Του Μιχάλη Καϊταντζίδη
Η μέχρι τώρα ενεργειακή πολιτική καταλήγει σε πλήρη αδυναμία περιορισμού των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου στα όρια του Πρωτοκόλλου του Κιότο αλλά και στην είσοδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ποσοστό που ορίζει η οδηγία της Ε.Ε. Τα σχετικά στοιχεία προέρχονται από μελέτη που πραγματοποίησε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) κατά παραγγελίαν του ΥΠΕΧΩΔΕ, ως αρμόδιου φορέα για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο στην Ελλάδα. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι με την θέση σε ισχύ της διαδικασίας για την εμπορία ρύπων, η Ελλάδα σύντομα θα πρέπει να καταβάλει κάθε χρόνο μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, που το 2010 θα φτάσουν περίπου τα 300 εκατ. δολάρια, για την αγορά ρύπων από άλλες χώρες (κυρίως αναπτυσσόμενες), οι οποίες έχουν τα σχετικά περιθώρια. Όπως είναι φυσικό, το επιπλέον κόστος θα καλύπτεται από τους ίδιους τους καταναλωτές μέσω των τιμών της ενέργειας. Η μελέτη της ΡΑΕ, αφού αναλύει τα σενάρια ανάπτυξης της ηλεκτροπαραγωγής, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και τις άδειες που έχει προχωρήσει η κυβέρνηση, καταλήγει ότι το 2010 η Ελλάδα θα εκπέμπει περίπου 34 εκατ.τόνους διοξειδίου του άνθρακα περισσότερους από το 1990, έναντι μόνο 17 εκατ. τόνων που προβλέπονται. Το Γνωρίζουν Η εξέλιξη αυτή είναι γνωστή στην κυβέρνηση. Ήδη από πέρυσι η έκθεση του Αστεροσκοπείου Αθηνών, που παρακολουθεί την εξέλιξη της αύξησης των εκπομπών ανέφερε ότι ήδη από το 2002 σχεδόν κάλυψε όλα τα περιθώρια που είχε στην αύξηση των ρύπων, μέχρι το 2010. Έτσι η μελέτη της ΡΑΕ, έρχεται ως επιβεβαίωση μιας κατάστασης που θα αντιμετωπίσουν οι μελλοντικές κυβερνήσεις και όλοι οι καταναλωτές στο μέλλον. Με βάση το σενάριο που αναλύει η ΡΑΕ την εξαγωγή των συμπερασμάτων, το 2010 στην Ελλάδα η ζήτηση θα ανέρχεται σε 65.000 γιγαβατώρες (περίπου 10.000 περισσότερες από το 2003) και θα πρέπει να ενταχθούν στο σύστημα νέες μονάδες ισχύος 5.500 μεγαβάτ. Τον ίδιο χρόνο ο λιγνίτης θα συνεχίσει να είναι το βασικό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή, με πάνω από 5.000 μεγαβάτ. Επίσης, θα υπάρχουν ακόμη 2.349 μεγαβάτ που θα χρησιμοποιηθούν πετρελαιοειδή (νησιά, Κρήτη, Ρόδος), 4.166 μεγαβάτ μονάδων συνδυασμένου κύκλου με φυσικό αέριο, 1.504 μεγαβάτ αεριοστροβίλων με χρήση αερίου για κάλυψη αναγκών αιχμής και 2.658 μεγαβάτ σε μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα. Τον ίδιο χρόνο (δηλ. το 2010), οι ανεμογεννήτριες, που παράγουν απολύτως καθαρή ενέργεια, θα βρίσκονται στα επίπεδα των 958 μεγαβάτ και συνολικά οι ανανεώσιμες (μαζί με τα μικρά υδροηλεκτρικά κ.λπ.) στα επίπεδα των 1.100 μεγαβάτ, τη στιγμή που θα έπρεπε βάσει της κοινοτικής οδηγίας να έχουν τριπλάσια ισχύ, δηλαδή περίπου 3.000 μεγαβάτ. Η περιορισμένη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργεια, λόγω αντικινήτρων, γραφειοκρατίας και έλλειψη δικτύων, είναι ένας από τους λόγους που η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους του Πρωτοκόλλου του Κιότο, αλλά και να καλύψει την υποχρέωση προς τη σχετική κοινοτική οδηγία. Η τελευταία προβλέπει ότι το 2010 η κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει σε ποσοστό 20,1% (για την Ελλάδα) να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, με βάση τα σημερινά δεδομένα και τις προοπτικές που υπάρχουν, οι ανανεώσιμες πηγές θα καλύπτουν μόλις το 10% της ζήτησης. Κίνητρα Διείσδυσης Όπως επισημαίνει η ΡΑΕ, για να ξεπεραστεί η στέρηση αυτή, θα πρέπει να δοθούν επιπλέον κίνητρα για τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών και να υπάρξει στροφή από τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, κατασκευή των οποίων διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, στα μικρά υδροηλεκτρικά. Αυτό δε επειδή η δυνατότητα κατασκευής νέων μεγάλων υδροηλεκτρικών περιορίζεται σε μόλις 640 μεγαβάτ για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ενώ των μικρών σε 3.800 μεγαβάτ για την ίδια χρονική περίοδο. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η μελέτη της ΡΑΕ δεν κάνει καμία αναφορά στις πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας. Οι πολιτικές αυτές, τις οποίες επιμένουν να αγνοούν συστηματικά τα λεγόμενα μεγάλα κόμματα, αποτελούν πλέον για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους περισσότερους ειδικούς παγκοσμίως, την καλύτερη και πλέον αποδοτική ενεργειακή επένδυση. Ωστόσο, στην Ελλάδα τα κόμματα εξουσίας και τα συνδικαλιστικά όργανα του ενεργειακού τομέα δεν ασχολούνται παρά με νέες επενδύσεις και μάλιστα με αυτές που προσφέρουν όσο γίνεται περισσότερες θέσεις εργασίας. (Από την Εφημερίδα Ελεθεροτυπία 2.2..2004)