Toυ Στέφανου Κορέλλη
«Οι δικοί μας στρατιώτες ρίσκαραν τη ζωή τους, οι Αμερικανοί φορολογούμενοι πλήρωσαν τον πόλεμο, εμείς συλλάβαμε τον αιμοσταγή ηγέτη» Αυτή είναι η επιχειρηματολογία του προέδρου Τζορτζ Μπους, η κυβέρνηση του οποίου, τη στιγμή που τα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα μετέδιδαν σκηνές από την κράτηση του Σαντάμ Χουσεΐν, άνοιγε έναν νέο πόλεμο με τις ευρωπαϊκές χώρες για τα συμβόλαια ανοικοδόμησης του Ιράκ: συνολικά 26 συμβόλαια, αξίας 18,6 δις. δολαρίων. Ηδη, Γαλλία, Γερμανία, Καναδάς και Ρωσία –«κράτη που δεν συνέβαλαν στην απελευθέρωση του Ιράκ»- ετοιμάζονται να καταφύγουν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στηριζόμενοι στο δικαίωμα των… ισχυρών να έχουν μερίδιο της «πίτας». Αντίθετα οι ΗΠΑ το μόνο που διαπραγματεύονται μέσα στην εβδομάδα άρχισαν διαβουλεύσεις σε χαμηλό διπλωματικό επίπεδο- είναι το πώς θα αποπληρωθεί το χρέος του Ιράκ, ύψους 125 δις. δολαρίων. Όμως, τα συμβόλαια αποτελούν τη μία πλευρά της αμερικανικής «εισβολής» στο Ιράκ. Η άλλη, παρότι όχι τόσο προβεβλημένη, είναι εξίσου επικερδής… Η CocaCola, το σύμβολο της διάχυσης του αμερικανικού καταναλωτικού προτύπου διεθνώς, έχει ήδη ξεκινήσει επαφές με τρεις ιρακινές εταιρείες προκειμένου να καλύψει τη ζήτηση στο Ιράκ. Οι επιχειρηματικές επαφές δεν ξεκίνησαν από τον αμερικανικό κολοσσό, αλλά ύστερα από σχετική πρόταση τριών ιρακινών βιομηχανιών. Ταυτόχρονα, η Baghdat Soft Drinks Company, που ελεγχόταν από τον Σαντάμ Χουσεΐν, έχει αναλάβει την πώληση αναψυκτικών της Pepsi Cola. Πρόκειται για μια φυσική εξέλιξη, καθώς οι αμερικανικές εταιρείες ήδη βλέπουν σαν ένα νέο…Ελντοράντο την αγορά των 26 εκατ. κατοίκων αλλά και την ευρύτερη περιοχή των μουσουλμανικών κρατών. Το νέο Ελντοράντο Εκτός από τις δύο αυτές περίπου 200 εταιρείες, μεταξύ των οποίων και αμερικανικές, αγνοούν τους χαρακτηρισμούς περί «άξονα του κακού» και δραστηριοποιούνται στο Ιράν. Ειδικότερα, η ανοικοδόμηση του Ιράκ προσφέρεται ουσιαστικά ως μιας πρώτης τάξης ευκαιρία στην κυβέρνηση Μπους, εν όψει των προεδρικών εκλογών το 2004, για να εξασφαλίσει οικονομικούς υποστηρικτές. Συνολικά, πάνω από 70 εταιρείες έχουν αναλάβει συμβόλαια στο Ιράκ, κερδίζοντας περισσότερα από 8 δις. δολάρια. Χαρακτηριστικό είναι ότι, με βάση τα στοιχεία της αμερικανικής επιτροπής για τη χορήγηση βοήθειας στο Ιράκ, τα υψηλότερα συμβόλαια –προσεγγίζουν τα 2,4 δις. δολάρια- τα έχει αναλάβει η πρώην εταιρεία του αντιπροέδρου, κ. Ντικ Τσέινι, Halliburton, μέσω της θυγατρικής της Kellogg Brown & Root. Μάλιστα, ελέχθη ότι η εταιρεία είχε εξασφαλίσει συμβόλαια πριν ακόμη από την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ. Η παρουσία της Kellogg Brown & Root ήδη σημαδεύτηκε από ένα σκάνδαλο υπερτιμολόγησης καυσίμων συνολικής αξίας 61 εκατ. δολαρίων. Ως προς το ύψος των συμβολαίων ακολουθεί η Bechtel, με ανάλογες κυβερνητικές διασυνδέσεις, με συμβόλαια 1,03 δις. δολαρίων. Στην τρίτη θέση βρίσκεται η International American products με έργα 527 εκατ. δολαρίων, ενώ η Perini Corporation ακολουθεί υπολειπόμενη κατά 2 εκα. δολ. Στα 500 εκατ. δολάρια –για κάθε μία- υπολογίζεται το κόστος των έργων που έχουν αναλάβει η Washington Group International, η Contrack International και η Fluor. Το έργο των εταιρειών αυτών όμως είναι δύσκολο -και κοστοβόρο- αφού Ιρακινοί επιχειρηματίες επισημαίνουν ότι οι ξένες εταιρείες κάνουν εισαγωγή εργατικού δυναμικού, γεγονός που οφείλεται στην έλλειψη τεχνογνωσίας των κατοίκων του Ιράκ. Επενδύσεις στα… κρυφά Στο Ιράκ –τον άλλο… «πόλο του κακού»- υπολογίζεται ότι δραστηριοποιείται περίπου 200 εταιρείες. Η Ericsson και η Alcatel έχουν παρουσία στη χώρα, ενώ η Volkswagen διαπραγματεύεται τη συνεργασία της με την τρίτη μεγαλύτερη ιρανική αυτοκινητοβιομηχανία, Kerman Car Manufacturing, για την κατασκευή τεσσάρων μοντέλων. Εάν η συμφωνία ευοδωθεί, η παραγωγή θα αρχίσει από το δεύτερο εξάμηνο του 2004. Ταυτόχρονα, αρκετές αμερικανικές εταιρείες έχουν παρουσία στη χώρα, παρά τη σχετική απαγόρευση από την κυβέρνηση Μπους. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται μεγαθήρια όπως η General Electric και η Halliburton, οι οποίες δραστηριοποιούνται μέσω θυγατρικών τους για να αποφύγουν τις αρνητικές εντυπώσεις. Αλλωστε, πολιτικοί παρατηρητές αναφέρουν ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν αντιδρά ιδιαίτερα σε αυτές τις επενδύσεις, εάν μένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. (Από την εφημερίδα Μέτοχος 19/12/2003)