Του Michael Meacher*
Πριν από τέσσερις μήνες, οι εισαγωγές πετρελαίου της Βρετανίας ξεπέρασαν τις εξαγωγές της, υπογραμμίζοντας τη φθίνουσα, από καιρό ήδη, παραγωγή πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα. Αφού κορυφώθηκε γύρω στα 2,9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 1999, η παραγωγή πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα προβλέπεται να περιορισθεί σε μόλις 1,6 εκ. βαρέλια την ημέρα το 2007. Ακόμα και η ανακάλυψη του νέου κοιτάσματος του Μπαζαρντ, η μεγαλύτερη τα δέκα τελευταία χρόνια στο βρετανικό πετρέλαιο, με περίπου 500 εκατομμύρια εκμεταλλεύσιμα βαρέλια, δεν θα αλλάξει πολύ την συνολική εικόνα μείωσης των πόρων. Η προοπτική δεν θα ήταν τόσο δυσμενής αν δεν εκδηλώνονταν τώρα παρόμοιες τάσεις σε όλον τον κόσμο. Οι τρεις κύριες περιοχές που παράγουν πετρέλαιο είναι ο ΟΠΕΚ, η πρώην Σοβιετική Ένωση, και ο υπόλοιπος κόσμος. Σύμφωνα με εισηγήσεις που παρουσιάσθηκαν στις τελευταίες ετήσιες συνόδους της Ένωσης για τη Μελέτη Αιχμής του Πετρελαίου (Association for the Study of Peak Oil), η μελλοντική παραγωγή του ΟΠΕΚ αναμένεται να κορυφωθεί στα 10-45 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2020. Μετά την υποπαραγωγή στην πρώην Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1990 ήρθε μια νέα άνοδος στην ανατολική Σιβηρία και τη Σαχαλίνη. Μαζί με τις νέες ανακαλύψεις στην Κασπία, θα αποφέρει μια μέγιστη ποσότητα γύρω στα 10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2010. Κορύφωση Παραγωγής Ο συνδυασμός των μοντέλων για τον ΟΠΕΚ, την πρώην Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες 40 ή περισσότερες μείζονες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες τοποθετεί την τελική – παρελθούσα και μελλοντική- εκμετάλλευση γύρω στα 2.200 δισεκατομμύρια βαρέλια, με την παραγωγή να κορυφώνεται γύρω στα 80 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μεταξύ του 2010 και του 2020. Εδώ μπορεί να προστεθεί το μη συμβατικό πετρέλαιο και άλλα υγρά καύσιμα που ωθούνται στην εμπορική παραγωγή από την ανερχόμενη τιμή, καθώς το πετρέλαιο λιγοστεύει. Περιλαμβάνουν το πετρέλαιο από άνθρακα και σχιστόλιθο, την άσφαλτο και τα συνθετικά παράγωγα, το βαρύ και υπερβαρύ πετρέλαιο, το πολικό πετρέλαιο και υγρά από κοιτάσματα και εργοστάσια αερίου. Οι πηγές αυτές, αν και με πολύ μεγάλο κόστος, θα μπορούσαν να δώσουν μια τελική εκμετάλλευση γύρω στα 800 δισεκατομμύρια βαρέλια με πιθανή κορύφωση το 2050 όταν θα αποφέρουν γύρω στα 20 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Αλλά το συνδυαστικό μοντέλο υποδηλώνει μια κορύφωση απ’όλες τις πηγές περίπου στα 90 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα γύρω στο 2015. Σήμερα απολαμβάνουμε παγκοσμίως μιαν ημερήσια παραγωγή 75 εκατομμυρίων βαρελιών. Αλλά για να καλυφθεί η ζήτηση, όπως προβάλλεται για το 2015, θα έπρεπε να εξεύρουμε νέα εμπορικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα που θα μας έδιναν 60 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα επιπλέον. Αυτό είναι ειλικρινά αδύνατον. Θα απαιτούσε το ισοδύναμο 10 νέων πετρελαιοφόρων περιοχών, καθεμία στο μέγεθος της Βόρειας Θάλασσας. Ίσως το Ιράκ με τεράστιες νέες επενδύσεις να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή κατά 6 εκατομμύρια βαρέλια, και το ίδιο να μπορούσε να κάνει η υπόλοιπη Μέση Ανατολή. Αλλά η ιδέα ότι ο υπόλοιπος κόσμος θα μπορούσε να παράγει 40 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα επιπλέον είναι παραμύθι. Η Επόμενη Κρίση Οι υπολογισμοί αυτοί τοποθετούν την επερχόμενη πετρελαϊκή κρίση κάπου μεταξύ του 2010 και του 2015, ίσως και νωρίτερα. Τα αποθέματα στις γιγάντιες πετρελαιοφόρες περιοχές του κόσμου φθίνουν κατά 4% - 6% κατά μέσον όρο το χρόνο. Νέες μεγάλες περιοχές για εξερεύνηση δεν υπάρχουν εκτός από τον Βόρειο και τον Νότιο Πόλο. Η παραγωγή μη συμβατικού αργού πετρελαίου έχει ήδη ξεκινήσει με τεράστιο κόστος στη ζώνη του Ορινόκο της Βενεζουέλας και τις πισσώδεις άμμους και στην πολύ βαθιά θάλασσα της Αθαμπάσκα του Καναδά. Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία μείζων εναλλακτική πηγή πρωτογενούς ενέργειας ικανή να αντικαταστήσει το πετρέλαιο και το αέριο βραχυμεσοπρόθεσμα. Οι συνέπειες προκαλούν ίλιγγο, αφού το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 40% της συνολικής πωλούμενης ενέργειας και όχι λιγότερο από το 90% των καυσίμων των μεταφορών. Από το πετρέλαιο όμως δεν εξαρτώνται μόνον η βιομηχανία, οι μεταφορές και η γεωργία, αλλά και η εθνική άμυνα. Το πετρέλαιο παρέχειι ενέργεια στο ευρύ δίκτυο αεροπορικών μεταφορών και μαχητικών αεροπλάνων, τεθωρακισμένων, ελικοπτέρων, και πλοίων, που αποτελούν τη βάση των εξοπλισμών κάθε χώρας. Είναι δύσκολο να φαντασθούμε τις επιπτώσεις μιας ριζικά μειωμένης προσφοράς πετρελαίου σε μια σύγχρονη οικονομία ή κοινωνία. Αλλά μια τέτοια ριζική μείωση βρίσκεται μπροστά μας. Παγκόσμιο Δίλημμα Ο κόσμος έχει μιαν αμείλικτη επιλογή μπροστά του. Μπορεί να εξακολουθήσει τον σημερινό κατήφορο της αυξανόμενης κατανάλωσης πετρελαίου, σπεύδοντας να καταλάβει τα διαθέσιμα εναπομένοντα αποθέματα, εν ανάγκη με στρατιωτική βία, αλλά χωρίς να αποφύγει τη σταθερή εξάντληση της παγκόσμιας δυναμικότητας. Ή μπορεί να μεταπηδήσει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε πολύ αυστηρότερους κανόνες ενεργειακής αποτελεσματικότητας, και σε σταθερή μείωση της χρήσης πετρελαίου. Η δεύτερη πορεία θα προϋπέθετε τεράστιες νέες επενδύσεις στις τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας και μεταφορών. Η απάντηση των ΗΠΑ σ’αυτό το δίλημμα είναι πολύ εντυπωσιακή. Η έκθεση για την Εθνική Πολιτική Ενέργειας, που συνέταξε ο Ντικ Τσέινι αντιπρόεδρος των ΗΠΑ το Μαίο του 2001, πρότεινε την εκμετάλλευση παρθένων κοιτασμάτων σε προστατευόμενες φυσικές περιοχές εντός των ΗΠΑ, και ιδίως στο Αρκτικό Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής στη βορειανατολική Αλάσκα. Η απόρριψη αυτής της εξαιρετικά αμφισβητήσιμης πρότασης ανάγκασε τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους, καθώς ήταν απρόθυμος να συγκρατήσει τη διαρκώς αυξανόμενη αμερικάνικη δίψα για πετρέλαιο, να ανασκευάσει τη ρητορική του Λευκού Οίκου και να δεχθεί την ανάγκη αύξησης των εισαγωγών πετρελαίου από ξένους προμηθευτές. Ήταν μια μοιραία απόφαση. Σημαίνει ότι, μονάχα για τις ΗΠΑ, οι εισαγωγές πετρελαίου ή οι εισαγωγές άλλων υγρών καυσίμων, όπως αυτά του φυσικού αερίου, θα πρέπει να αυξηθούν από 11 εκατομμύρια σε 18,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έως το 2020. Η εξασφάλιση αυτού του πρόσθετου εισαγωμένου πετρελαίου – που ισοδυναμεί με τη συνολική σημερινή κατανάλωση της Κίνας και της Ινδίας μαζί –έχει οδηγήσει έκτοτε τις ΗΠΑ σε μιαν ολοκληρωμένη πετρελαιο-στρατιωτική στρατηγική. Ανανεώσιμη Ενέργεια Υπάρχει, ωστόσο, μια θεμελιώδης αδυναμία στην πολιτική αυτή. Οι περισσότερες χώρες από τις οποίες οι ΗΠΑ επιδιώκουν να προμηθευτούν το πρόσθετο πετρέλαιο σπαράσσονται από βαθιές συγκρούσεις, διακατέχονται από ισχυρό αντιαμερικανισμό η και τα δύο. Το Ιράκ είναι μόνο το πρώτο παράδειγμα του κόστους- τόσο σε χρήμα, όσο και σε ζωές στρατιωτών – για να ελεγχθεί η αντίσταση ή η διεξαγωγή πολέμων στις κύριες πετρελαιοπαραγωγούς περιοχές, ενός κόστους που ακόμα και οι ΗΠΑ μπορεί να μην αντέχουν. Το συμπέρασμα είναι σαφές: Αν δεν σχεδιάσουμε αμέσως τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας- μια στροφή ταχύτερη, και στηριζόμενη σε επενδύσεις πολύ μεγαλύτερες απ’όσες προβλέπονται σήμερα- ο πολιτισμός μας θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εντονότερη, και ίσως βιαιότερη, ανατροπή στην πρόσφατη ιστορία του. *ο Michael Meacher διετέλεσε Υπουργός Περιβάλλοντος της Μ. Βρετανίας, 1997-2002 (από τους Financial Times της 5ης Ιανουαρίου 2004)