Toυ Νίκου Νικολάου
Πρέπει άραγε να αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι για την πτήση του ευρώ το οποίο καθημερινά γράφει και νέα ρεκόρ ταπεινώνοντας το πράσινο νόμισμα της ισχυρότερης οικονομίας του κόσμου; Δεν νομίζω! Αλλωστε ούτε και οι Γερμανοί, οι οποίοι είχαν συνηθίσει τα τελευταία 35 χρόνια να ζουν με το ισχυρό μάρκο, αισθάνονται ικανοποιημένοι από την κούρσα του ευρώ. Αντίθετα μάλιστα οι ηγέτες της γερμανικής βιομηχανίας, όπως π.χ. ο χαλυβουργικός γίγαντας Thyeen-Krupp, δεν κρύβουν τις ανησυχίες τους ότι η ανατίμηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος μπορεί να πλήξει την εύθραυστη ανάκαμψη στην ευρωζώνη, η οποία άλλωστε προς το παρόν τροφοδοτείται μόνο από την αύξηση των εξαγωγών που κυρίως στρέφονται στη ζώνη του δολαρίου. Ο έλληνας πολίτης πάντως, ο οποίος το μόνο που θυμάται από τη δραχμή είναι μια αδιάκοπη πορεία υποτιμήσεων και συνακόλουθου πληθωρισμού, πώς βιώνει τώρα την πρωτόγνωρη αίσθηση ότι έχει στα χέρια του ένα ισχυρό νόμισμα το οποίο μάλιστα μπορεί να γίνει το πιο δυνατό στον κόσμο; Δεν νομίζω ότι μέχρι στιγμής τουλάχιστον η ανατίμηση του ευρώ προκαλεί κάποια ευφορία στους Ελληνες αφού δεν βλέπουν τις ευεργετικές της επιπτώσεις και φοβάμαι ότι μάλλον δεν θα τις δουν στην έκταση που τουλάχιστον καταγράφουν οι επίσημες τιμές συναλλάγματος. Οι διαρθρωτικέ;ς αδυναμίες της ελληνικής αγοράς, όπου κυριαρχούν τα ολιγοπώλια και τα ισχυρά εισαγωγικά δίκτυα, δεν επιτρέπουν δυστυχώς να φθάσει ως τον καταναλωτή η ωφέλεια από την ανατίμηση του ευρώ. Διότι ήδη και στα προϊόντα πετρελαίου αλλά και σε πολλά τρόφιμα και πρώτες ύλες που εισάγονται από τη ζώνη του δολαρίου αλλά και από τον Τρίτο Κόσμο, θα έπρεπε να έχουμε μειώσεις τιμών από το νόμισμά μας που ανατιμάται. Αλλά φαίνεται ότι τη θετική διαφορά που θα έπρεπε να είχαν κερδίσει οι καταναλωτές θα την εισπράξουν μόνο οι εισαγωγείς αυξάνοντας περαιτέρω τα ήδη υψηλά τους κέρδη. Μόνο ωφέλεια λοιπόν για την οικονομία μας –και όχι για τα νοικοκυριά- το γεγονός ότι ο εισαγόμενος πληθωρισμός συγκρατείται, αν και οι φθηνότερες εισαγωγές θα επιδεινώσουν το πρόβλημα του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αλλά, πέραν των αυξημένων εισαγωγών, αρνητικά θα επιδράσει στο ισοζύγιο η γενικότερη μείωση ανταγωνιστικότητας που θα υποστεί η ελληνική οικονομία λόγω του ακριβού ευρώ και η οποία θα εκφρασθεί τόσο στις δυσχέρειες που θα αντιμετωπίσουν οι εξαγωγείς μας όσο και κυρίως ο τουρισμός μας, ο οποίος θα γίνει λιγότερο ελκυστικός σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες χώρες, τα νομίσματα των οποίων παρακολουθούν το δολάριο στην πτώση του (Τουρκία, Κροατία, Αίγυπτος κ.ά). Γενικότερα πάντως η άνοδος του ευρώ (ή μάλλον η πτώση του δολαρίου αφού το πράσινο νόμισμα πέφτει και έναντι της στερλίνας, του γεν, του ελβετικού φράγκου κ.ά) υπό άλλες συνθήκες θα χαιρετιζόταν ως ένα σημαντικό γεγονός, αφού επιβεβαιώνει νομισματικά τη μεγάλη επιτυχία, οικονομική και πολιτική, της συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που είναι η πιο πολυάνθρωπη πολυεθνική ομάδα του κόσμου. Σήμερα όμως, όχι μόνο δεν χαιρετίζεται, αλλά προκαλεί ανησυχίες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού αφού εισάγει στοιχεία έντονης αβεβαιότητας στις εύθραυστες ισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας. Γιατί; Διότι, αφού όλα ξεκινούν από την αποδυνάμωση του πράσινου νομίσματος, είναι φυσικό να εντείνονται οι αμφιβολίες για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας, η οποία αν τελικά δεν πάει καλά θα επηρεάσει –λόγω μεγέθους- αρνητικά όλη τη διεθνή οικονομία. Πράγματι, πέραν της κερδοσκοπίας που φυσικό είναι να διευρύνει με τις παρεμβάσεις της τις συναλλαγματικές διαφορές, η ουσία είναι ότι αυτή την περίοδο έχουμε μια εκτεταμένη φυγή κεφαλαίων από το δολάριο, η οποία εκδηλώνει τη δυσπιστία των επενδυτών στην ισχύ της αμερικανικής οικονομίας και κυρίως στην ικανότητά της να διατηρήσεις επί μακρόν την ανάκαμψη που καταγράφουν τα επίσημα στοιχεία. Γιατί η δυσπιστία; Διότι απλούστατα η εξωτερική πολιτική του Προέδρου Μπους επιδείνωσε, πρώτον, το έλλειμμα του αμερικανικού προϋπολογισμού που μπορεί να φθάσει στο αστρονομικό ρεκόρ των 600 δις. δολαρίων εφέτος και διότι, δεύτερον, η πολιορκία της Κίνας, της Βραζιλίας καθώς και των άλλων χωρών που κατακλύζουν την αμερικανική αγορά με φθηνά προϊόντα έχει οδηγήσει επίσης σε επίπεδα ρεκόρ το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ. Η εσπευσμένη κατάργηση των δασμών στον χάλυβα από τον πρόεδρο Μπους αποδεικνύει ότι η Αμερική δεν είναι πια τόσο δυνατή ώστε αν αψηφά τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης που η ίδια εξέθρεψε. Και η πολιτική του φθηνού δολαρίου στην οποία καταφεύγει τώρα για να δημιουργήσει ανάχωμα στην πλημμυρίδα των φθηνών εισαγωγών από τον Τρίτο Κόσμο αλλά και την Ευρώπη δεν επαρκεί. Και επειδή οι ΗΠΑ χρειάζονται 1,5 δις. δολάρια ημερησίως επενδυόμενα κεφάλαια για να εξισορροπήσουν το έλλειμμά τους, φυσικό είναι όλοι να σκέπτονται με δέος τι θα συμβεί αν πάρει διαστάσεις η σημερινή φυγή κεφαλαίων από το δολάριο. Ο κ. Αλαν Γκρίνσπαν θα αναγκασθεί να ανεβάσει τα επιτόκια και τότε αντίο ανάκαμψη. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 10/12/03)