Toυ Jeffrey Sachs
Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που οδήγησε την κυβέρνηση Μπους στην απόφαση εισβολής και κατάληψης του Ιράκ ήταν η πεποίθηση του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Τσέινι, πως η δύναμη της χώρας του απειλείτο από την πιθανή αποδυνάμωση του ελέγχου που αυτή ασκεί στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Τον Αύγουστο του 2002, ο κ. Τσέινι υποστήριζε πως «με ένα τέτοιο οπλοστάσιο και με το 10% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου στην κατοχή του, ο Σαντάμ Χουσείν θα μπορούσε να επιδιώξει την κυριαρχία σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, να αποκτήσει τον έλεγχο μεγάλης ποσότητας των παγκόσμιων ενεργειακών αποθεμάτων, να απειλήσει άμεσα τους φίλους των ΗΠΑ στην περιφέρεια αυτή και να υποβάλλει τις ΗΠΑ ή οποιαδήποτε άλλη χώρα σε πυρηνικό εκβιασμό». Τα πετρελαικά αποθέματα, ωστόσο, της Μέσης Ανατολής, δεν βρέθηκαν για πρώτη φορά στο επίκεντρο της προσοχής του κ. Τσέινι τα τελευταία 30 χρόνια. Ο σημερινός αντιπρόεδρος είχε θέσει στο στόχαστρο την περιφέρεια αυτή και είχε εκφράσει την άποψη ότι η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των ΗΠΑ μπορεί να διασφαλιστεί με τη χρήση στρατιωτικής δύναμης, ήδη από την εποχή που ήταν προσωπάρχης του προέδρου Τζέραλντ Φορντ, μετά το πρώτο αραβικό πετρελαικό εμπάργκο. Η άποψή του αυτή, της χρήσης στρατιωτικής δύναμης για την υπεράσπιση των ενεργειακών αναγκών των ΗΠΑ, έχει αποδειχτεί τόσο λανθασμένη όσο και οι υποθέσεις του για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ. Και όπως και τότε, έτσι και σήμερα, την αιτιολογεί με καθαρά αριθμητικούς υπολογισμούς των παγκόσμιων πετρελαικών αποθεμάτων. Η αμερικανική παραγωγή «μαύρου χρυσού» έφθασε στο ζενίθ της στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Έκτοτε, η εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο πετρέλαιο αυξάνεται διαρκώς. Το 2003 οι ΗΠΑ εισήγαγαν περίπου 11 εκ. βαρέλια ημερησίως, ενώ οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αύξηση του αριθμού αυτού περίπου στα 20 εκ. βαρέλια ημερησίως ως το 2005. Επιπλέον, σημαντική άνοδο αναμένεται να παρουσιάσει η παγκόσμια ζήτηση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αυξάνονται δραματικά οι ενεργειακές ανάγκες της Κίνας. Παρά τις ανακαλύψεις νέων αποθεμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο, τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και της Κασπίας θεωρείται ότι θα αποκτήσουν ακόμα πιο καίρια σημασία τις ερχόμενες δεκαετίες, καθώς το μέγεθός τους θα αναλογεί στα δύο τρίτα των παγκόσμιων αποθεμάτων το 2025. Με τη διαρκώς αυξανόμενη συγκέντρωση των πετρελαικών αποθεμάτων και της παραγωγής στη Μέση Ανατολή και τον επίσης αυξανόμενο ανταγωνισμό από άλλες χώρες που εισάγουν πετρέλαιο, ο κ. Τσέινι και οι συνεργάτες του πιστεύουν πως η μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάγκη των ΗΠΑ είναι να διασφαλίσουν τη στρατιωτική κυριαρχία τους στην περιφέρεια αυτή. Με αυτό το σκεπτικό έγινε η εισβολή στο Ιράκ. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή του Αμερικανού αντιπροέδρου περί ενεργειακής ασφάλειας είναι λανθασμένη, τόσο από οικονομική όσο και από γεωπολιτική άποψη. Είναι λάθος να συγχέεται το πετρέλαιο με την ενέργεια, εφόσον υπάρχουν τρόποι αποτελεσματικότερης χρήσης της ενέργειας, αλλά και αναζήτησης νέων πηγών της. Αποτελεί βασικό μάθημα χημείας η διαπίστωση ότι οι ενεργειακές ανάγκες που αντιμετωπίζουμε τώρα με το πετρέλαιο μπορούν να αντιμετωπιστούν και με το φυσικό αέριο, τον άνθρακα και άλλα προιόντα που βρίσκονται σε αφθονία στη φύση, για την παραγωγή των οποίων υπάρχουν οικολογικά αποδεκτοί και οικονομικά εφικτοί τρόποι σήμερα. Σίγουρα το πετρέλαιο, ως υγρό καύσιμο, είναι φθηνότερο από το φυσικό αέριο. Ωστόσο, το κόστος παραγωγής των παραπάνω προιόντων θα μειωθεί σημαντικά αν η παραγωγή οργανωθεί σε ευρεία κλίμακα και με την κατάλληλη έρευνα και ανάπτυξη. Αν κινηθούμε προς την κατεύθυνση μιας οικονομίας κινούμενης από το υδρογόνο, τα πλεονεκτήματα του πετρελαίου γίνονται αμελητέα. Τα διατεινόμενα οικονομικά οφέλη της χρήσης του πετρελαίου έναντι των προαναφερθέντων προιόντων εξαφανίζονται αν λάβουμε υπόψη τα τεράστια χρηματικά ποσά που σπαταλούν οι ΗΠΑ για το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Το κόστος των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή, το οποίο αποδίδεται στον έλεγχο της ροής της ενέργειας, ανέρχεται σε δεκάδες δις δολάρια ετησίως (ίσως και παραπάνω από 100 δις). Αυτό το ποσό αναλογεί σε κρυφές επιχορηγήσεις 10 δολαρίων ή και περισσοτέρων, για κάθε βαρέλι που εξάγεται από την περιοχή. Η γεωπολιτική αντίληψη του κ. Τσέινι είναι εξίσου λανθασμένη. Ως υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης του πατρός Μπους, ο κ. Τσέινι έλαβε την πρωτοβουλία της ανάπτυξης αμερικανικών στρατευμάτων στη Σαουδική Αραβία, η οποία διήρκεσε πλέον της δεκαετίας και πυροδότησε τη δυσαρέσκεια που συνέβαλε στην εξάπλωση της Αλ Κάιντα. Η σημερινή, «ανοιχτή» αμερικανική κατοχή του Ιράκ και η άρνηση των ΗΠΑ να λογοδοτήσουν στα Ηνωμένα Έθνη, ίσως είναι απλώς στρατηγική μέθοδος για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης πρόσβασης των Αμερικανών στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Πράγματι, ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην εγκατάσταση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, ήταν η επιτακτική ανάγκη μετακίνησής τους από την ασταθή Σαουδική Αραβία. Η βασική, όμως, αντίληψη του σημερινού αντιπροέδρου των ΗΠΑ είναι αυτή που συνέβαλε στην πτώση του Σάχη στο Ιράν, στην αστάθεια που κυριαρχεί στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, στη μεγάλη απήχηση που έχει στην Αραβική νεολαία η Άλ Κάιντα αλλά και στο χάος που επικρατεί στο Ιράκ. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να διασφαλίσουν τα πετρελαικά αποθέματα της περιφέρειας μέσω στρατιωτικής κατοχής. Βρισκόμαστε στο 2003 και όχι στο 1903. Η εποχή του ιμπεριαλισμού αποτελεί παρελθόν. Ο εθνικισμός στη Μέση Ανατολή είναι τόσο έντονος όσο σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου, κάτι το οποίο είναι κατανοητό δεδομένου του βαθμού που ανακατεύτηκαν οι μεγάλες δυνάμεις στα εσωτερικά χωρών κατά τον 20ο αιώνα. Κάθε φορά που οι ΗΠΑ «αγκαλιάζουν» ένα καθεστώς της Μέσης Ανατολής, το καθεστώς αυτό χάνει τη νομιμότητά του. Το όραμα του κ. Τσέινι περί εθνικής ασφάλειας, στο οποίο η μάχη για τα λιγοστά και κρίσιμα αποθέματα πετρελαίου θα κριθεί στο μέλλον από τα όπλα, πρέπει να αντικατασταθεί από μια διεθνή στρατηγική συνεργασίας για την εκλογίκευση της πετρελαικής ζήτησης και την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων στην ενέργεια. Η άποψη του κ. Τσέινι είναι τεχνολογικά αφελής και πολιτικά καταστροφική. Κι όμως, έχει γίνει η στρατηγική της πιο ισχυρής χώρας στον κόσμο. (Από τους Financial Times, 23/12/2003)