Του Θ. Σκυλακάκη
Η τύχη κάθε εκλογικής αναμέτρησης εξαρτάται καθοριστικά από τα θέματα που απασχολούν την κοινή γνώμη κατά τη διάρκεια των εβδομάδων της προεκλογικής εκστρατείας. Πρόκειται για την λεγόμενη agenda των εκλογών, την οποία επιδιώκουν να διαμορφώσουν τα κόμματα αναδεικνύοντας ιδέες, προτάσεις και προγράμματα και δημιουργώντας «κακές» ειδήσεις για τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ως τώρα στην agenda των εκλογών δεν έχει παρά μόνο περιφερειακά εισέλθει το θέμα που περισσότερο ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, το θέμα δηλαδή της οικονομίας. Η οικονομία αποτελεί την πιο καθοριστική παράμετρο κάθε εκλογικής αναμέτρησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πολιτικές επιστήμες υπάρχουν ολόκληρα μοντέλα πολιτικής συμπεριφοράς και αντίστοιχες εμπειρικές έρευνες, που δείχνουν ότι ιστορικά υπάρχει στατιστικά σημαντική σύνδεση μεταξύ οικονομικών δεικτών και υπερψήφισης ή καταψήφισης των κυβερνήσεων που είχαν την ευθύνη της σχετικής οικονομικής διαχείρισης. Μέχρι σήμερα η οικονομία δεν έχει μπει ακόμα στο επίκεντρο της σημερινής αναμέτρησης. Ο κ. Παπανδρέου δεν την επέλεξε ως θέμα από το οποίο θα ξεκινήσει την εκλογική του εκστρατεία, ενώ η Νέα Δημοκρατία δεν έχει ακόμα παρουσιάσει ούτε το οικονομικό της πρόγραμμα, ούτε τα συγκεκριμένα - άμεσης εφαρμογής- μέτρα πολιτικής που θα το εξειδικεύουν. Από την πλευρά του κ. Παπανδρέου η αποφυγή της συζήτησης της οικονομίας είναι λογική επιλογή αφού ο ίδιος δεν έχει διαμορφωμένο ισχυρό προφίλ στα οικονομικά θέματα και οι «ρήξεις» τις οποίες επαγγέλλεται χωρίς σημαντικό πολιτικό κόστος σε άλλους τομείς, θα έχουν καταλυτικό κόστος σε θέματα οικονομίας. Το ΠΑΣΟΚ έχει τεράστια κομματικά συμφέροντα (συνδικαλιστικές και άλλες συντεχνίες, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα κ.λπ.), που συνδέονται άμεσα με τη διατήρηση του status quo στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις στον στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα αποτελούν τον κορμό οποιουδήποτε σοβαρού οικονομικού προγράμματος. Τα οφέλη για την κοινωνία είναι παρόμοια όποια κυβέρνηση και αν εφαρμόσει μια πολιτική μεταρρυθμίσεων. Το πολιτικό κόστος όμως είναι πολύ μεγαλύτερο για το ΠΑΣΟΚ, σε σχέση με αυτό της Νέας Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα τα κόμματα της κεντροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν παραδοσιακά πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία σε θέματα οικονομίας, σε σχέση με τα κόμματα με σοσιαλιστικές καταβολές. Η παρουσίαση του οικονομικού προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας είναι συνεπώς μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία, η οποία μπορεί και να κρίνει το αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Φτάνει να υπάρχει το κατάλληλο μίγμα μεταρρυθμιστικής δυναμικής και ρεαλιστικής κατανομής των ωφελειών των μεταρρυθμίσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η λέξη «ρεαλιστική», που χρησιμοποιείται αντί της λέξης «δίκαιη», γιατί η πολιτική εμπειρία έχει δείξει ότι όσο τολμηρότερο είναι ένα «πακέτο» μεταρρυθμίσεων, τόσο περισσότερο η κατανομή των ωφελειών θα πρέπει να καλύπτει αυτούς που θα παρεμποδίσουν την υλοποίησή της, διότι έχουν επενδεδυμένα συμφέροντα στην καθεστηκυία τάξη. Αν πρόκειται να αποκρατικοποιηθεί για παράδειγμα ο ΟΤΕ θα πρέπει να υπάρχει μια διασφάλιση των ασφαλιστικών παροχών που απολάμβαναν οι εργαζόμενοι με το προηγούμενο καθεστώς, έστω και αν αυτό είναι άδικο σε σχέση με τον μέσο εργαζόμενο στο ΙΚΑ που κάνει την ίδια δουλειά. Αλλιώς οι αντιδράσεις θα εμποδίσουν την τελική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όπως άλλωστε συνέβη στην περίοδο 1990-93. Ακόμα είναι ανάγκη οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που θα αποτελέσουν εκλογικά παραδείγματα να εξειδικεύονται σε κάποιο βαθμό αναλυτικά, έτσι ώστε να μην μπορούν να συκοφαντηθούν με χρήση του «φόβου του αγνώστου», που αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό κάθε μεταρρύθμισης. Με τις προϋποθέσεις αυτές και την κατάλληλη επικοινωνιακή υποστήριξη, η οικονομία –με βάση τα προγραμματικά στοιχεία τα οποία ήδη γνωρίζουμε αλλά και την γενικότερη πολιτική παράδοση της κεντροδεξιάς- μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις επόμενες εκλογές.