Του Γ. Μαλούχου
Το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου κατέλαβε την εξουσία με την πρωτοφανή ορμή μιας πανίσχυρης λέξης, ενός συνθήματος που μπόρεσε να συμπυκνώσει και να εκφράσει κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα δεκαετιών: «Αλλαγή». Σήμερα η ίδια αυτή λέξη είναι το ίδιο επίκαιρη και το ίδιο ικανή και ακριβής για να συμπυκνώσει το νέο μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό αίτημα στη χώρα: την ανάγκη για μια «Νέα Αλλαγή». Είκοσι δύο χρόνια μετά την «Αλλαγή» του 1981, έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που δεν επιτρέπουν πλέον στη χώρα να προχωρήσει με τον βηματισμό που απαιτείται. Άλλωστε, το μεγάλο αυτό έλλειμμα, πρώτος από όλους το παραδέχεται ο ίδιος ο πρωθυπουργός: Ποιο άλλο νόημα μπορεί να έχει η υπερόψιμη εξαγγελία της «Χάρτας Σύγκλισης» μετά σχεδόν δύο δεκαετίες αδιατάρακτης διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑΣΟΚ, τα οκτώ τελευταία χρόνια της οποίας η ευθύνη ανήκει προσωπικά στον κ. Σημίτη; Αυτή η εξαγγελία αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη της πλήρους κυβερνητικής αποτυχίας να εκπληρώσει τον βασικό στόχο της «εποχής Σημίτη»: τον εκσυγχρονισμό της χώρας, τον μονόδρομο της πραγματικής σύγκλισης. Δυστυχώς, εγκλωβισμένη αφενός στα αντανακλαστικά μιας εποχής που έχει πλέον παρέλθει και αφετέρου στην άγνοια για το τι συμβαίνει αλλού, η ελληνική κοινωνία δεν είχε καταφέρει να απαιτήσει ξεκάθαρα από την πολιτική της ηγεσία να λειτουργεί και να αποδίδει όπως εκείνη μιας οποιασδήποτε άλλης δυτικής ευρωπαϊκής χώρας. Η αθλιότητα των νοσοκομείων, η πολλαπλή καταστροφική ανεπάρκεια της εκπαίδευσης, οι θεσμοί που έχουν καταντήσει πατσαβούρες, το χάος των δημοσίων υπηρεσιών που από υπηρέτες έγινα δυνάστες του πολίτη, η ανύπαρκτη ανταποδοτικότητα των φόρων η σχέση μεταξύ αμοιβαίων και κόστους ζωής, η απαράδεκτη, επικίνδυνη κατάσταση του περιβάλλοντος, ο αδιανόητος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σκοτώνονται στους δρόμους σαν τα κοτόπουλα από τα τροχαία και, κυρίως η γάγγραινα της διαφθοράς που έχει καταλάβει τα πάντα, είναι ψηφίδες που συνθέτουν, μαζί με πολλές άλλες, μια σημερινή Ελλάδα που καμιά απολύτως σχέση δεν έχει με αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκή κοινωνία. Κι ενώ μπορούσαν να έχουν γίνει πολλά, δεν έγιναν. Ποιες είναι όμως οι αιτίες αυτής της αποτυχίας; Από το ΠΑΣΟΚ, ιδίως της σημιτικής περιόδου, δεν έλειψαν ούτε οι ειδικοί ούτε οι σύμβουλοι με τις γλώσσες και τα πολλά διπλώματα ούτε η εμπειρία – το αντίθετο μάλιστα. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με τους πόρους: Διαχειρίστηκαν εξωπραγματικά ποσά ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, που δόθηκαν ακριβώς για να αλλάξουν τη χώρα και θα μπορούσαν να την είχαν αλλάξει. Πρόκειται για ένα αληθινά θλιβερό «ελληνικό παράδοξο»: Στην Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία, όπου επίσης διοχετεύθηκαν (όχι τόσο) μεγάλοι ευρωπαϊκοί πόροι, το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Η Ελλάδα απέτυχε. Γιατί λοιπόν; Επειδή αυτά ήταν τα χρόνια της υποκρισίας της κονόμας, της κοροϊδίας, της αδιαφορίας και της ανευθυνότητας. Αν το 1981 η «Αλλαγή» ήρθε για να σπάσει τον μακροχρόνιο αποκλεισμό ενός μεγάλου τμήματος του λαού από τη συμμετοχή στη διαχείριση της τύχης της χώρας, η «Νέα Αλλαγή» έχει πρώτο χρέος να μας απαλλάξει από αυτές τις κυρίαρχες σήμερα «αξίες» και να σπάσει ένα ακόμα ευρύτερο αποκλεισμό, που δεν αφορά μόνον τους «μη προνομιούχους/μη ΠΑΣΟΚ» αλλά ακόμα κι εκείνους στο ΠΑΣΟΚ που δεν ανήκουν στην «παρέα της εξουσίας», που το μόνο που ξέρει είναι να γεύεται τα αγαθά της εξουσίας με πρωτοφανή αλαζονικότητα και απόλυτη αίσθηση ασυδοσίας που όμοιά της δεν έχουμε δει ξανά, τουλάχιστον στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αυτά είναι η ρίζα του κακού. Και ο ελληνικός λαός το ξέρει πια πολύ καλά. Ετσι, όταν ακούσει για τη «Νέα Αλλαγή», που η επίκλησή της δεν θα είναι δείγμα αδυναμίας, αλλά αντιθέτως, μεγάλης ισχύος από τις δυνάμεις που την επαγγέλλονται. Θα ξέρει και τι πρέπει να κάνει. (Από την Καθημερινή 02/12/03)