Του Κ. Ν. Σταμπολή
Σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα ευρίσκεται σήμερα αρκετά μπροστά στην ανάπτυξη των ενεργειακών της υποδομών και στην οργάνωση της ενεργειακής της αγοράς. Τα τελευταία χρόνια αυτή έχει επεκταθεί και αναβαθμιστεί τόσο με την είσοδο όλων των μεγάλων ενεργειακών ομίλων στο Χρηματιστήριο (λ.χ. ΕΛΠΕ, ΔΕΗ, Motoroil) αλλά και την δημιουργία και δραστηριοποίηση εκατοντάδων νέων επιχειρήσεων που μεταξύ τους καλύπτουν όλο το φάσμα του ενεργειακού κλάδου (δηλ. ηλεκτρισμός, φ. αέριο, στερεά καύσιμα, ηλιακή και αιολική ενέργεια κλπ.). Ο ετήσιος κύκλος εργασιών του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα θεωρείται από τους πλέον υψηλούς, σε σύγκριση με αυτούς άλλων τομέων και αντιστοιχεί περίπου στο 11% του ΑΕΠ, και μάλιστα με αυξητικές τάσεις. Από πλευράς υποδομών η δεκαετία που πέρασε χαρακτηρίζεται από την ολοκλήρωση της βασικής υποδομής για την εισαγωγή του φυσικού αερίου και την έναρξη διείσδυσης του στο ενεργειακό σύστημα της χώρας. Η κατασκευή και λειτουργία των πρώτων ιδιωτικών αιολικών πάρκων υπήρξε και αυτή μια σημαντική εξέλιξη στον τομέα των ενεργειακών επενδύσεων. Δεν θα ήτο υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η ενέργεια αποτελεί τον κατ’ εξοχήν στρατηγικό τομέα ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας και άρα οι εξελίξεις σε αυτόν τον χώρο μοιραία επηρεάζουν τις αναπτυξιακές προοπτικές όλης της οικονομίας. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις ειδικών του χώρου ο τομέας της Ενέργειας μετά το 2004 θα αποτελέσει το τμήμα εκείνο της οικονομίας που μπορεί ν’ αναπτυχθεί ταχύτερα συμπαρασύροντας μαζί του και άλλους τομείς. Εξ’ άλλου άφθονη και φθηνή ενέργεια αποτελεί την προϋπόθεση ανάπτυξης των περισσοτέρων οικονομικών δραστηριοτήτων. Γι’ αυτό το πώς θ’ αναπτυχθεί περαιτέρω ο ενεργειακός τομέας παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον. Η ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα όμως θα πρέπει ν’ αξιολογηθεί στα πλαίσια του επικρατούντος οικονομικού κλίματος, στην Ελλάδα και κυρίως διεθνώς. Αφ’ ενός μεν ευρισκόμεθα ακόμη σε μία φάση έντονης οικονομικής αστάθειας, παρά την παρατηρούμενη ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ και την Κινεζική υπερανάπτυξη, όπου ο χώρος της ενέργειας παραμένει παραδόξως από τους πλέον σταθερούς σε ότι αφορά τον μακροχρόνιο προγραμματισμό και αποφάσεις για επενδύσεις. Οι οποίες επενδυτικές αποφάσεις (και στον τομέα της ενέργειας ομιλούμε για δισεκ. ευρώ τον χρόνο) λαμβάνονται μετά από ενδελεχή αξιολόγηση και με πλήρη χρηματοδοτική εξασφάλιση. Αφ’ ετέρου διερχόμαστε μία περίοδο μεγάλης γεωπολιτικής αβεβαιότητας σε ότι αφορά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τη διεθνή τρομοκρατία, οι οποίες πολύ σύντομα μπορεί να μας οδηγήσουν σε απρόβλεπτες εξελίξεις και την εισαγωγή πρωτόγνωρων οικονομικών παραμέτρων. Είναι λογικό λοιπόν να διαμορφώνονται σοβαρά ερωτήματα ως προς την ενεργειακή πορεία της χώρας η οποία, ευρίσκεται αντιμέτωπη με σειρά κρισίμων επιλογών. Ποία είναι όμως τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα, ή εάν θέλετε οι μεγάλες αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν μέσα στους επόμενους μήνες, και μάλιστα από την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 7ης Μαρτίου; Παραθέτουμε μερικά από τα πλέον σημαντικά: (1)Κατ’ αρχάς προέχει η απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας πρώτα, και του φυσικού αερίου αργότερα, με την έννοια της εισαγωγής ανταγωνισμού στο σύστημα και την δημιουργία δυνατοτήτων για επιλογή προμηθευτή από πλευράς καταναλωτού. Η μέχρι σήμερα πορεία για την δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού είναι μάλλον απογοητευτική, όχι λόγω ολιγωρίας των υπευθύνων φορέων, αλλά λόγω των αντιδράσεων που έχουν προκύψει από τα διάφορα κατεστημένα συμφέροντα, κυρίως από τις οργανωμένες συνδικαλιστικές μειοψηφίες και την κρατικοδίαιτη νομεκλατούρα, οι οποίες εκλαμβάνουν την απελευθέρωση, έστω ενός μικρού τμήματος της αγοράς, ως θανάσιμη απειλή και όχι ως αφορμή για επενδύσεις και ανάπτυξη. Η δημιουργία όμως συνθηκών ανταγωνισμού στην ενεργειακή αγορά αποτελεί μονόδρομο και δέσμευση της χώρας μας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλλον δεν έχουμε επιλογή σε αυτό το θέμα. Το ερώτημα επομένως που τίθεται είναι με ποιο τρόπο, επωφελέστερο για τα συμφέροντα της χώρας, θα μεταβούμε στις νέες συνθήκες αγοράς και όχι εάν πρέπει να προχωρήσουμε ή όχι. Να σημειώσουμε ότι ο ρόλος του Φυσικού Αερίου, το οποίο σήμερα εισάγεται εξ’ ολοκλήρου από τη Ρωσία, κρίνεται ιδιαίτερα κρίσιμος αφού είναι το καύσιμο πάνω στο οποίο θα βασισθεί κάθε μελλοντική επένδυση στην ηλεκτροπαραγωγή και στην Βιομηχανία. (2)Μία δεύτερη κρίσιμη επιλογή είναι εάν θα μπορέσουμε σαν χώρα να κινητοποιήσουμε επιτέλους τις απαραίτητες δυνάμεις, να ξεπεράσουμε τα σοβαρά γραφειοκρατικά εμπόδια και να προσφέρουμε τα απαραίτητα κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα και στην τοπική αυτοδιοίκηση για ν’ αναπτύξουμε περαιτέρω και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ότι σήμερα, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Όλες οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως πολιτικής κατευθύνσεως, και για λόγους φιλοπεριβαλλοντικού προφίλ αρέσκονται να δηλώνουν ότι υποστηρίζουν τις ΑΠΕ. Η αλήθεια είναι όμως ότι στην πράξη αδρανούν αφού η συνεισφορά σήμερα των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας είναι από μηδαμινή ως ελάχιστη και η μέχρι σήμερα πορεία δεν προδικάζει ότι θα μπορέσουν οι ΑΠΕ να συνεισφέρουν κάτι παραπάνω από το 5% στο ενεργειακό ισοζύγιο σε μακροπρόθεσμο βάση. Όμως τόσο οι υποχρεώσεις μας στα πλαίσια του πρωτοκόλλου του Κιότο όσο και το δυναμικό της χώρας που προσφέρεται για αξιοποίηση από τις ΑΠΕ είναι τέτοιο που θα πρέπει οι στόχοι να επαναξιολογηθούν με στόχο την κάλυψη τουλάχιστον του 10% των ενεργειακών αναγκών της χώρας από ΑΠΕ την τρέχουσα δεκαετία. Είναι εντροπή μια χώρα όπως η Ελλάδα η οποία απολαμβάνει υψηλή ηλιοφάνεια, δυνατούς και σταθερούς ανέμους, εκτενή γεωθερμικά πεδία και διαθέτει άριστο υδροηλεκτρικό δυναμικό και πλούσια γεωργική παραγωγή να μην είναι σε θέση να αξιοποιήσει την πλεονεκτική της θέση στις ΑΠΕ. Δυστυχώς αυτό που χαρακτηρίζει την στάση των εκάστοτε κυβερνώντων είναι ότι αντιλαμβάνονται την ανάπτυξη των ΑΠΕ ως αναγκαίο κακό, στα πλαίσια μιας ασαφούς ενεργειακής πολιτικής και όχι ως μέσο για την παραγωγή καθαρής και εγχώριας ενέργειας. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης όμως (π.χ. Γερμανία, Ισπανία) η αντιμετώπισή τους προς τις ΑΠΕ είναι διαμετρικά αντίθετη. Π.χ. στον τομέα της Αιολικής Ενέργειας είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από μία δεκαετία ισχυρών κινήτρων (βλέπε Ν. 2244/94) μόλις και δια της βίας η Ελλάδα έχει 380 MW εγκαταστημένης αιολικής ισχύος σε σύγκριση με την Ισπανία και Γερμανία όπου η εγκαταστημένη ισχύς από αιολικά συστήματα μόνο ανέρχεται στα 5,200MW και 13,200MW αντίστοιχα. (3)Ένα άλλο βασικό ερώτημα είναι εάν σαν χώρα θα μπορέσουμε ν’ εκμεταλλευτούμε τα όποια πλεονεκτήματα διαθέτουμε αυτήν την χρονική περίοδο στην Ν.Α Ευρώπη ώστε να προχωρήσουμε στην χάραξη και υλοποίηση μιας βαλκανικής ενεργειακής πολιτικής με την οργανωμένη διείσδυση των ενεργειακών μας επιχειρήσεων στις ραγδαία αναπτυσσόμενες ενεργειακές αγορές της Ν.Α Ευρώπης. Ενώ μερικές Ελληνικές επιχειρήσεις, προερχόμενες κυρίως από τον χώρο του πετρελαίου, σαν αποτέλεσμα δικών των προσπαθειών, έχουν κατορθώσει να αναπτύξουν δραστηριότητες στις γειτονικές χώρες διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει μία ευρύτερη πολιτική σε εθνικό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας πρωτοπορεί και ηγείται προσπαθειών σε Κοινοτικό επίπεδο για την ανάπτυξη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ΝΑ Ευρώπη (το γνωστό Athens Process) η διείσδυση από πλευράς Ελληνικών επιχειρήσεων στον ηλεκτρικό τομέα, για να μην αναφέρουμε καθόλου τους τομείς ΑΠΕ και Φ. Αέριο, είναι σήμερα μηδαμινή. Όμως οι ευκαιρίες προνομιακής δραστηριοποίησης στην ευρύτερη περιοχή δεν θα υπάρχουν για πολύ ακόμα. (4) Μία τελευταία σημαντική επιλογή είναι εάν θα εξακολουθήσουμε ν’ αυξάνουμε την εξάρτηση μας από εισαγόμενα καύσιμα ή εάν θ’ αποφασίσουμε επιτέλους ν’ αντιληφθούμε το πόσο επικίνδυνο είναι αυτό, και θα δράσουμε αναλόγως. Τα τελευταία δέκα χρόνια η εξάρτηση της Ελλάδας από εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες περίπου. Το 2000 οι ενεργειακές ανάγκες της καλύφθηκαν από εισαγόμενα καύσιμα (κατά κύριο λόγο πετρέλαιο) σε ποσοστό της τάξεως του 70%. Η τάση αυτή, σύμφωνα με τον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό της Ρ.Α.Ε. θα συνεχιστεί και προβλέπεται ότι, το 2020 η ενεργειακή εξάρτηση της Χώρας θα προσεγγίσει το 75%. Ένα υπερβολικά υψηλό και ως εκ τούτου αρκετά επικίνδυνο νούμερο. Οπωσδήποτε υπάρχουν και άλλες κρίσιμες επιλογές και άλλα σοβαρά θέματα που έχουν σχέση με την ενέργεια και την διαμόρφωση του ενεργειακού κλάδου γενικότερα. Πολλά θα εξαρτηθούν από την επιτυχία η μη εισαγωγής μεγαλύτερου ανταγωνισμού στο σύστημα και την θέσπιση κινήτρων σε όλο το επενδυτικό φάσμα δηλ. από τον οικιακό καταναλωτή που λαμβάνει αποφάσεις σε επίπεδο νοικοκυριού μέχρι την βιομηχανία και τον θεσμικό επενδυτή που είναι υπεύθυνοι για μεγάλες καταναλώσεις.