι καλύτεροι σε σχέση με το 2000; Η εξήγηση βρίσκεται σε δύο εκτιμήσεις που είναι ταυτόσημες στην πλειονότητα των νοικοκυριών. Πρώτον, στο ότι οι οικονομίες και γενικά το απόθεμα που κατά παράδοση διέθεταν όλα τα νοικοκυριά εξανεμίστηκαν ήδη από το σκάσιμο της φούσκας του Χρηματιστηρίου, από τον παρατεταμένο πληθωρισμό των τριών τελευταίων ετών και από τον μηδενισμό των αποδόσεων των τραπεζικών καταθέσεων λόγω της θεαματικής πτώσης των επιτοκίων. Δεύτερον, στο ότι το μέλλον παρουσιάζεται ζοφερό γιατί τα εξαντλημένα οικονομικά νοικοκυριά αναγκάστηκαν όλη αυτή την περίοδο για να βγάλουν πέρα να καταχρεωθούν σε δάνεια προς τις τράπεζες και, από την άλλη πλευρά, με εξαίρεση τα ολυμπιακά έργα και τα κοινοτικά προγράμματα, δεν βλέπουν να ανοίγουν δουλειές, δεν βλέπουν ιδιωτικές επενδύσεις στη βιομηχανία, στον τουρισμό κτλ. που να εγγυώνται αυξημένα εισοδήματα και περισσότερες θέσεις εργασίας. Νομίζω ότι οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας βλέπουν ότι από τον Νοέμβριο του 2001 που τη διεύθυνση της οικονομικής πολιτικής ανέλαβε ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης κάτι άρχισε να κινείται στην οικονομία και μάλιστα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αυτό το κάτι όμως έγινε με απελπιστική καθυστέρηση (όλες αυτές οι απελευθερώσεις αγορών και οι αποκρατικοποιήσεις έπρεπε να είχαν ξεκινήσει το 1997 ή το αργότερο το 1998, όταν θέσαμε υποψηφιότητα για την ΟΝΕ, ώστε να έχουν αρχίσει να αποδίδουν τώρα) και μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο στρεβλώσεις και σκοπέλους. Ετσι, προχωράνε οι αποκρατικοποιήσεις, αλλά το χρηματιστήριο δεν μπορεί να βρει τον δυναμισμό του, αφού οι επενδυτές γνωρίζουν ότι το κράτος είναι καταχωρημένο και τα ελλείμματα καλπάζουν σε σημείο που να ανησυχεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Από την άλλη πλευρά, ο κ. Χριστοδουλάκης απλοποιεί τη γραφειοκρατεία, μειώνει τη φορολογία και εγγυάται σταθερό φορολογικό καθεστώς για μία ολόκληρη 10ετία και παρά ταύτα οι βιομήχανοι δεν επενδύουν, ξένος επενδυτής δεν παρουσιάζεται ούτε για δείγμα και οι εργαζόμενοι ανησυχούν και δικαίως τι θα γίνει όταν σταματήσουν τα έργα. Οι αντιφάσεις αυτές παραπέμπουν σε όλη τη χαμένη οκταετία της παρούσης κυβερνήσεως, στη θητεία της οποίας δεν απετολμήθησαν οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές που θα απελευθέρωναν τις δημιουργικές δυνάμεις της οικονομίας, θα εκσυγχρόνιζαν τη δημόσια διοίκηση ώστε να συμπορευθεί η χώρα με όλη την Ευρώπη. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 5/11/03)