Του Σπύρου Παλαιογιάννη.*
Ένα αποφασιστικό βήμα για την εγκαθίδρυση της Ελλάδας ως κόμβου διαμετακόμισης αερίου από την κεντρική Ασία προς την Ευρώπη. Στις 23 Δεκεμβρίου 2003, υπογράφηκε στην Άγκυρα μια ιστορική συμφωνία μεταξύ της ΔΕΠΑ και της τουρκικής εταιρίας αερίου BOTAS, παρουσία του Υπουργού Ανάπτυξης της Ελλάδας κ. Α. Τσοχατζόπουλου και του Υπουργού Ενέργειας της Τουρκίας κ. Mehmet Hilmi Guler, που προβλέπει τη διασύνδεση των συστημάτων φυσικού αερίου της Ελλάδας και της Τουρκίας και την αγορά 750 εκ. κ.μ. αερίου ετησίως από την ελληνική πλευρά για δεκαπέντε χρόνια, αρχής γενομένης από το 2006. Η εν λόγω συμφωνία ήταν προϊόν σκληρής και συστηματικής δουλειάς μεταξύ των δύο κρατικών εταιριών και των κυβερνήσεων των δύο χωρών στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Προηγήθηκαν : -Το τριμερές Concluding Statement της 7ης Ιουλίου 2000 σε πολιτικό επίπεδο μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. -Το Πρωτόκολλο Συνεργασίας της 18ης Ιανουαρίου 2001 μεταξύ της ΔΕΠΑ και της BOTAS, στη βάση του οποίου εκπονήθηκαν από κοινού όλες οι αναγκαίες τεχνικοοικονομικές μελέτες για τη διασύνδεση των δύο συστημάτων αερίου. -Το Memorandum of Understanding της 28ης Μαρτίου 2002 μεταξύ της ΔΕΠΑ και της BOTAS με το οποίο τέθηκαν οι βάσεις για μια ευρύτερη και πολυεπίπεδη συνεργασία μεταξύ των δύο Εταιριών. -Η Διακυβερνητική Συμφωνία που υπέγραψαν τον Φεβρουάριο του 2003 στη Θεσσαλονίκη οι αρμόδιοι υπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας με την οποία οι κυβερνήσεις των δύο χωρών επαναβεβαίωσαν με συγκεκριμένο και επίσημο τρόπο την πολιτική τους βούληση να προχωρήσει η διασύνδεση των συστημάτων φυσικού αερίου, να προμηθευτεί η ΔΕΠΑ μια ποσότητα αερίου από την BOTAS και, το κυριότερο, να ενεργήσουν από κοινού ώστε να καταστεί δυνατή η διαμετακόμιση αερίου από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας προς τις Ευρωπαϊκές και Βαλκανικές αγορές. Η συμφωνία της 23ης Δεκεμβρίου 2003 είναι ιδιαίτερα σημαντική από πολιτική, στρατηγική και οικονομική άποψη. Ενταγμένη μέσα σε ένα συνολικότερο σχέδιο που αποσκοπεί στη μεταφορά σημαντικών ποσοτήτων φυσικού αερίου από τις πλούσιες σε κοιτάσματα χώρες της κεντρικής Ασίας προς τις ελλειματικές σε αέριο (στις επόμενες δεκαετίες) αγορές της Ευρώπης και των Βαλκανίων, μπορεί να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδας και της Τουρκίας και των δύο συμβαλλόμενων Εταιριών (ΔΕΠΑ και BOTAS) στο ενεργειακό γίγνεσθαι της ευρύτερης περιοχής, με σημαντικά οικονομικά και άλλα οφέλη από τη διαμετακόμιση αερίου μέσω της επικράτειάς τους. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τη σημασία αυτή της συμφωνίας. Από πολιτική άποψη η συμφωνία της 23ης Δεκεμβρίου 2003 αποτελεί την πρώτη έμπρακτη απόδειξη / καρπό της πολιτικής ελληνοτουρκικής φιλίας και προσέγγισης που εγκαινιάσθηκε το 1999 από τις κυβερνήσεις των δύο χωρών, με αρχιτέκτονες τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Γεώργιο Παπανδρέου και του τότε ομολόγου του στην Τουρκία κ. Ισμαήλ Τζέμ. Είναι αναμφισβήτητο ότι τέτοιου είδους μακροπρόθεσμες συμφωνίες μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας συμβάλλουν αποφασιστικά στην επίτευξη του πολιτικού στόχου της συνεργασίας και της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο χωρών, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτές έχουν από τη φύση τους ή μπορούν να δημιουργήσουν προοπτικά πολλαπλασιαστικά, οικονομικά και άλλα φαινόμενα. Από στρατηγική άποψη η συμφωνία πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των εξελίξεων και των ραγδαίων μεταβολών που συντελούνται στις μέρες μας (ή/και που πρόκειται να συντελεσθούν στα επόμενα χρόνια) στον ενεργειακό τομέα της Ευρώπης και των γειτονικών σ’ αυτήν περιοχών (χωρίς να παραβλέπεται και η σημασία των υφιστάμενων ή και των πιθανών περιφερειακών γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων και συγκρούσεων στη περιοχή αυτή). Η Ευρωπαϊκή Ένωση (EU-15) έχει σήμερα το 2% των παγκόσμιων βεβαιωμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου και το 12% της παγκόσμιας παραγωγής αερίου (οι κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής αερίου είναι η Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο). Οι ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αέριο καλύφθηκαν το 2002 κυρίως με εισαγωγές από τη Ρωσία (80 bcm), την Αλγερία (55 bcm), την Νορβηγία (45 bcm) και από λοιπές χώρες με την μορφή LNG (15 bcm). Έγκυροι ενεργειακοί οργανισμοί όπως ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας και η Eurogas προβλέπουν ότι η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση (πιο συγκεκριμένα οι 15 χώρες που την αποτελούν σήμερα) θα πρέπει να διασφαλίσουν επιπρόσθετες εισαγωγές αερίου που θα ανέλθουν σε 50 δισ. κ.μ. το 2010 και σε 140 δισ. κ.μ. το 2020, δεδομένου ότι αφενός αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά η ζήτηση του αερίου στα επόμενα χρόνια και αφετέρου να μειωθεί δραστικά η εγχώρια παραγωγή αερίου στην Ευρώπη. Εκτός από τους υφιστάμενους σήμερα προμηθευτές αερίου που προαναφέρθηκαν, ως νέοι πιθανοί προμηθευτές αερίου προβάλλουν χώρες της ευρύτερης περιοχής της Κασπίας (Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν), χώρες της Μέσης Ανατολής (Ιράν, Ιράκ κλπ) και χώρες της Βορείου Αφρικής (Αίγυπτος και Λιβύη). Εδώ ακριβώς εδράζεται και η στρατηγική σημασία που μπορεί να αποκτήσει ο ελληνοτουρκικός αγωγός φυσικού αερίου. Μπορεί να αποτελέσει το πρώτο και σε πολύ καλό timing αποφασιστικό βήμα προς τη δημιουργία του λεγόμενου South European Gas Ring, που μπορεί να επιτρέψει τη πρόσβαση των καταναλωτών της Ευρώπης και των Βαλκανίων στα μεγάλα κοιτάσματα αερίου που υπάρχουν στην περιοχή της Κασπίας, στο Ιράν και σε άλλες γειτονικές χώρες. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η Ευρωπαϊκή Ένωση εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο σχέδιο και το έχει εντάξει στα πρώτης προτεραιότητας έργα που θα υλοποιηθούν στα επόμενα χρόνια. Το ίδιο ενδιαφέρον, αν και για διαφορετικούς λόγους, εκδηλώνουν και οι ΗΠΑ. Για να καταστεί δυνατή η διαμετακόμιση αερίου από την Κασπία στην Ιταλία για παράδειγμα, θα πρέπει εκτός από την ελληνοτουρκική διασύνδεση να ολοκληρωθούν επιπρόσθετα και οι επενδύσεις εξόρυξης και μεταφοράς αερίου από το κοίτασμα του Shak Deniz μέσω του αγωγού Μπακού – Τυφλίδας – Erzurum (υπό κατασκευήν, με χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης το 2006), καθώς και να προωθηθεί το έργο της διασύνδεσης της Ελλάδας με την Ιταλία (έργο που είναι ενταγμένο στο ΚΠΣ ΙΙΙ και που μελετάται από κοινού από τη ΔΕΠΑ, τη BOTAS και την ιταλική EDISON, με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2008). Σε περίπτωση που, όπως όλα δείχνουν, η ελληνοτουρκική διασύνδεση δρομολογηθεί, τότε αναλόγως των διεθνών συμφωνιών που θα υπάρξουν θα είναι δυνατή η μεταφορά 10 – 18 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως προς τις αγορές της Ιταλίας και της Κεντρικής Ευρώπης ή / και των Βαλκανίων από τους παραγωγούς της Κασπίας ή και από παραγωγούς άλλων χωρών (σημειώνεται το έντονο ενδιαφέρον που υπάρχει από το Ιράν, δεδομένου ότι υφίσταται ήδη αγωγός αερίου που τροφοδοτεί την Τουρκία και που παραμένει ακόμα σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητος). Μια εναλλακτική διαδρομή διοχέτευσης αυτών των ποσοτήτων αερίου μέσω της Ελλάδας θα μπορούσε να ήταν ένας άλλος αγωγός που θα διέσχιζε τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και θα κατέληγε στην Αυστρία. Για μια τέτοια προοπτική (ιδιαίτερα σημαντική για τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας στα Βαλκάνια) εργάζεται ήδη η ΔΕΠΑ (από κοινού με την BOTAS) και το πρώτο βήμα προς αυτή τη κατεύθυνση έγινε με την υπογραφή σχετικού Πρωτοκόλλου Συνεργασίας με εκπροσώπους όλων των ενεργειακών εταιριών / οργανισμών των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανίας, Σερβίας, Βοσνίας – Ερζεγοβίνης ΠΓΔΜ, Κροατίας και Σλοβενίας) τον Απρίλιο του 2003 στη Θεσσαλονίκη. Από οικονομική άποψη η συμφωνία της 23ης Δεκεμβρίου 2003 είναι αφ’ εαυτής σημαντική αρκεί να αναφερθεί ότι ο προϋπολογισμός του έργου του ελληνοτουρκικού αγωγού φτάνει τα 250 εκ. δολλάρια (100 εκ. $ για τη ΔΕΠΑ και 150 εκ. $ για τη BOTAS), ενώ η αξία του αερίου που θα αγοράζει η ΔΕΠΑ θα είναι τάξης των 80 - 90 εκ. $ ετησίως. Περισσότερο όμως εντυπωσιακά είναι τα οικονομικά οφέλη που μπορεί να υπάρξουν για τη ΔΕΠΑ στη περίπτωση που η χώρα μας εγκαθιδρυθεί ως κόμβος διαμετακόμισης αερίου και καταστεί δυνατή η μεταφορά των ποσοτήτων που προαναφέρθηκαν προς την Ιταλία και τα Βαλκάνια. Τα έσοδα που μπορεί να διασφαλίσει η ΔΕΠΑ στην περίπτωση αυτή με τη μορφή τελών διέλευσης αερίου μπορεί να είναι της τάξης του των 100-200 εκ. $ ετησίως (ανάλογα με τις ποσότητες αερίου που θα μεταφέρονται). Έτσι, η προφανής αναβάθμιση του ρόλου της ΔΕΠΑ μετά την υπογραφή της συμφωνίας της 23ης Δεκεμβρίου 2003, σε συνδυασμό και με τα σημαντικότατα προσδοκώμενα οφέλη από τέλη διέλευσης αερίου, είναι φανερό ότι μεταβάλλουν ουσιαστικά και την οικονομική αποτίμηση (εμπορική αξία) της ΔΕΠΑ, γεγονός που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη σε οποιαδήποτε προσπάθεια ιδιωτικοποίησής – μετοχοποίησής της. Ακόμα όμως και αν για οποιοδήποτε λόγο δεν υλοποιηθεί το ευρύτερο σχέδιο για τη δημιουργία του South European Gas Ring (εξέλιξη που θα πρέπει να θεωρείται ως ελάχιστα πιθανή), η ελληνοτουρκική διασύνδεση δεν χάνει τη σημασία της για τη χώρα μας και τη ΔΕΠΑ αφού μπορεί να διασφαλίσει : -την κάλυψη μέρους ή και του συνόλου των αναγκαίων πρόσθετων ποσοτήτων αερίου που θα χρειασθεί η ελληνική αγορά στα επόμενα χρόνια (νέες συμβάσεις προμήθειας). -τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας αερίου και κατ’ επέκταση την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού της χώρας με φυσικό αέριο και -τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ύπαρξη ανταγωνισμού στην προμήθεια αερίου που θα εξασφαλίσει μεσομακροπρόθεσμα μεγαλύτερη σταθερότητα και καλύτερες τιμές αερίου στην ελληνική αγορά προς όφελος των καταναλωτών. Με βάση όλα όσα εξετέθησαν παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ΔΕΠΑ εισέρχεται πλέον σε μια νέα περίοδο και η εμβέλειά της δεν περιορίζεται μόνο στα ελληνικά ενεργειακά πράγματα. Από το 2006 η ΔΕΠΑ θα έχει έναν ακόμα προμηθευτή αερίου, οπότε και τυπικά θα λήξει η εξαίρεση της Ελλάδας από την υποχρεωτική εφαρμογή των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το άνοιγμα της αγοράς του φυσικού αερίου στον ανταγωνισμό. Το κυριότερο, οι αναγκαίες πρόσθετες ποσότητες αερίου που θα απαιτηθούν για την κάλυψη της ζήτησης στα επόμενα χρόνια, θα μπορούν να αναζητηθούν είτε από υφιστάμενους είτε και από νέους προμηθευτές (παραγωγούς της Κασπίας, του Ιράν, της Αιγύπτου, κλπ) με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα της τιμής του αερίου κυρίως, ενώ ταυτόχρονα είναι τώρα περισσότερο πιθανό από ποτέ να κερδηθεί το στοίχημα της εγκαθίδρυσης της χώρας μας ως κόμβου διαμετακόμισης αερίου προς τις αγορές της Ευρώπης και των Βαλκανίων. *Ο κ. Σπύρος Παλαιογιάννης είναι χημικός και κάτοχος MBA του KINGSTON UNIVERSITY (UK). Κατέχει τη θέση του Γενικού Διευθυντή Εμπορίας της ΔΕΠΑ Α.Ε. και είναι αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης.