του Νίκου Φρυδά
Παρουσιάζουμε σήμερα βαρυσήμαντο άρθρο του Mηχανολόγου Ηλεκτρολόγου Νίκου Φρυδά, Διευθυντή Μεταφοράς Edf Λονδίνου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής (9/11/2003).
Γύρω στις 3 τα ξημερώματα της 28 Σεπτεμβρίου, το ολονύχτιο ξεφάντωμα που οι Δημοτικές Αρχές της Ρώμης διοργάνωναν με τίτλο «Λευκή Νύχτα» βρισκόταν στο αποκορύφωμα του. 500 μίλια βορειότερα από τους ανέμελους κάτοικους της «αιώνιας πόλης», μιά τοπική καταιγίδα ξεσπούσε στις Αλπεις. Στις 3.01 ακριβώς ένα δένδρο που έπεσε σε μία εσωτερική γραμμή μεταφοράς Υ/Τ 380 kV της Ελβετίας και την έθεσε εκτός λειτουργίας, ξεκίνησε μία αλληλουχία γεγονότων που κατέληξε μετά από 20 λεπτά στο να τεθεί εκτός λειτουργίας μία δεύτερη γραμμή Υ/Τ μέσα στην Ελβετία, και σχεδόν αμέσως μετά στο να «καταπέσουν» όλες οι διασυνδετικές γραμμές της Ιταλίας (με Γαλλία, Ελβετία, Αυστρία και Σλοβενία) που εκείνη τη στιγμή μετέφεραν 6700 MW (το φορτίο της πρώτης γραμμής που τίθεται εκτός λειτουργίας κατανέμεται στις υπόλοιπες γραμμές του Συστήματος που και αυτές εάν είναι ήδη «βαρειά φορτισμένες» τίθενται με τη σειρά τους εκτός λειτουργίας και τελικά συμπαρασύρουν όλο το ηλεκτρικό σύστημα εκτός εάν εν τω μεταξύ ληφθούν άμεσα μέτρα). Ο Ιταλός Διαχειριστής του Συστήματος GRTN (την ώρα εκείνη η Ιταλία είχε το ελάχιστο φορτίο της γύρω στα 20000 MW) ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει μιά τέτοια απώλεια εισαγωγής ενέργειας με τις εφεδρείες που διέθετε, η συχνότητα κατέρρευσε με αποτέλεσμα μέσα σε 30 λεπτά από το πρώτο συμβάν και με εξαίρεση τη Σαρδηνία, η τέταρτη μεγαλύτερη Ευρωπαική χώρα, η έκτη ισχυρότερη οικονομία στο κόσμο να «σβήσει». Ταυτόγχρονα οι υπόλοιπες Ευρωπαικές χώρες στο διασυνδεδεμένο Ευρωπαικό δίκτυο UCTE αναγκάστηκαν να πάρουν έκτακτα μέτρα γιά τον έλεγχο της συχνότητας (ανέβηκε στα 50.2 Hz) και κυρίως σε Γαλλία-Γερμανία περιέκοψαν άμεσα τη πλεονάζουσα παραγωγή. Ηταν το μεγαλύτερο «μπλάκ άουτ» στην Ευρώπη από την εποχή του β. Παγκοσμίου πολέμου. Πάνω από 24 ώρες χρειάστηκαν γιά να αποκατασταθεί όλη η τροφοδοσία, με ανυπολόγιστο φυσικά κόστος στην Ιταλική οικονομία. Πριν καν δημοσιευθεί το πόρισμα της έρευνας που ακόμα διεξάγεται, οι πανταχού πολέμιοι της απελευθέρωσης της ηλεκτρικής ενέργειας έσπευσαν να συγχαρούν αλλήλους γιά την επιβεβαίωση των «Κασσανδρικών» τους προβλέψεων. Σε συνδυασμό με τα πρόσφατα γεγονότα σε Η.Π.Α. και Σκανδιναυία και τα λίγο παλαιότερα φαινόμενα ΕΝΡΟΝ, British Energy, Καλιφόρνια, κτλπ., η απόδοση ευθύνης φαίνεται να πέφτει πάνω στις διαδικασίες μέσω των οποίων πραγματοποιείται η απελευθέρωση της ηλεκτρικής ενέργειας και που έχουν οδηγήσει στην ριζική αναδιάρθρωση του τομέα. Οι αναθεωρητές της απελευθέρωσης υποστηρίζουν ότι το κέντρο βάρους των αποφάσεων στον Ηλεκτρικό Τομέα μετατοπίστηκε από την αξιοπιστία και ασφάλεια εφοδιασμού σε θέματα πού έχουν μόνο να κάνουν με την οικονομική απόδοση και κερδοφορία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα η μήπως μιά πιό ψύχραιμη προσέγγιση μας οδηγεί σε εντελώς αντίθετα συμπεράσματα? Ας κοιτάξουμε λίγο πιό αναλυτικά τη πρόσφατη περίπτωση της γειτονικής μας χώρας. Είναι αλήθεια ότι η Ιταλία εισάγει περίπου το 17% των ηλεκτρικών ενεργειακών της αναγκών μέσω των διασυνδετικών της γραμμών από χώρες που διαθέτουν φθηνότερα μέσα παραγωγής (π.χ. Γαλλία – πυρηνικά). Είναι επίσης αλήθεια ότι η απελευθέρωση της ενέργειας και η εμπορευματοποίηση του προιόντος που ονομάζεται ηλεκτρισμός, «εντατικοποίησε» τις ανταλλαγές ισχύος πάνω στο Ευρωπαικό διασυνδεδεμένο δίκτυο οι οποίες πραγματοποιούνται με βάση τα εμπορικά κριτήρια. Από κεί και πέρα όμως ο έλεγχος του Συστήματος σε πραγματικό χρόνο παραμένει ακέραιος στα χέρια των «Διαχειριστών Συστημάτων» και ουδέν πρόγραμμα ανταλλαγής ενέργειας, δεν υλοποιείται εάν δεν ικανοποιεί όλα τα κριτήρια αξιοπιστίας και «έκτακτης ανάγκης». Το ότι η Ιταλία εισήγαγε 6700 MW, σημαίνει ότι η διασυνδετική της ικανότητα είναι ικανή να εισάγει μία τέτοια ποσότητα λαμβάνοντας υπόψη και πιθανών βλαβών στο σύστημα. Ασφαλώς ο διαχειριστής είχε προβλέψει να έχει στρεφόμενη και «stand by» εφεδρεία, ικανή να αντιμετωπίσει τη «χείριστη περίπτωση» αναλογούσα σε ένα πρόγραμμα 6700 MW εισαγωγής. Εξάλλου η Ιταλία είναι η χώρα με την αναλογικά πλέον υψηλή διασυνδετική ικανότητα στην Ε.Ε. και ασφαλώς ήδη κατά πολύ υψηλοτέρα του 10% της αιχμής φορτίου της, που είναι ο στόχος της πρόσφατης Οδηγίας της Ε.Ε. Δεν είναι οι επενδύσεις σε διασυνδετικές γραμμές μεταφοράς που λείπουν από την Ιταλία, ούτε ότι οι υπάρχουσες δεν είναι ικανές να εισάγουν τέτοια ποσά. Εάν δεν θα μπορούσε να εισάγει, τότε οι επενδύσεις που έχει κάνει στις γραμμές ΥΥ/Τ θα παρέμεναν ανενεργές. Οι διασυνδέσεις είναι γιά να χρησιμοποιούνται (με όριο βέβαια φορτίσεως που καθορίζεται από τον Διαχειριστή του Συστήματος). Συνεπώς η φόρτιση των γραμμών λόγω «εμπορικών λόγων» δεν μπορεί να θεωρηθεί η αιτία που οδήγησε στο «μπλακ άουτ». Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις σε διασυνδετικές γραμμές πράγματι απαιτούνται σε επίπεδο Ε.Ε. γιά την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, αλλά είναι επίσης ξεκάθαρο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές οι επενδύσεις πρέπει να συγκρίνονται με επενδύσεις γιά τοπικά νέο δυναμικό παραγωγής. Εάν οι εθνικές ενεργειακές πολιτικές καταλήγουν στο να δίνουν λάθος η και αντικρουόμενα «οικονομικά στίγματα» αντί γιά κίνητρα που να ευνοούν τοπικές επενδύσεις σε παραγωγή, η εξάρτηση από εισαγωγές θα συνεχιστεί με αποτέλεσμα συγκέντρωση παραγωγής σε μερικά μακρινά κέντρα και μεταφορά μεγάλων ποσών ενέργειας επί μεγάλων αποστάσεων (π.χ. στη Β. Αμερική από Καναδά σε Ν. Υόρκη), με διαβρωτικό αποτέλεσμα γιά την αξιοπιστία των δικτύων. Συνεπώς ακόμα και άν πάρουμε τη θέση αυτών που υποστηρίζουν ότι τα δίκτυα και συστήματα λειτουργούν «υπό οικονομική πίεση», το λογικό συμπέρασμα θα ήταν η Ιταλία να έχει προσθέσει στο δυναμικό παραγωγής της νέους σταθμούς υψηλής απόδοσης που θα συνέτειναν στο να ελαττωθεί το χάσμα τιμών μεταξύ σχεδόν € 50 /MWh της Ιταλικής αγοράς και € 25/MWh των βορείων γειτόνων της, περιορίζοντας έτσι τις εισαγωγές αλλά και αυξάνοντας την ικανότητα δυναμικής ανταπόκρισης σε καταστάσεις «εκτάκτου ανάγκης». Πράγματι υπάρχουν αιτήσεις γιά νέους σταθμούς συνδυασμένου κύκλου που θα αντικαταστήσουν τους υπάρχοντες πετρελαικούς συνόλου 40 χιλιάδων MW, και από αυτές γύρω στα 10-13 χιλιάδες MW έχουν αδειοδοτηθεί από τον Ιταλό Ρυθμιστή. (Αυτές είναι επενδύσεις έτοιμες να πραγματοποιηθούν, και σε αντίθεση με την Ελλάδα δεν υπάρχουν προβλήματα χρηματοδότησης). Δυστυχώς οι ατέρμονες και δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες με τις εκάστοτε τοπικές αρχές γιά θέματα κυρίως περιβαλλοντικά, έχουν εμποδίσει μέχρι στιγμής στο να κατασκευαστεί έστω και 1 από αυτά τα χιλιάδες MW! Ολοι μιλούν γιά την περίφημη «επάρκεια και ασφάλεια εφοδιασμού» αλλά όλοι διακατέχονται από το σύνδρομο «Banana» (Build Absolutely Nothing Anywhere Near Anything)!! Ηδη η Ιταλική Βουλή μελετά τροπολογίες και προσπαθεί να βελτιώσει και επιταχύνει τις διαδικασίες αδειοδότησης αλλά και να «ελαφρύνει» τους περιορισμούς στη θερμοκρασία των ποταμών από τους οποίους ψύχονται υπάρχοντες σταθμοί παραγωγής. Φταίει συνεπώς η απελευθέρωση η οποία έχει έτοιμες τις ιδιωτικές επενδύσεις-προτάσεις που θα καλύψουν την έλλειψη δυναμικού παραγωγής στην Ιταλία, η μήπως φταίει η «μη-απελευθέρωση» η αν θέλετε η «ημι-απελευθέρωση»? Από τα πρώτα στοιχεία όμως της ανάλυσης του συμβάντος προκύπτει και μιά άλλη πολύ πιό σοβαρή και σκοτεινή πλευρά του ζητήματος. Αυτό της καλής συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των Εθνικών Κέντρων Ελέγχου Ενέργειας (που ελέγχονται από τους Διαχειριστές Συστημάτων) που τόσο απαραίτητες προυποθέσεις είναι γιά τη σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας στην Ε.Ε. Τι συνέβη μεταξύ 3.01 (πρώτο συμβάν) και 3.22 το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου και γιατί ο Ιταλός Διαχειριστής δεν ανέλαβε τις απαραίτητες ενέργειες να αποκαταστήσει την έκτακτο κατάσταση? Στις 3.01 διέθετε πλήθος μέσων και δυνατοτήτων να προλάβει το «κακό», μην ξεχνάμε ότι όπως προαναφέρθηκε εκείνη την ώρα η Ιταλία είχε το ελάχιστο φορτίο της συμπεριλαμβανομένων και των αντλητικών σταθμών που μέσα στη νύχτα γέμιζαν τους ταμιευτήρες νερού. Τι πιό απλό από το να διακόψει αμέσως τη λειτουργία των αντλητικών σταθμών περιορίζοντας έτσι τις εισαγωγές? Οταν στις 3.22 έχασε ξαφνικά και τα 6700 MW εισαγωγής, ήταν αδύνατον πλέον να πράξει το οτιδήποτε. Είναι φανερό ότι κάτι δεν πήγε καλά στη συνεννόηση μεταξύ Ιταλίας και Ελβετίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μείνει ο Ιταλός Διαχειριστής με την εντύπωση ότι δεν αντιμετωπίζει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Η πρώτη γραμμή που τέθηκε εκτός λειτουργίας ήταν εσωτερική στην Ελβετία και ανήκε στην τοπική εταιρεία ATEL. Οι κανόνες λειτουργίας της UCTE δεν υποχρεώνουν τους λειτουργούς των συστημάτων να συντονίζουν δεδομένα γιά «εσωτερικές» γραμμές, σε πραγματικό χρόνο. Η Ελβετία και η Ιταλία έχουν (δυστυχώς όπως και η Ελλάδα) το λανθασμένο κατά τη γνώμη του υπογράφοντος μοντέλο του «Ανεξάρτητου Διαχειριστού Συστήματος» (ISO) ο οποίος είναι υπεύθυνος γιά τη λειτουργία και ανάπτυξη του Συστήματος δεν του ανήκουν όμως τα πάγια και ο εξοπλισμός μεταφοράς που παραμένει κάθετα ολοκληρωμένος με την εταιρεία παραγωγής. Αυτό έχει δύο μειονεκτήματα, πρώτον της συνεργασίας, αφού η μελέτη ανάπτυξης και η λειτουργία εκπονείται από έναν οργανισμό ενώ η συντήρηση και ο εξοπλισμός ανήκει σε άλλον, και δεύτερον αυτό του κίνητρου γιά αύξηση της αποδοτικότητας. Μιά ολοκληρωμένη, ανεξάρτητη και «for profit» «Εταιρεία Μεταφοράς», σε αντίθεση με τον «Διαχειριστή», μπορεί με τα κατάλληλα Ρυθμιστικά κίνητρα να φροντίζει γιά τη σωστή ανάπτυξη του Συστήματος και να είναι κερδοφόρα, αλλά ταυτόγχρονα να αντιμετωπίζει και πρόστιμα σε περίπτωση άστοχων ενεργειών που επιφέρουν ζημία στους Παραγωγούς και άλλους συμμετέχοντες στην Αγορά. Κίνητρα (και «τιμωρία») δεν μπορούν να υπάρξουν γιά τον μη κατέχοντα πάγια, και «not for profit», «Ανεξάρτητο Διαχειριστή Συστήματος». Η Ελβετία βεβαίως ως ομοσπονδιακή χώρα δικαιολογείται να έχει Διαχειριστή των τοπικών εταιρειών μεταφοράς, στην Ελλάδα και Ιταλία όμως προτιμήθηκε το μοντέλο αυτό γιά εύλογες «πολιτικές σκοπιμότητες». Το βέβαιο είναι οτι η ATEL παραμένει εταιρεία κάθετα ολοκληρωμένη και μονοπωλιακή και συνεπώς είχε συμφέρον να μην αποκόψει εξαγωγές η αν θέλετε το κομμάτι της μεταφοράς της δεν είχε κίνητρο να πράξει το οτιδήποτε «ας το κάνουν οι Γάλλοι η οι Αυστριακοί» μπορεί να σκέφτηκαν - (οι διαπιστώσεις από δώ και πέρα στο κείμενο είναι καθαρά υποθέσεις του υπογράφοντος εν αναμονή του πορίσματος και όχι εξακριβωμένα γεγονότα). Ειδοποιήθηκε έγκαιρα ο Ελβετός Διαχειριστής Συστήματος ETRANS? Tι πληροφορίες μεταβίβασε ο τελευταίος στους Ιταλούς και πότε? Εγνώριζε ο Ιταλός Διαχειριστής GRTN την ακριβή κατάσταση του συστήματος μεταφοράς της Ιταλίας, που (κακώς) ανήκει ακόμα στην ENEL? Γίνεται φανερό από τις παραπάνω υποθέσεις, ότι πιθανόν «εμπορικοί συνειρμοί» μπορεί να έπαιξαν ρόλο και να επιδείνωσαν τη κατάσταση, αυτό όμως οφείλεται στη λανθασμένη διάρθρωση του τομέα. Η σωστή απελευθέρωση απαιτεί διαφάνεια και πλήρη διαχωρισμό (unbundling) μεταξύ παραγωγής και μεταφοράς κάτι που δεν έχει ακόμα επιτευχθεί στην Ευρώπη. Ηδη το νομοσχέδιο γιά τη δημιουργία «Ανεξάρτητης Εταιρείας Μεταφοράς» βρίσκεται προς ψήφιση στην Ιταλική Βουλή, ενώ η Ε.Ε. θα πιέσει την Ελβετία να προχωρήσει στον διαχωρισμό παραγωγής – μεταφοράς. Υποστηρίζεται επίσης ότι μία ενιαία Ευρωπαική εσωτερική αγορά θα οδηγήσει σε βελτίωση συνεργασίας και ανταλλαγής δεδομένων. Επομένως τίθεται και πάλι η ερώτηση; φταίει η απελευθέρωση η οποία έχει μείνει ημιτελής ή μήπως φταίει η «ημι-απελευθέρωση» με ημίμετρα και κακή διάρθρωση του Τομέα Ηλεκτρισμού? Τα ερωτήματα είναι πολλά και δεν είναι εύκολο άμεσα να εξαχθούν συμπεράσματα αν και είναι ευκολότερο όπως φαίνεται να ανακαλυφθεί ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Ας περιμένουν οι ψυχραιμότεροι την έκδοση του πορίσματος γιά την απόδοση των πραγματικών ευθυνών. Βρισκόμαστε σε ένα ασταθές (μετέωρο) μεταίχμιο, καθώς οι αναπόφευκτες «παιδικές ασθένειες» όπως σε κάθε νέο εγχείρημα, μετρίασαν τον αρχικό ενθουσιασμό γιά την απελευθέρωση. Υπήρξαν πράγματι λάθος σχεδιασμοί και ατυχείς συγκυρίες (Καλιφόρνια) από τις οποίες αντλούμε πολύτιμες εμπειρίες, υπήρξαν όμως και πολλές επιτυχίες (Σκανδιναυία, Αυστραλία, Ολλανδία, Ισπανία, Αγγλία). Αλλά τα ημίμετρα της μεταβατικής κατάστασης είναι τα πλέον επικίνδυνα. Η απελευθέρωση της ενέργειας πρέπει να συνεχιστεί και να εμβαθύνει.