Το τελευταίο διάστημα και κυρίως από την αρχή του τρέχοντος έτους, υπήρξε μία πολύ μεγάλη συζήτηση στη Ρωσία σχετικά με το εάν και κατά πόσο θα πρέπει να αυξηθούν τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών από τις ενεργειακές και μεταφορικές εταιρείες, που ανήκουν στον έλεγχο του ρωσικού δημοσίου. Ο διάλογος και οι έντονες αντιπαραθέσεις, που σε ορισμένες εκφάνσεις τους έκαναν διακριτή την προσπάθεια ορισμένων πλευρών να επιβάλουν τις απόψεις τους, συνεχίσθηκαν έως τις αρχές της εβδομάδας, όταν οι αποφάσεις ελήφθησαν από τα αρμόδια όργανα, με την παρέμβαση της πολιτειακής ηγεσίας της χώρας. Στις 27/1, κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της ρωσικής κυβέρνησης, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ζήτησε «λογιστική αποτίμηση και έλεγχο» σε όλα τα στάδια των οικονομικών δραστηριοτήτων, υπογραμμίζοντας ότι τα δύο αυτά στοιχεία «δεν είναι απαραίτητα μόνο στη σοσιαλιστική οικονομία, αλλά και στην οικονομία της αγοράς». Ζήτησε δηλαδή συγκεκριμένα οικονομικά προγράμματα και έλεγχο σε όλα τα επίπεδα της εξουσίας, από τους υπουργούς και τους περιφερειάρχες, έως τα φυσικά κρατικά μονοπώλια. Ο ηγέτης του Κρεμλίνου τόνισε ότι η κυβέρνηση πρέπει να βρίσκεται υπό τον έλεγχο των περιφερειών και των κρατικών επιχειρήσεων, όπως επίσης και οι περιφερειάρχες δεν πρέπει μόνο να παραπονούνται για την έλλειψη πόρων, αλλά θα πρέπει να πληρώνουν και τους μισθούς σε όσους υπαλλήλους έχουν υπό τη δικαιοδοσία τους. Με τις ίδιες ακριβώς δικαιολογίες, οι διοικήσεις των μονοπωλίων απαιτούν αύξηση στα τιμολόγια των υπηρεσιών που παρέχουν. «Δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε στους εκβιασμούς», υπογράμμισε ο κ. Πούτιν, μιλώντας προς τους υπουργούς, αλλά ουσιαστικά απαντώντας σε ένα πλήθος φημών και πληροφοριών που είδαν το φως της δημοσιότητας σε όλα τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, σχετικά με το ύψος των αυξήσεων στα τιμολόγια των εταιρειών πετρελαίου, φυσικού αερίου και τηλεπικοινωνιών, στην εσωτερική αγορά. Από τις αρχές του έτους, οι διοικήσεις των μονοπωλιακών εταιρειών ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, με κάθε ευκαιρία, ζητούσαν από τις κυβερνητικές αρχές της Ρωσίας να προχωρήσουν σε αυξήσεις στις τιμές, που μάλιστα τις όριζαν σε ποσοστό 35%! Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το επίπεδο διαβίωσης των ρώσων πολιτών είναι ιδιαίτερα χαμηλό, αλλά και το γεγονός ότι οι τεράστιες αυξήσεις που πρότειναν οι διοικήσεις των κρατικών εταιρειών μπορούν να δυναμιτίσουν τις προσπάθειες για σταθεροποίηση της ρωσικής οικονομίας, ο πρόεδρος της χώρας έδειξε για μία ακόμη φορά ότι δεν πρόκειται να αλλάξει την πορεία της πολιτικής που εφαρμόζει τα τελευταία δύο χρόνια διαμονής του στο Κρεμλίνο. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Βλαντιμίρ Πούτιν, κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, που μεταφέρει στις σελίδες της η εφημερίδα Ιζβέστια: «Οι περιφερειάρχες θα πρέπει να αναφέρουν με κάθε λεπτομέρεια που ξοδεύουν τα χρήματά τους. Εάν για τη μισθοδοσία δίνουν λιγότερο από το 40% των κονδυλίων των τοπικών προϋπολογισμών, τότε δεν θα πρέπει να περιμένουν καμία βοήθεια από την πλευρά της κεντρικής κυβέρνησης», τόνισε με έμφαση ο ρώσος πρόεδρος, δηλώνοντας ανοικτά τις προθέσεις του για το τι πρόκειται να πράξει στο μέλλον. «Το υπουργικό συμβούλιο δεν θα πρέπει να επιτρέψει τους εκβιασμούς με δυσκολίες, εκεί όπου δεν υφίστανται», ήταν το λόγια του κ. Πούτιν κατά τις αναφορές του στα ενεργειακά και τηλεπικοινωνιακά μονοπώλια που λειτουργούν στη χώρα, δίνοντας το πράσινο φως στον πρωθυπουργό Μιχαήλ Κασιάνοφ να προχωρήσει σε λεπτομερείς ελέγχους για τα έξοδα των εταιρειών αυτών. Αφορμή για την εν λόγω επίθεση ήταν οι απαιτήσεις για υπερβολικές αυξήσεις. Μάλιστα, οι διοικήσεις των κρατικών εταιρειών μεθόδευσαν τη δημοσιότητα των απόψεών τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι πιέζουν υπερβολικά το Κρεμλίνο να ενδώσει στις απαιτήσεις τους. Η κυβέρνηση της Ρωσίας αποδέχθηκε, κατ΄ αρχάς, το γεγονός ότι υπήρχε ανάγκη για αναπροσαρμογή των τιμολογίων στη θέρμανση, στην ηλεκτρική ενέργεια και στις σιδηροδρομικές μεταφορές. Οπως επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ο κ. Πούτιν, το μεγαλύτερο βάρος στην κυβερνητική πολιτική αποδίδεται στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μία προσπάθεια που θα μπορούσε να ανατραπεί από τις υπερβολικές αυξήσεις σε είδη και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης, όπως το ηλεκτρικό και η θέρμανση. Η ρωσική κυβέρνηση, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας, αποφάσισε να επιτρέψει αυξήσεις της τάξεως του 20% στα τιμολόγια της Gazprom, από την 1η Μαρτίου. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με αναλυτές της εφημερίδας «Βέντομοστι», ότι η μεγαλύτερη εταιρεία φυσικού αερίου στον κόσμο θα έχει αυξημένα έσοδα από την εσωτερική αγορά κατά 16,5%. Τα τιμολόγια της εταιρείας EEC (σ.σ. η ρωσική ΔΕΗ) αυξάνονται επίσης κατά 20%, από τις αρχές Μαρτίου, ενώ από τις 15 Φεβρουαρίου αυξάνονται κατά 16% τα κόμιστρα για τις σιδηροδρομικές μεταφορές. Σύμφωνα με το διευθυντή Στρατηγικής της ρωσικής εταιρείας αναλύσεων SBT Μιχαήλ Χάζιν «εφόσον συνεχίζονται οι τάσεις υποχώρησης στην παγκόσμια και τη ρωσική οικονομία, είναι σωστή η απόφαση για συγκρατημένη αύξηση των τιμολογίων, με στόχο να υποστηριχθεί η οικονομία της χώρας. Παρ΄ όλα αυτά, εκτιμώ ότι η κυβέρνηση θα δεχθεί ισχυρότατες πιέσεις από τα μονοπώλια. Πιστεύω ωστόσο ότι παρόμοιες καταστάσεις μπορούν να αποτραπούν στο μέλλον, εάν δημιουργηθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα διαμορφώνουν αναλόγως την τιμολογιακή πολιτική αυτών των επιχειρήσεων». Ολες οι εκτιμήσεις και οι αναλύσεις για την εσωτερική ενεργειακή αγορά της Ρωσίας περιέχουν δύο βασικές παραμέτρους. Πρώτον, ο μέσος ρώσος πολίτης δεν θα μπορούσε να αντέξει υπερβολικές αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος και της θέρμανσης, καθώς είναι σε όλους γνωστό ότι το βιοτικό επίπεδό του δεν του παρέχει τη δυνατότητα μεγαλύτερων οικογενειακών εξόδων. Δεύτερον, οι κρατικές εταιρείες- μονοπώλια ζητούν αυξήσεις, για να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού. Φαίνεται, πάντως, ότι η ρωσική κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει σε τεντωμένο σχοινί, έχοντας ως βάση την πρόθεσή της να διατηρήσει τους σχετικά καλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, σε σύγκριση με άλλες εποχές και ταυτοχρόνως, να ενισχύσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της χώρας. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι παρά την απόφαση για την αύξηση των τιμολογίων της Gazprom, στο εσωτερικό, η διοίκηση της εταιρείας, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία, εξετάζουν την περίπτωση να προχωρήσουν σε μειώσεις τιμών για το φυσικό αέριο που εξάγεται προς την Ευρώπη. Τα σχέδια αυτά θα εξετασθούν κατά τις συνεδριάσεις των οργάνων της Gazprom, εντός του Φεβρουαρίου.

Διαβάστε ακόμα