Για μία ακόμη φορά η Αθήνα αποτολμεί μια σοβαρή προσπάθεια συνεννόησης με την Αγκυρα επί ουσιωδών διαφορών. Οι πιθανότητες επίλυσης των διαφορών και η επίτευξη πρακτικά εφαρμόσιμων συμφωνιών είναι περισσότερες όσο ποτέ άλλοτε και αυτό γιατί: - Εχει προηγηθεί μια μακρά περίοδος τακτικών επαφών όπου έχουν ήδη επιτευχθεί αρκετές συμφωνίες επί ελάσσονος σημασίας θέματα. - Διάλογος και συνεννόηση επί του Κυπριακού δεν αποτελούν πλέον a priori συνθήκη εκ μέρους της Τουρκίας - Υπάρχει σαφής δέσμευση της Τουρκίας, πηγάζουσα από την συμφωνία του Ελσίνκι, για επίλυση όποιων διαφορών με την Ελλάδα και μάλιστα με ημερομηνία λήξης το 2004. Κατά τα φαινόμενα η υφαλοκρηπίδα και η οριοθέτησή της πρόκειται να αναχθεί σε πρωτεύον θέμα του επικείμενου Ελληνο-Τουρκικού διαλόγου. Σε αντίθεση με το παρελθόν, ιδιαίτερα με την διατυπωθείσα πολιτική από τις κυβερνήσεις Παπανδρέου οι οποίες απέκλειαν κατηγορηματικά τις διμερείς διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση Σημίτη, φαίνεται ότι αποδέχεται να συζητήσει και να προσπαθήσει να εξεύρει λύση με την γείτονα μέσα από διμερείς διαπραγματεύσεις και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας να προσφύγει, από κοινού με την Τουρκία βάσει συνυποσχετικού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την χώρα μας της οποίας ένα μεγάλο μέρος λόγω του νησιωτικού της συμπλέγματος, επηρεάζεται άμεσα. Το όλο θέμα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αφού βάσει γεωφυσικών μελετών αλλά και υποθαλασσίων γεωτρήσεων έχουν διαπιστωθεί οικονομικά απολίψιμα αποθέματα υδρογονανθράκων σε διάφορες περιοχές του Αιγαίου, ενώ μόνο στην περιοχή ανατολικά του Πρίνου εκτιμάται ότι αυτά μπορούν να αποφέρουν 80.000-100.000 βαρέλια αργού την ημέρα, καλύπτοντας έτσι ένα 25-30% των αναγκών της χώρας (σήμερα η Ελλάδα καλύπτει το 98% των αναγκών της με εισαγωγές). Η εν λόγω περιοχή ευρίσκεται εντός της από της Ελλάδος θεωρούμενης ως δική της υφαλοκρηπίδας, αλλά όχι εντός των σήμερα ισχυόντων χωρικών υδάτων, δηλαδή πέρα των 6 ναυτικών μιλίων. Γι’ αυτόν τον λόγο παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας θα πρέπει να επέλθει συνεννόηση για την αιγιαλίτιδα ζώνη με την δυνατότητα που δίδει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στην Ελλάδα να την επεκτείνει στα 12 μίλια, όπου αυτό είναι δυνατό, και όπου δεν είναι να ισχύσει η μέση γραμμή. Μετά την κρίση του 1987, όπου οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης, με αφορμή τις έρευνες της Κοινοπραξίας που εκμετελλεύετο τον Πρίνο και τις οποίες δεν αποδέχετο η Τουρκία, υπήρξε κοινή δέσμευση των δύο χωρών όπως απόσχουν από κάθε ερευνητική προσπάθεια στο Αιγαίο μέχρι επίλυσης του θέματος της υφαλοκρηπίδας. Δυστυχώς όμως όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έκτοτε απεμπόλισαν κάθε δικαίωμά τους ακόμα και για γεωφυσικές έρευνες, ενώ με την πλήρη διάλυση του αρμόδιου κρατικού φορέα το 1997, της ΔΕΠ-ΕΚΥ, σταμάτησε κάθε ερευνητική προσπάθεια στο Ελληνικό αρχιπέλαγος. Αυτό είχε την τραγική επίπτωση, η Ελλάδα να οδηγείται σήμερα σε διαπραγματεύσεις χωρίς να γνωρίζει επακριβώς ποια είναι η κατάσταση στο Αιγαίο από πλευράς υδρογονανθράκων ενώ η Τουρκία όλο αυτό το διάστημα δεν σταμάτησε ούτε μια ημέρα τις ερευνητικές δραστηριότητές της, τις οποίες συνήθως τελεί, υπό τον μανδύα πανεπιστημιακών ωκεανογραφικών ερευνών. Ετσι η ελληνική κυβέρνηση προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με ένα σοβαρότατο μειονέκτημα, δηλαδή την ελλιπή γνώση της επί των πραγματικών δεδομένων του θαλασσίου υπεδάφους της υφαλοκρηπίδας την οποία επιθυμεί να οριοθετήσει.

Διαβάστε ακόμα