Του κ. Ιορδανίδη
Η σύνοδος κορυφής των Βρυξελλών, με τις υπαναχωρήσεις στο θέμα της αυτονόμου ευρωπαϊκής αμύνης, τις δυσχέρειες επιτεύξεως συμφωνίας σχετικώς με το ευρωπαϊκό Σύνταγμα, κατέδειξε για μία ακόμη φορά τις αδυναμίες που ανακύπτουν όταν μία λέσχη ευπρεπής με περιορισμένο αριθμό μελών μεταβάλλεται σε ομάδα 25 κρατών, που αναζητώντας κοινό τόπο συμφωνίας, εκχωρεί τη δυνατότητα δράσεως στις Ηνωμένες Πολιτείες ακόμη και στο περιβάλλον του αμέσου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, όπως είναι η Μέση Ανατολή. Θα ήταν επικίνδυνο εάν η Ε.Ε. καθίστατο ο πόλος αντιπαραθέσεως με τις ΗΠΑ στο διεθνές επίπεδο. Από την άλλη όμως, πλευρά το γεγονός ότι η κοινότης των 25 κατέστη –χάρις στη βρετανική συμβολή- πεδίο αντιπαραθέσεως ατλαντικών και οπαδών των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων, αγγίζει πλέον τα όρια του γελοίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρωτοβουλία των τεσσάρων –Γαλλίας, Γερμανίας, Βελγίου και Λουξεμβούργου- για το θέμα της αυτονόμου ευρωπαϊκής αμύνης ήταν εξωπραγματική, όχι λόγω μειζόνων απειλών που αντιμετωπίζει η ενωμένη Ευρώπη, αλλά επειδή οι Γαλλογερμανοί δεν είναι σε θέση να απογαλακτιθούν αμυντικώς από τις ΗΠΑ. Από την άποψη αυτή ήταν αναμενόμενο ότι η σύνοδος κορυφής των Βρυξελλών θα γείωνε την αρχική ρητορεία των τεσσάρων, θα ενέτασσε χωροταξικώς –και ίσως όχι μόνον- το αρχηγείο της ευρωπαϊκής δυνάμεως στο Ανώτατο Αρχηγείο Συμμαχικών Δυνάμεων της Ευρώπης στη Μονς του Βελγίου και θα προσδιόριζε ως επικουρική του ΝΑΤΟ την αποστολή του ευρωπαϊκού στρατού. Ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει ότι «έτσι προχωρεί η Ευρώπη», αλλά οι διαπιστώσεις δεν αποτελούν παρηγορία και δεν ενισχύουν την πίστη του μέσου Ευρωπαίου πολίτη στην αποτελεσματικότητα των επιλογών της πολιτικής ηγεσίας. Το πρόβλημα και η αδυναμία της ευρωπαϊκής ηγεσίας είναι ότι αντί να αναδεικνύει νέο πρότυπο η Ε.Ε. ενσωματώνει στις δομές της την αμερικανική αντίληψη πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας. Την τάση αυτή διαπιστώνει κανείς στον τομέα της αμύνης, του παγκοσμίου εμπορίου, της παραγωγικής αντιλήψεως αλλά και των θεσμών, καθώς οι πυλώνες του εθνικού κράτους, επί των οποίων οικοδημόθηκε η Ευρώπη ακόμη και πριν από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, υποσκάπτονται παντοιοτρόπως, στο πλαίσιο «εκσυγχρονιστικών» πολιτικών επιλογών, που αποσκοπούν στην ισοπέδωση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Τα ανωτέρω σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν προτροπή αποξενώσεως της Ελλάδος από τη σημερινή Ευρώπη. Ούτε οι δυσλειτουργίες της Ε.Ε. των 25 κρατών-μελών θα πρέπει να προκαλούν αίσθημα απογοητεύσεως. Θα ήταν όμως σκόπιμο να περιορισθεί η ρητορεία περί του παγκοσμίου ρόλου της Ε.Ε. όσο οι ΗΠΑ προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβεβαιώσουν την ηγεμονία τους στο διεθνές επίπεδο, διότι απλούστατα η αποτυχία είναι βεβαία. Καμία συντεταγμένη δύναμη δεν είναι δυνατόν να αντιπαραταχθεί την Ουάσιγκτον σήμερα και ο μόνος κίνδυνος για την αμερικανική ηγεμονία μπορεί να προέλθει από την υπερβολική στρατιωτική επέκταση. Τούτου λεχθέντος όμως θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Ε.Ε. είναι σημαντικότατο επίτευγμα για τον κάθε Ευρωπαίο, όχι λόγω της προοπτικής μιας παγκοσμίου ηγεμονίας ή της αμφισβητήσεως του ρόλου των ΗΠΑ. Αλλά διότι η Ενωμένη Ευρώπη είναι το μόνο σύστημα που μπορεί να εγγυηθεί τη διατήρηση των στοιχείων της ιδιοσυστασίας των πολιτών κάθε εθνικού ευρωπαϊκού κράτους, αντί οι πολίτες της να βυθισθούν στη χοάνη της αποεθνικοποιήσεως. (Από την εφημερίδα Καθημερινή 14, Δεκεμβρίου 2003)