Του Στ. Ευσταθιάδη
Ας μην περάσει απαρατήρητη η χειρονομία του συνταγματάρχη Μοαμάρ Καντάφι να εγκαταλείψει οριστικά τα προγράμματα παραγωγής όπλων μαζικής καταστροφής. Είναι μια πράξη ίσης πολιτικής βαρύτητας με την «αποκήρυξη», πριν από δύο εβδομάδες, της πυρηνικής πολιτικής εκ μέρους του Ιράν και διεθνώς αναγνωρίζεται ότι οι επιπτώσεις της απροσδόκητης κίνησής του θα επηρεάσουν όχι μόνο τη διεθνή αγορά πετρελαίου αλλά και την πολιτική όλων των χωρών που βρέχει η Μεσόγειος, περιλαμβανομένου ίσως και του Ισραήλ. Καρπός μυστικών συνομιλιών που εγκαινιάστηκαν με πρωτοβουλία των Βρετανών την περασμένη άνοιξη και στις οποίες πήραν μέρος «εκ του μακρόθεν και εμμέσως» οι ΗΠΑ –ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ ήταν ο μεσάζων μεταξύ Φόρεϊν Οφις και Κοντολίζα Ράις στον Λευκό Οίκο –η συμφωνία που ήδη χαιρέτισαν οι Τζορτζ Μπους και Τόνι Μπλερ- ο πρώτος την καταχώρησε και ως… δική του επιτυχία- θα επισημοποιηθεί εντός του Ιανουαρίου με την υπογραφή των σχετικών πρωτοκόλλων στη Βιέννη, όπου εδρεύει η επιτροπή του ΟΗΕ για τα πυρηνικά. Αυτό σημαίνει ότι ύστερα από έξι το πολύ μήνες μόνο το Ισραήλ από τις χώρες της Μεσογείου δεν θα έχει υπογράψει τη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά όπλα, τα οποία διαθέτει όπως δεν αρνούνται οι αρμόδιες αμερικανικές υπηρεσίες. Ως πρόσφατα ακόμη το Ισραήλ, με την ανεπιφύλακτη υποστήριξη της Ουάσιγκτον, αποστόμωσε εκείνους που απαιτούσαν από τον Αριέλ Σαρόν τη διακοπή της παραγωγής πυρηνικών όπλων, τονίζοντας ότι και άλλες χώρες στην περιοχή του διαθέτουν είτε εργάζονται για να αποκτήσουν όπλα μαζικής καταστροφής. Η τελευταία μετά την κατάληψη του Ιράκ από τις αμερικανικές δυνάμεις, πρόταση της Συρίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, την οποία απέρριψαν οι ΗΠΑ, αφορούσε τη δημιουργία στην ευρύτερη περιοχή «ζώνης» χωρίς πυρηνικά και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής. Ο αμερικανός αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ κ. Νεγκρεπόντε «ενημέρωσε» τον διεθνή Τύπο ότι εκτός από το Ιράκ «και άλλες αραβικές χώρες, όπως άλλωστε και το Ιράν» διαθέτουν πυρηνικά όπλα, εννοώντας σαφώς τη Λιβύη. Η χειρονομία του Καντάφι αφαιρεί ένα καίριο επιχείρημα από την Ιερουσαλήμ. Εννοείται ότι δεν ήταν αυτό που τον παρακίνησε να προχωρήσει σε μια βασική αλλαγή της στρατηγικής του. Οικονομικοί και, κατά δεύτερο λόγο, πολιτικοί είναι οι λόγοι που την επέβαλαν. Οι τελευταίες (σχετικώς) αντικειμενικές εκτιμήσεις για την οικονομία της Λιβύης δείχνουν μια επικίνδυνη στασιμότητα της ανάπτυξης μεταξύ 1999 και 2002 ενώ σε όλη τη δεκαετία του ’90 η ετήσια ανάπτυξη ήταν της τάξεως του 4% περίπου. Οι “Financial Times” υπολόγιζαν πρόσφατα ότι η ανεργία έχει φθάσει το 15% (το 1990 υπολογίστηκε σε μόλις 2,5%) και το κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά 12% μεταξύ 2000 και 2003 με τάσεις μεγαλύτερης μείωσης. Ισως το πρόβλημα της διάθεσης του πετρελαίου της χώρας του να μη δημιουργούσε στον Καντάφι μεγάλα προβλήματα παρά το «κλείσιμο των διεθνών αγορών» που του επέβαλαν το 1986 οι ΗΠΑ και τις κυρώσεις του ΟΗΕ (1992) οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν. Αλλά η αδυναμία της Λιβύης να αποκτήσει την αμερικανική υψηλή πετρελαϊκή τεχνολογία ρίχνει από καιρό τώρα βαριά τη σκιά της στην οικονομία της χώρας. Η τοποθέτηση του οικονομολόγου Σουκρί Γκανέμ ως πρωθυπουργού πριν από περίπου ένα χρόνο ερμηνεύτηκε τότε ως «στροφή ή προσπάθεια για στροφή» της όλης πολιτικής κατεύθυνσης του Καντάφι. Η πρόβλεψη ήταν σωστή. Στόχος της «νέας πολιτικής κατεύθυνσης» ήταν ο τερματισμός της διεθνούς απομόνωσης της χώρας. Έτσι, η Λιβύη παραδέχθηκε την «κρατική ευθύνη» για την κατάρριψη του αεροπλάνου της PanAm τα Χριστούγεννα του 1999 πάνω από το Λόκερμπι, αποζημίωσε τα θύματα ύστερα από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις για την επιτυχία των οποίων βοήθησε πολύ η Βρετανία, δέχθηκε να δικαστούν στη Χάγη οι δράστες- οι οποίοι ήταν κρατικοί υπάλληλοι-αποκήρυξε «δημόσια και με διεθνούς σημασίας δήλωση» την τρομοκρατία, προσπάθησε να δημιουργήσει «γέφυρες» με την Ευρωπαϊκή Ενωση ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι φάνηκε πολύ πρόθυμος να ανανεώσει εμπορικές συμφωνίες με τη Βρετανία και εγκαινίασε προσωπική αλληλογραφία με τον Κόφι Αναν. Ο γιος του Καντάφι Σαλφ αλ Ισλάμ προβάλλεται διεθνώς ως ένα είδος σημαιοφόρου της μεταρρύθμισης και αν οι πληροφορίες του BBC έχουν βάση, υπάρχει κάποια διάσταση μεταξύ πατέρα και γιου στο ζήτημα των ελευθεριών και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Στρατός ο οποίος «ανήκει» στον συνταγματάρχη Καντάφι φαίνεται ότι κλείνε προς το μέρος του γιου – και φυσικά όχι επειδή αυτός είναι φίλος του ποδοσφαίρου. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 24/12/2003