Του Αντώνη Καρκαγιάννη
Γράφαμε χθες ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού ίσως το μεγαλύτερο, έμμεσα άμεσα, είναι εξαρτημένο από το κράτος και σε μεγάλο βαθμό η τύχη και η κατάστασή του, ρυθμίζεται ή επηρεάζεται, όχι από αποφάσεις και επιλογές του ελεύθερου και ανεξάρτητου ατόμου, αλλά από πολιτικές αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, δηλαδή του κυβερνώντος κόμματος. Οι συνέπειες είναι σοβαρές και εμφανείς πρώτα στη συμπεριφορά των εξαρτημένων πολιτών: έχουν χάσει την αίσθηση της ευθύνης για την κατάστασή τους, αφού ούτως ή άλλως η τελευταία ρυθμίζεται από αποφάσεις τρίτων και ομοιόμορφα για όλους, τους δικαίους και τους αδίκους. Σχεδόν τίποτα δεν εξαρτάται από την ευφυΐα, την ευρηματικότητα, την πρωτοβουλία, τη φαντασία και την προσπάθεια και άρα έχουν εξουδετερωθεί οι πιο σημαντικές αρετές ενός ατόμου και το ίδιο το άτομο χωρίς τις αρετές αυτές έχει συντριβεί, ως κοινωνική μονάδα και ως ενεργός πολίτης. Ο μισθός αυξάνεται με την απλή και παθητική πάροδο του χρόνου ή εξανεμίζεται με τη συνεχή συσσώρευση του πληθωρισμού, από παράγοντες δηλαδή που δεν ελέγχονται που είναι κάτι σαν τη μοίρα. Η μόνη δυνατότητα αυτενέργειας του μισθωτού είναι η απεργία ή η συγκέντρωση διαμαρτυρίας που είναι τόσο πιο αποτελεσματικές όσο περισσότερο ενοχλούν το υπόλοιπο του πληθυσμού και εξαιτίας αυτής της ενόχλησης εκβιάζουν τις κυβερνήσεις. Η τακτική αυτή, που καταχρηστικώς ονομάζεται «συνδικαλιστική», είναι από τη φύση της συντεχνιακή γιατί περιχαρακώνει οργανωμένες μειοψηφίες πίσω από τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, με κυνική αδιαφορία για τα συμφέροντα των άλλων. Ετσι, ανάλογα με τον βαθμό εκβιασμού που μπορεί να ασκήσει η κάθε οργανωμένη συντεχνία, έχουμε την πιο παράλογη κλιμάκωση των αποδοχών και των όρων εργασίας. Αυτού του είδους η «συνδικαλιστική» δραστηριότητα ευδοκιμεί και είναι αποτελεσματική στον κρατικό και ημικρατικό τομέα και έχει σχεδόν εξαφανισθεί στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι αμοιβές εργασίας και οι όροι, όχι εξ ολοκλήρου ρυθμίζονται από την αγορά, την ανταγωνιστικότητα και την απόδοση. Οι διαφορές και εδώ ανάμεσα στο κατώφλι και στην οροφή είναι μεγάλες και ενδεχομένως άδικες, αλλά δεν είναι παράλογες, δεν εξαρτώνται από αυθαίρετες αποφάσεις. Οι συνέπειες για το κράτος και τον εκάστοτε διαχειριστή του, την εκλεγμένη κυβέρνηση είναι ακόμα πιο σοβαρές. Όσο μεγαλύτερο είναι το τμήμα του πληθυσμού το εξαρτημένο από το κράτος που έχει χάσει πλήρως ή εν μέρει τη δυνατότητα αυτενέργειας τόσο πιο μεγάλες είναι και οι απαιτήσεις. Και επειδή ποτέ δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν όλες και κυρίως γιατί δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν εις βάρος του υπολοίπου πληθυσμού (το παράδειγμα των τιμών του βαμβακιού είναι το πιο χαρακτηριστικό), τόσο διογκώνεται η δυσαρέσκεια, η οποία στην πολιτική μεταφράζεται σε πολιτικό κόστος. Η εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση, παρ’ όλο που είναι εξουσιοδοτημένη από την εθνική πλειοψηφία να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, δρα υπό το κράτος του πολιτικού κόστους, το οποίο διαμορφώνεται από οργανωμένες και δυναμικές μειοψηφίες που εκβιαστικά επιβάλλουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Υπάρχει, τέλος, μια τρίτη συνέπεια που αφορά τη φύση της εργασίας και τη θέση του εργαζομένου. Στον κρατικό και ημικρατικό τομέα κανένας δεν εργάζεται ανταγωνιστικά, άρα και το προϊόν της εργασίας του δεν είναι ανταγωνιστικό. Σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον το να αποσπά από τον ανταγωνισμό μεγάλα τμήματα εργασίας στην πράξη πριμοδοτείς το πιο άγριο και επιθετικό καπιταλιστικό κέρδος. Παράδειγμα δικό μας και ζωντανό ο ιδιωτικός τομέας της εκπαίδευσης και της υγείας, που στηρίζει την τεράστια ανάπτυξή του και τα κέρδη του, στο γεγονός ότι οι αντίστοιχοι κρατικοί τομείς έθεσαν την εργασία και τα προϊόντα της… εκτός ανταγωνισμού σε περιβάλλον έντονα ανταγωνιστικό! Είναι το είδος του «σοσιαλισμού» που σάρκαζε και χλεύαζε ο Ενγκελς, με την πείρα της αγοράς που, ως επιτυχημένος επιχειρηματίας, είχε. Το θέμα είναι πολύπλευρο και θα επανέλθουμε. Για την ώρα σημειώνουμε αυτό που και σεις καθημερινά διαπιστώνετε: ότι το ιδανικό του Νεοέλληνα, το εθνικό ιδανικό, είναι πλέον η εξάρτησή του από το κράτος. Είναι σαν τον δουλοπάροικο που προτιμούσε τη δουλοπαροικία από την αβέβαιη περιπέτεια της ελεύθερης μισθωτικής εργασίας. Θα επανέλθουμε… (Από την εφημερίδα Καθημερινή 31/12/03)