Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η πρόσφατη Τουρκική πρόκληση ανοικτά της Θάσου και η ανακοίνωση για τον εντοπισμό νέου κοιτάσματος πετρελαίου επαναφέρει στην επικαιρότητα το θέμα της εκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην ευρύτερη περιοχή του Βόρειου Αιγαίου. Σύμφωνα με πληροφορίες πριν από δύο εβδομάδες τουρκική ακταιωρός προσέγγισε περιοχή εγγύς των Ελληνικών χωρικών υδάτων όπου εκτελείτο ερευνητική γεώτρηση σε απόσταση 3 μ. ν.μ. δυτικά της νήσου Θάσου στην τοποθεσία Καλλιράχη. Η γεώτρηση εκτελείτο από την εταιρεία Kavala Oil, στα πλαίσια ενός ευρύτερου προγράμματος ερευνών για τον εντοπισμό πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός των ορίων παραχώρησης της. Βάσει γεωλογικών και γεωφυσικών στοιχείων τα οποία έχουν συλλεχθεί και αξιολογηθεί τα τελευταία χρόνια από Έλληνες και ξένους γεωλόγους, η περιοχή πέριξ της Θάσου (ανατολικά, δυτικά και νότια) περικλείει σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων τα οποία μόνο εν μέρει έχουν εκμεταλλευθεί. Η κυριότερη αξιοποίηση πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1981-1997 από την Κοινοπραξία Πετρελαίου Βορείου Αιγαίου (NAPC) η οποία την δεκαετία του ’80 είχε φθάσει να παράγει κατά μέσο όρο 25,000 –30,000 βαρέλια αργού την ημέρα από την γεώτρηση του Πρίνου, ποσό που αναλογούσε τότε με την κάλυψη περίπου 10% των εγχώριων πετρελαϊκών αναγκών, εισφέροντας πολύτιμο συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας απασχόληση άμεσα και έμμεσα σε 2,000 ανθρώπους. Το 1998/99 η NAPC αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την Ελλάδα για δυο κυρίως λόγους: (α) Η αδυναμία της μέχρι εκείνη την εποχή να εντοπίσει και να εκμεταλλευθεί ένα αξιόλογο κοίτασμα αντίστοιχου μεγέθους με αυτό του Πρίνου, το οποίο μετά το 1995 είχε αρχίσει να εξαντλείται με γρήγορους ρυθμούς (η παραγωγή είχε μειωθεί τότε στα 12.000 –14.000 β/ημέρα). Η επιθυμία της NAPC να προχωρήσει σε ερευνητικές γεωτρήσεις ανατολικά της Θάσου στις θέσεις Σταυρός και Μπάμπουρας όπου γεωφυσικές έρευνες είχαν εντοπίσει μεγάλα κοιτάσματα, δεν προχώρησαν λόγω της άρνησης των τότε κυβερνήσεων να συναινέσουν στις ερευνητικές γεωτρητικές εργασίες (συμμετείχε το Ελληνικό Δημόσιο μέσω της ΔΕΠ/ΕΚΥ στην παραχώρηση) φοβούμενες Τουρκικές αντιδράσεις. (β) Λόγω των χαμηλών τότε διεθνών τιμών πετρελαίου, (είχαν διαμορφωθεί κάτω των 12 δολ./βαρ.) η NAPC αδυνατούσε να επενδύσει μακροπρόθεσμα στην εξερεύνηση μικρότερων κοιτασμάτων εντός των χωρικών μας υδάτων, τα οποία όμως θα απέδιδαν λιγότερο πετρέλαιο σε καθημερινή βάση. Την αποχώρηση της NAPC την διαδέχθηκε το επιχειρηματικό σχήμα της Kavala Oil, στην οποία μετείχε κατά 33% το σωματείο των εργαζομένων και κατά 67% η τοπικών συμφερόντων εργοληπτική εταιρεία Ευρωτεχνική Α.Ε. Κάτω από αρκετά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες η Kavala Oil κατάφερε να συνεχίσει την παραγωγή από το κοίτασμα του Πρίνου, αλλά και από μικρότερα δευτερεύοντα κοιτάσματα, με ένα μέσο όρο παραγωγής 5,000 βαρ/ημέρα την περίοδο 1998 μέχρι σήμερα –ποσότητα η οποία απορροφάται εξ’ ολοκλήρου από τα Ελληνικά Πετρέλαια, βάσει ειδικής συμφωνίας. Όμως το κοίτασμα του κυρίως Πρίνου έχει εξαντληθεί και γι’ αυτό και η Kavala Oil προχώρησε στην εκπόνηση ενός προγράμματος γεωτρήσεων σε άλλες περιοχές της παραχωρήσεως της, εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, οι οποίες σύμφωνα με πληροφορίες στέφθηκαν με επιτυχία. Ετσι πέρυσι πραγματοποιήθηκαν γεωτρήσεις στο πεδίο Ε σε θαλάσσια περιοχή δυτικά της Θάσου και φέτος στην τοποθεσία Καλλιράχη, στην θαλάσσια περιοχή 3 ν.μ. δυτικά της Θάσου, μεταξύ Θάσου και χερσονήσου του Άθου. Όμως για να μπορέσει η Kavala Oil να προχωρήσει στην εκμετάλλευση πετρελαίου θα πρέπει να κατασκευαστούν νέες πλατφόρμες γεγονός το οποίο προϋποθέτει σημαντικές επενδύσεις της τάξεως των 80-100 εκ. δολ. (η κατασκευή των εξεδρών της NAPC την εποχή 1979-81 κόστισαν άνω των 600 εκ. δολ.). Με στόχο την εξασφάλιση χρηματοδότησης αφ’ ενός για την συνέχιση των ερευνητικών εργασίων και αφ’ ετέρου για την εκπόνηση ολοκληρωμένου ερευνητικού προγράμματος η Kavala Oil προχώρησε τον περασμένο Νοέμβριο σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου με την είσοδο ξένου επενδυτή, την Ρουμανο-Βρετανικών συμφερόντων εταιρεία Regal Oil (εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου), η οποία εξαγόρασε το 87% της Ευρωτεχνικής και ελέγχει πλέον το 57.7% της εταιρείας. Με τον νέο μέτοχο, και τα επιπλέον κεφάλαια που εισέρευσαν στα ταμεία της εταιρείας, εξασφαλίζοντας την συνέχιση λειτουργίας της και των ερευνητικών εργασιών της, η εταιρεία εκτιμά ότι μέσα στις αμέσως επόμενες εβδομάδες θα αυξήσει σημαντικά την παραγωγή της αντλώντας από τα δευτερεύοντα κοιτάσματα του Πρίνου με την παραγωγή να αυξάνεται στα 8.000 βαρελ./ημέρα λόγω της εφαρμογής προηγμένης τεχνολογίας άντλησης. Ακόμα πιο μεγάλες ποσότητες αναμένεται ότι θ’ αποφέρει το κοίτασμα πέριξ της γεώτρησης Καλλιράχης το οποίο σύμφωνα με τους τεχνικούς της Kavala Οil μπορεί να αποδειχθεί εξ’ ίσου μεγάλο όσο αυτό του Πρίνου. Σε ανακοίνωση της προς το χρηματιστήριο του Λονδίνου την περασμένη εβδομάδα, η Regal Oil ομιλεί περί εντοπισμού νέου κοιτάσματος χωρητικότητας 227 εκ. βαρ. πετρελαίου. Όμως το νούμερο αυτό δεν αντιστοιχεί σε απολήψιμες ποσότητες ενώ τα χαρακτηριστικά του κοιτάσματος δεν έχουν ακόμη πλήρως ορισθεί. Γεωλόγοι και γεωφυσικοί με άριστη γνώση της περιοχής εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες για το πραγματικό μέγεθος του κοιτάσματος. Σε κάθε περίπτωση το θέμα της εκμετάλλευσης των πετρελαίων της Θάσου και του Βόρειου Αιγαίου γενικότερα δεν είναι υπόθεση μια μεμονωμένης εταιρείας αλλά θα έπρεπε κανονικά ν’ απασχολήσει την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση στο υψηλότερο επίπεδο. Θα έπρεπε εδώ και αρκετό καιρό ν’ αποτελεί αντικείμενο εθνικού σχεδιασμού και οργάνωσης με στόχο την προσέλκυση διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών, όπως πράττουν άλλα κράτη που επιθυμούν να αναπτύξουν τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές. Αντ’ αυτού την τελευταία εξαετία υπήρξε πλήρης απαξίωση της ερευνητικής δραστηριότητας για υδρογονάνθρακες τόσο από πλευράς κυβέρνησης όσο και των ΕΛΠΕ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις γεωλόγων πετρελαίου με σημαντική γνώση και εμπειρία στην έρευνα, η περιοχή πέριξ της τάφρου του Βορ. Αιγαίου περικλείει εκτενείς ψαμμιτικούς σχηματισμούς που συνιστούν τους ταμιευτήρες συγκεντρώσεως υδρογονανθράκων. Πράγματι η περιοχή γύρω από την Θάσο έχει εξακριβωμένα κοιτάσματα πετρελαίου με απολήψιμες ποσότητες της τάξεως των 80-100 εκ. βαρελιών (STB) και μη εξακριβωμένα άλλα τόσα, ενώ η περιοχή ανατολικά της Θάσου, σε απόσταση 6 ν.μ. εκτιμάται ότι περιέχει γύρω στα 900 εκ. βαρ. (STB) μη εξακριβωμένα. Επαλήθευση των σημαντικών αυτών αποθεμάτων, πολλώ δε μάλλω η εκμετάλλευση τους, δεν μπορεί να γίνει εάν δεν πραγματοποιηθούν προηγουμένως ερευνητικές γεωτρήσεις. Όμως τμήματα αυτής της περιοχής (ανατολικά της Θάσου) ευρίσκονται εκτός των σημερινών χωρικών υδάτων. Η αξιοποίηση των θα καταστεί δυνατή μόνον αφού οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα κατόπιν συμφωνίας με την Τουρκία (βλέπε Χάγη). Σε κάθε περίπτωση η πλήρης αξιοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων, έστω αυτών εντός των χωρικών μας υδάτων, θα μπορούσε άνετα να εξασφαλίσει ποσότητες της τάξεως των 30.000-40.000 βαρ./ημέρα καλύπτοντας έτσι ένα αξιοσημείωτο ποσοστό της καθημερινής εθνικής πετρελαϊκής κατανάλωσης της χώρας, η οποία ανέρχεται στα 380.000 βαρ./ημέρα περίπου. Εάν μάλιστα καταστεί δυνατή και η εκμετάλλευση των πετρελαίων ανατολικά της Θάσου η Ελλάδα θα μπορούσε να στοχεύσει σε παραγωγή άνω των 200.000 βαρ./ημέρα, με τα πετρέλαια να προσφέρουν κυριολεκτικά σανίδα σωτηρίας στην υπό κατάρρευση οικονομία της. Παραδόξως στην «ισχυρή» Ελλάδα της εκσυγχρονιστικής οκταετίας Σημίτη, χωρίς μελέτη και χωρίς περίσκεψη (εκτός βέβαια εάν υπάρχουν άλλες σκοπιμότητες οι οποίες κάποτε θα αποκαλυφθούν) ερρίφθη ελαφρά τη καρδία το απίθανο σύνθημα ότι η Ελλάδα δεν έχει πετρέλαιο και άρα πρέπει να απέχουμε από κάθε ερευνητική δραστηριότητα στο Αιγαίο. Τόσο πολύ άραγε φοβίζουν οι Τουρκικές απειλές ώστε να φθάνουμε σε σημείο πλήρους απεμπόλησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, διαδίδοντας μάλιστα, για να δικαιολογηθούμε, ότι η χώρα μας δεν έχει πετρέλαιο;