Διαβάζω στο site του Πανελλήνιου Δικτύου Οικολογικών Οργανώσεων ότι με δική του πρωτοβουλία οργανώθηκε πρόσφατα στη Σάμο συνέδριο, με θέμα την «πράσινη επιχειρηματικότητα». Κάτι που θα ήταν αδιανόητο πριν από πέντε ή δέκα χρόνια, όταν το οικολογικό κίνημα ήταν ακόμη εγκλωβισμένο σ’ έναν αντιθεσμικό και αντιεξουσιαστικό λόγο που δεν του επέτρεπε να δει πέρα από τη μύτη του και να προκαλέσει ευρύτερες συμμαχίες. Να διεκδικήσει, δηλαδή, το μερίδιο που του ανήκει στον ζωτικό χώρο της πολιτικής. Αυτή η απομόνωση είχε αντίκτυπο και στη θεματολογία. Ζητήματα όπως ο ρόλος του κράτους και ο ρόλος της αγοράς, η δημοκρατική – οικολογική διακυβέρνηση, η αναδιάρθρωση της οικονομίας (οικολογική φορολογική μεταρρύθμιση), το μέλλον της γεωργίας ή και καινούργιες έννοιες, όπως η αειφορία και η προστασία του τοπίου, ήταν σχεδόν εκτός ατζέντας, ενώ όσοι προσπάθησαν να τα υπερασπιστούν διά της συμμετοχής τους στα διάφορα κόμματα, κυρίως στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΝ, δεν είχαν καλύτερη τύχη. Αντίθετα, στην Ευρώπη τα πράσινα κόμματα όχι μόνο δέχθηκαν να συγκυβερνήσουν –τροποποιώντας προφανώς το πρόγραμμά τους- αλλά και συνέβαλαν τα μέγιστα στην αλλαγή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, στο… πρασίνισμα της ιδεολογίας τους. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, όπως στη Δανία, η σοσιαλδημοκρατία πήρε τόση φόρα που τελικά βρέθηκε πιο μπροστά και από τους πράσινους, ανατρέποντας, μέσα σε μία μόνο δεκαετία, ολόκληρο το μοντέλο της κλασικής οικονομικής ανάπτυξης. Αποδεικνύοντας ότι η ευημερία και το εισόδημα μπορούν συμμετοχής των πολιτών στη διακυβέρνηση –στην ουσία έμμειναν θεατές του συστήματος εξουσίας, ψηφοφόροι και καταναλωτές –και στο άλλο ρεύμα, το φιλελεύθερο, υποτιμήθηκαν οι δυνατότητες των φορέων της αγοράς και κυρίως των επιχειρήσεων να δράσουν μεταρρυθμιστικά. Αλλού όμως οι επιχειρήσεις όχι μόνο εγκαταλείπουν την αμυντική μέχρι τώρα τακτική, αλλά αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που μακροπρόθεσμα ευνοούν και τη δική τους κερδοφορία και την απασχόληση και την προστασία του περιβάλλοντος. Όλα αυτά δηλαδή που ονομάζουμε «πράσινο καπιταλισμό» και τα οποία πριν κανείς απορρίψει ως ένα ακόμα τέχνασμα του κεφαλαίου, αξίζει τουλάχιστον να τα μελετήσει και να τα συζητήσει πριν βρεθεί να συζητά για τρένα που χάθηκαν και ευκαιρίες που δεν αξιοποιήθηκαν. Ήδη, μεγάλες διεθνείς περιβαλλοντικές οργανώσεις, αξιοποιώντας το πλαίσιο της Εταιρικής κοινωνικής Ευθύνης, προχωρούν σε συμμαχίες που διαφοροποιούν το τοπίο και υπερβαίνουν τις στερεότυπες διακρίσεις. Ποιες είναι αυτές οι ευκαιρίες; Ας πάρουμε το παράδειγμα της ενέργειας. Ήδη , χωρίς σχεδόν να το καταλάβουμε, μπαίνουμε στην εποχή του υδρογόνου: από το ξύλο στον άνθρακα, από το πετρέλαιο στο φυσικό αέριο και, τέλος, υδρογόνο. Σε κάθε νέα φάση το περιεχόμενο των καυσίμων σε άνθρακα μειώνεται και αυξάνεται η περιεκτικότητα σε υδρογόνο. Αντίστοιχα μειώνεται και η ρύπανση. Ανάλογη είναι και η πορεία της τεχνολογίας: αεριοστρόβιλοι συνδυασμένου κύκλου, συστήματα συμπαραγωγής, ανεμογεννήτριες, μικροσυστήματα ισχύος (5-50 KW) διπλασιάζουν ετησίως το μερίδιό τους στις βιομηχανικές εφαρμογές. Τα φωτοβολταϊκά και οι κυψέλες καυσίμου με τις λεγόμενες «ψυχρές κιλοβατώρες» στην έξοδο, χωρίς κινητά μέρη και καυσαέρια, υπόσχονται μια πραγματική επανάσταση. Πώς θα κινηθούμε, πριν είναι αργά; Πώς θα αξιοποιήσουμε, για παράδειγμα, το πλούσιο δυναμικό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ώστε να αποκτήσουμε ουσιαστικό (και όχι μεταπρατικό) ρόλο στην παγκόσμια οικονομία; Το ερώτημα δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση και το κράτος. Αφορά κυρίως εκείνο το κομμάτι του επιχειρηματικού κόσμου που έχει τη διάθεση να αναλάβει το ρίσκο (και τα οφέλη) των επενδύσεων σε καινοτομικά προϊόντα και υπηρεσίες που θα έχουν το σύστημα της ποιότητας. Μιας ποιότητας που αφορά πλέον ολόκληρη τη διαδικασία της παραγωγής, από τη διοίκηση μέχρι το τελικό προϊόν, από τις εργασιακές σχέσεις μέχρι το περιβάλλον και αποτελεί διαβατήριο για τη νέα αγορά. (Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 5/12/2003)