του Ευθ. Π. Πέτρου
Είναι αφέλεια να πιστεύη κανείς ότι είναι εφικτό να επιτευχθή λύσις του Κυπριακού μέχρι τον Μάιο, όπως επιδιώκει ο “διεθνής παράγων”. Μπορεί η λύσις να είναι ένας στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αλλά δεν είναι νέος στόχος. Χρονολογείται από τριακονταετίας. Και όμως λύσις δεν επετεύχθη! Επί 30 έτη επίσης, η αμερικανική διπλωματία επιδιώκει την αποκλιμάκωση της εντάσεως μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. και όμως κατά την περίοδο αυτή, οι δύο χώρες ευρέθησαν δις, στην δίνη μειζόνων κρίσεων. Ουσιαστικά στα πρόθυρα συρράξεως. Είναι δηλαδή πασιφανές ότι η πρόθεσις της μοναδικής υπερδυνάμεως, δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επίλυση ενός προβλήματος. Ενδεχομένως αναγκαία. Όχι όμως και ικανή! Με δεδομένες τις παραμέτρους του προβλήματος όμως, το βασικό ερώτημα είναι, αν η επίτευξις λύσεως μέχρι τον Μάιο πρέπει να περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες της ελληνικής πλευράς. Επιδιώκουμε βεβαίως την λύση του προβλήματος. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να βάλλουμε παρωπίδες, ούτε ότι πρέπει να απεμπολήσουμε τις δυνατότητες μας για διπλωματικούς ελιγμούς. Θα λέγαμε μάλιστα ότι όσοι γνωρίζουν το θέμα, πρέπει να επιμείνουν πως σε καμμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να δεχθούμε λύση πριν την 1 Μαΐου. Έχουμε και κατά το παρελθόν επισημάνει πόσο δυσμενές για την ελληνική πλευρά είναι το Σχέδιο Αννάν. Και ότι στην πραγματικότητα δεν αποτελεί λύση, αφού επανεισάγει όλα εκείνα τα προβλήματα των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, που οδήγησαν σε λίγα μόνο χρόνια στην κατάρρευση του κρατικού μοντέλου που εισήγαγαν. Δεν υπάρχη λοιπόν καμμία βεβαιότης -απεναντίας μάλιστα- ότι η λύσις του Σχεδίου Αννάν θα είναι βιώσιμη. Ανεξαρτήτως τούτου όμως η 1 Μαΐου είναι μια ιστορική ημερομηνία, αλλά και ημερομηνία – ορόσημο. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι μία από τις απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς είναι όπως το νέο κυπριακό κράτος, συγκροτηθή εκ του μηδενός. Όπως δεν αποτελή συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας που ιδρύθηκε το 1960. Το θέλουμε άραγε αυτό; Ασφαλώς όχι διότι θα σημάνη υποβάθμιση της ελληνοκυπριακής πλειονότητος στο ίδιο επίπεδο με την τουρκοκυπριακή μειονότητα. Αλλ’ εάν φθάσουμε στην 1η Μαΐου, την ημερομηνία δηλαδή κατά την οποία πρέπει να υπογραφή η επίσημος ένταξις της Κύπρου στην ΕΕ, το συγκεκριμένο τουλάχιστον ζήτημα επιλύεται από μόνο του. Αφού η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το κράτος που θα εισέλθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν τίθεται από εκεί και πέρα ζήτημα “νέου” κράτους. Δηλαδή με ευκολία και χωρίς κανένα κόστος η ελληνική πλευρά έχει καταγάγει μια σημαντική διπλωματική επιτυχία και έχει εξαλείψει μια από τις τουρκικές απαιτήσεις. Μετά την 1η Μαΐου, η Κυπριακή Κυβέρνησις θα είναι και με την σφραγίδα της Ευρώπης η μόνη νομίμως ανεγνωρισμένη κυβέρνησις στην Κύπρο. Οι απαιτήσεις των Τούρκων για αναγνώριση του ψευδοκράτους θα παύσουν να έχουν αντικείμενο. Για να επιτευχθούν τέτοιοι στόχοι, αποφασίσθηκε να αναληφθή η προσπάθεια εντάξεως της Κύπρου στην Ευρώπη. Για ποιο λόγο λοιπόν, τώρα που πλησιάζουμε, πρέπει να απεμπολήσουμε τα ευμενή αποτελέσματα μιας επιτυχημένης πολιτικής; Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, τις διακεκηρυγμένες θέσεις της Αγκύρας, η οποία όταν τα πράγματα φθάνουν στην ουσία δεν κρύβει τις προθέσεις της. “Η Κύπρος είναι μεγάλης σημασίας και σίγουρα θέλουμε μια Κύπρο από την οποία δεν θα μπορούμε να αποσυρθούμε και απ’ όπου θα μπορούμε να υπερασπιζόμαστε την Τουρκία.” Αυτό δήλωσε ο αρχηγός των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Χιλμί Οζκιόκ. Και είναι ο πλέον αρμόδιος να διερμηνεύση τις προθέσεις της χώρας του. Πολύ πιο αρμόδιος από οιονδήποτε πρωθυπουργό ή κυβερνητικό αξιωματούχο.