Ένα χρόνο σχεδόν μετά το επίσημο άνοιγμα της Ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε ιδιώτες παραγωγούς, το οποίο ανακοινώθηκε πανηγυρικά στις 19 Φεβρουαρίου 2001 από τον τότε Υπουργό Ανάπτυξης και νυν Οικονομικών, κ. Νίκο Χριστοδουλάκη, είναι διάχυτη η εντύπωση ότι τίποτε τελικά δεν προχώρησε στον τομέα δημιουργίας νέων ενεργειακών μονάδων από ανεξάρτητους παραγωγούς, ενώ η αβεβαιότητα και η απογοήτευση φαίνεται να κυριαρχούν στο στρατόπεδο των εταιρειών που έχουν αδειοδοτηθεί από την Ρ.Α.Ε. Η αβεβαιότητα πηγάζει από το γεγονός ότι από τους επτά ομίλους που έχουν μέχρι σήμερα ζητήσει και λάβει άδεια παραγωγής από την Ρ.Α.Ε. συνολικής εγκ. Ισχύος 2.600 MW για μεγάλες θερμικές μονάδες συνδυασμένου κύκλου, ένας ή δύο το πολύ, έχουν φθάσει στο σημείο να συζητούν με τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς φορείς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, την δυνατότητα χρηματοδότησης για την κατασκευή και λειτουργία σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ας δούμε όμως από πού πηγάζουν τα προβλήματα και γιατί οι ιδιώτες παραγωγοί, οι οποίοι θεωρητικά μπορεί να ελέγχουν το 30% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σήμερα, αλλά στην ουσία δεν ελέγχουν τίποτα αφού δεν έχουν ακόμη αρχίσει να κατασκευάζουν ούτε ένα σταθμό, αισθάνονται απογοητευμένοι και αβέβαιοι για το μέλλον της ιδιωτικής παραγωγής ενέργειας στη χώρα μας. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των εταιρειών που έχουν λάβει άδειες ηλεκτροπαραγωγής από τους οποίους το ΕΝΕΡΓΕΙΑ ζήτησε να σχολιάσουν την κατάσταση, προκύπτουν μια σειρά από θέματα τα οποία θεωρούνται από τους ίδιους ως ανασταλτικοί παράγοντες και τα οποία συνοπτικά έχουν ως εξής: - Διάθεση και τιμή του φυσικού αερίου, το οποίο και θα αποτελέσει για όλους τους νέους σταθμούς το κύριο καύσιμο. Πολλοί από τους παραγωγούς υποστηρίζουν ότι η τιμή του φυσικού αερίου, όπως αυτή θα έχει διαμορφωθεί σε 4 περίπου χρόνια, θα είναι μάλλον απογοητευτική για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με ανταγωνιστικές τιμές. -Αθέμιτος ανταγωνισμός από την ΔΕΗ η οποία ιδιαίτερα μετά την μετοχοποίηση της ενδυναμώνεται περαιτέρω. Οι ιδιώτες παραγωγοί τονίζουν ότι η ΔΕΗ παράγει την κιλοβατώρα κάτω από την τιμή του κόστους (dumping) λόγω της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει στην αγορά αλλά και λόγω του αυθαιρέτου, όπως υποστηρίζουν, τρόπου υπολογισμού του κόστους εξόρυξης, απόσβεσης και αξιοποίησης του εγχώριου λιγνίτη. Ουσιαστικά η ΔΕΗ, υποστηρίζουν οι ιδιώτες παραγωγοί, παράγει το 70% του ηλεκτρισμού της χώρας με ένα καύσιμο που δεν της κοστίζει σχεδόν τίποτα. - Η άρνηση της ΔΕΗ να εφαρμόσει μέχρι σήμερα το unbundling των λογαριασμών της, από το οποίο θα μπορούσαν να προσδιορισθούν το πραγματικό λειτουργικό κόστος της Επιχείρησης και οι διασταυρούμενες επιδοτήσεις μεταξύ των καταναλωτών της. Να σημειωθεί ότι από τη βασική Κοινοτική Οδηγία 96/92 καθορίζεται σαν υποχρεωτικό όχι μόνο το unbundling των λογαριασμών των Επιχειρήσεων Ηλεκτρισμού, αλλά και η ευρεία δημοσιότητα την οποία πρέπει να λαμβάνει. Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της άρνησης είναι ότι οι Ιδιώτες Παραγωγοί καλούνται να προχωρήσουν σε δαπανηρές επενδύσεις και να συμμετάσχουν σε μία ανταγωνιστική αγορά, όταν ο βασικός παίκτης αυτής της αγοράς που εξακολουθεί να δεσπόζει μονοπωλιακά δεν έχει ακόμη καθορίσει την τιμολογιακή πολιτική του και λειτουργεί με τιμολόγια αλληλοεπιδοτούμενα. - Το υπάρχον δίκτυο και καλωδιοφόρες διασυνδέσεις, ιδιαίτερα στον τομέα υψηλής και υπερυψηλής τάσης κρίνεται ανεπαρκές ενώ ακόμα δεν έχει αποφασισθεί ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για την συντήρηση των και την επέκταση του αφ΄ης στιγμής εμφανισθούν και άλλοι μεγάλοι παραγωγοί πέραν της ΔΕΗ. Επίσης παραμένει άγνωστο το ποιος θα επωμισθεί το κόστος των επενδύσεων για την επέκταση του; - Μέχρι σήμερα η ΔΕΣΜΗΕ δεν δημοσιεύει και γενικά δεν ανακοινώνει, ως όφειλε, την οριακή τιμή του συστήματος (system marginal price), η οποία αναφέρεται στο κόστος (fuel cost) παραγωγής της κιλοβατώρας από την ακριβότερη μονάδα στο σύστημα. Άρα δεν μπορεί να υπολογισθεί και η τιμή της αγοράς αποκλίσεως. - Παρατηρείται μία σοβαρή καθυστέρηση στην διαδικασία εξεύρεσης και εξασφάλισης επιλεγόντων πελατών, χωρίς τις συμβολαιοποιημένες ποσότητες των οποίων δεν μπορούν οι ιδιώτες παραγωγοί να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων με τις τράπεζες. Από την άλλη πλευρά μεγάλοι βιομηχανικοί πελάτες αλλά και άλλοι μικρότεροι (π.χ. ξενοδοχειακά συγκροτήματα, νοσοκομεία, αεροδρόμια) δεν βλέπουν το λόγο γιατί από τώρα θα πρέπει να δεσμευτούν για αγορές ηλεκτρισμού σε 4 χρόνια από τώρα και μάλιστα σε τιμές που δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να εγγυηθεί ούτε να προσδιορίσει ο παραγωγός. Σύμφωνα με αρκετούς παραγωγούς το πιο ακανθώδες πρόβλημα φαίνεται ότι είναι το τελευταίο, δηλ. η αδυναμία σε αυτό το στάδιο εξεύρεσης αξιόπιστων και πρόθυμων επιλεγόντων πελατών. Από την πλευρά της η Ρ.Α.Ε. και το Υπουργείο Ανάπτυξης αναγνωρίζουν ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι δυνατό να προχωρήσουν οι Έλληνες "αδειούχοι" στις τεράστιες επενδύσεις που χρειάζονται. Για άρση του αδιεξόδου ήδη μελετάται νομοθετική ρύθμιση (ενδεχομένως με τροποποίηση του Ν. 2773/99 έτσι ώστε να επιτραπεί σε εταιρείες που εμπορεύονται εισαγωγές-εξαγωγές ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας (δηλ. trading companies) να μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες με ιδιώτες παραγωγούς στην Ελλάδα οι οποίοι θα μπορούσαν να τους προμηθεύσουν συγκεκριμένες ποσότητες για ένα μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα. Η λύση αυτή, υποστηρίζουν εκπρόσωποι της Ρ.Α.Ε., είναι δυνατό να εξασφαλίσει τα εχέγγυα που ζητούν οι τράπεζες με την προϋπόθεση ότι ο αγοραστής, στην προκειμένη περίπτωση το trading company, θα έχει το απαραίτητο μέγεθος, πείρα και αξιοπιστία τα οποία απαιτούνται για μακροπρόθεσμα ενεργειακά συμβόλαια. Από πλευράς ΔΕΠΑ, η οποία σε αυτή τη φάση δέχεται τις αιτήσεις των διαφόρων παραγωγών για εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων φυσικού αερίου, το οποίο και θα αποτελέσει το βασικό καύσιμο για τους νέους σταθμούς, η διοίκηση της δηλώνει έτοιμη να ανταποκριθεί στην αναμενόμενη αυξημένη ζήτηση. Για το 2005 η ΔΕΠΑ εκτιμάει ότι θα είναι σε θέση να διαθέσει 4.35 δισεκ. κυβ.μέτρα/έτος, εκ των οποίων τα 3.5 δισεκ.κυβ.μ. από τη Ρωσία και το υπόλοιπο από την Αλγερία ενώ η ζήτηση σε εθνική κλίμακα (ΔΕΗ, βιομηχανία και ΕΠΑ) δεν αναμένεται να ξεπεράσει τα 3.2 δις.Ν/m3. Παράλληλα η ΔΕΠΑ καταβάλλει προσπάθειες όπως διευρύνει τις πηγές τροφοδότησης της έτσι ώστε να είναι σε θέση να εισάγει ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες ώστε να μπορέσει ν΄ ανταποκριθεί στην σημαντική επιπλέον ζήτηση που θα δημιουργηθεί από τους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς. Προς αυτή την κατεύθυνση η ΔΕΠΑ προγραμματίζει: (α) Την αναβάθμιση της σύνδεσης στα Ελληνο-βουλγαρικά σύνορα με επενδύσει σε αντλητικούς σταθμούς (pumping stations) ώστε να αυξηθεί η δυναμικότητα μεταφοράς πάνω από τα 3.6 bcms. (β) Την αναβάθμιση του σταθμού υγροποιημένου αερίου (LNG) στη Ρεβυθούσα ώστε να μπορεί να παραδίδει 3.0 bcm το έτος, από το 1.7 bcm που έχει δυνατότητα σήμερα. (γ) Διασύνδεση με το τουρκικό δίκτυο φυσικού αερίου, κάτι το οποίο θα δώσει πολλές εναλλακτικές λύσεις στο μέλλον. Ήδη η διοίκηση της ΔΕΠΑ ευρίσκεται σε συνεννοήσεις με την κρατική τουρκική εταιρεία αερίου BOTAS. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΠΑ κ. Άρης Βακιρλής μιλώντας στο τελευταίο συνέδριο που οργάνωσε η Δήλος Επικοινωνίες και το περιοδικό ΕΝΕΡΓΕΙΑ με θέμα "Ενέργεια & Ανάπτυξη 2001", τόνισε "ότι σήμερα το Ελληνικό σύστημα φυσικού αερίου έχει την δυνατότητα να ανταποκριθεί αξιόπιστα στις ανάγκες της ζήτησης με τα χαρακτηριστικά που έχει κατά γεωγραφική περιοχή και κατηγορία καταναλωτή. Αυτό θα προσδιορίσει τις αναγκαίες επενδύσεις οι οποίες θα πρέπει να έχουν τον κατάλληλο χρόνο και να είναι άμεσης οικονομικής απόδοσης". Όσον αφορά την τιμή του φυσικού αερίου που θα πωλείται από την ΔΕΠΑ και τους άλλους εμπόρους (λ.χ. ΕΠΑ, Προμηθέας Gas) ο κ. Βακιρλής διευκρινίζει ότι αυτή θα συνίσταται από δύο βασικά μέρη: - Τιμή αερίου, που μέχρι τώρα είναι συνάρτηση της τιμής του πετρελαίου ενώ η επίτευξη της βέλτιστης τιμής είναι συνάρτηση των εναλλακτικών λύσεων που υπάρχουν και στην οποία θα προστίθεται το εμπορικό κέρδος. - Η τιμή μεταφοράς, εντός τους ελληνικού συστήματος η οποία θα υπόκεινται σε έγκριση της ρυθμιστικής αρχής. Η ΔΕΠΑ ήδη υπέβαλε την πρότασή της στην διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης. Η προταθείσα πολιτική βασίζεται στην μεθοδολογία που εφαρμόζεται στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες προσαρμοσμένη στα χαρακτηριστικά του Ελληνικού συστήματος και υπάρχει σοβαρή μείωση σε σχέση με τις ισχύουσες τιμές. Πάντως, σύμφωνα με την ΔΕΠΑ, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι η μείωση κόστους μεταφοράς, εξαρτάται απόλυτα από τις διακινούμενες ποσότητες. Όσο αφορά τους ιδιώτες παραγωγούς οι οποίοι επιθυμούν σήμερα να προχωρήσουν σε συμβάσεις αγοράς φυσικού αερίου από την ΔΕΠΑ, δεν υφίσταται θέμα, διευκρινίζει ο κ. Βακιρλής αφού και ποσότητες μπορούμε να εγγυηθούμε για το 2004-2005 αλλά και συγκεκριμένες τιμές μπορούμε να προσφέρουμε. Αρκεί ο παραγωγός να μπορεί να μας προσδιορίσει τα τεχνικά χαρακτηριστικά των απαιτήσεων του (π.χ. το load factor) αφού η προσφερόμενη από τη ΔΕΠΑ τιμή εξαρτάται σε μεγάλο μέρος από τις συγκεκριμένες ανάγκες κάθε ηλεκτροπαραγωγού. Από την άλλη πλευρά όμως, και παρά τις διαβεβαιώσεις της ΔΕΠΑ, οι ιδιώτες παραγωγοί στην πλειοψηφία τους πιστεύουν ότι το θεσμικό/ρυθμιστικό πλαίσιο που είναι απαραίτητο για να εισέλθουν στην αγορά και να συμμετάσχουν στον ανταγωνισμό δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Οι παραγωγοί υποστηρίζουν ότι δεν έχουν προσδιορισθεί τα κόμιστρα για τη μεταφορά φυσικού αερίου δια του δικτύου της ΔΕΠΑ, τα τέλη χρήσεως των δικτύων της ΔΕΗ, οι τιμολογήσεις των βοηθητικών υπηρεσιών που καθορίζει ο Διαχειριστής του Συστήματος (ΔΕΣΜΗΕ) και οι υποχρεώσεις παροχής Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας. Εφ΄ όσον λείπουν τα βασικά αυτά δεδομένα, είναι πραγματικά αδύνατο να προσδιορίσουν οι Ιδιώτες Παραγωγοί το κόστος παραγωγής τους και κατά συνέπεια αδυνατούν να καταρτίσουν αξιόπιστα Business Plans πολύ δε περισσότερο να ζητήσουν τη χρηματοδότηση τους από το διεθνές Τραπεζικό σύστημα. Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Υπουργός Ανάπτυξης κ. Άκης Τσοχατζόπουλος διεμήνυσε στους παραγωγούς ότι είναι έτοιμος να τους συναντήσει και να συζητήσει μαζί τους διεξοδικά τα προβλήματα τους. Όμως εδήλωσε και κάτι άλλο που ομολογουμένως δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία και σύγχυση στους κύκλους των παραγωγών. "Δεν μπορεί να έχουν λάβει άδεια εδώ και τόσους μήνες και να μην την αξιοποιούν. Εάν δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις που έχουν αναλάβει, τότε να το δηλώσουν και να αποσυρθούν" συμπληρώνει, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν τίθεται θέμα επιδότησης με οποιονδήποτε τρόπο. Και στο ερώτημα πώς θα προχωρήσει η απελευθέρωση, απαντά ευθέως "θα φέρω ξένους επενδυτές που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον και αναμένουν. Η RWE (η μεγαλύτερη γερμανική εταιρεία ηλεκτρισμού) με έχει ήδη πλησιάσει για να μου δηλώσει το ενδιαφέρον της", τονίζει για του λόγου του αληθές και συμπληρώνει "είμαι βέβαιος ότι το επόμενο βήμα των ξένων είναι η ΔΕΗ" (Καθημερινή, 2/12/01). Όμως εκπρόσωποι των παραγωγών από τους οποίους ζητήσαμε να σχολιάσουν τις δηλώσεις Τσοχατζόπουλου, μας είπαν ότι το θέμα τοποθετείται σε εντελώς λάθος διάσταση από την ηγεσία του ΥΠΑΝ. Για τους παραγωγούς πολλές από τις αρνητικές εξελίξεις ξεκινούν από το στραβό θεσμικό πλαίσιο και τον ακατάλληλο θεσμικό ρόλο που έχει καθορίσει ο Ν 2773/99 για την Ρ.Α.Ε. Αντί η Ρυθμιστική Αρχή να έχει πραγματική λειτουργική ανεξαρτησία και αποφασιστικές αρμοδιότητες, όπως αυτό καθορίζεται σαφέστατα από τις διατάξεις της Οδηγίας 96/92, αποτελεί ένα απλό εισηγητικό όργανο. Τις τελικές αποφασιστικές αρμοδιότητες έχει κρατήσει η Πολιτική Ηγεσία δια του ΥΠΑΝ. Ο κ. Δημήτρης Κοπελούζος, Προέδρος του Δ.Σ. της ENECO Α.Ε. και Διευθύνων Σύμβουλος της Προμηθέας Gas, και έχων λάβει 2 από τις 7 άδειες της Ρ.Α.Ε., είναι ακόμα πιο κατηγορηματικός. Μιλώντας πρόσφατα στο ετήσιο συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου δήλωσε, "θα επαναλάβω ξεκάθαρα ότι η μη λειτουργικότητα του Νόμου 2773/99 αφ΄ ενός και η κακή εφαρμογή των, ατελών έστω, διατάξεών του αφ΄ ετέρου, είναι τα μοναδικά αίτια που σχηματοποιούν τα διαφαινόμενα αδιέξοδα. Τα αδιέξοδα γίνονται τραγικά, διότι η ζήτηση της ενέργειας βαίνει συνεχώς αυξανόμενη. Εάν δεν ενεργοποιηθεί αμέσως προς την σωστή κατεύθυνση το ΥΠΑΝ σύντομα η χώρα θα αντιμετωπίσει φαινόμενα Καλιφόρνιας. Ποια είναι η σωστή κατεύθυνση; Πάντως όχι η αναζήτηση άλλων δήθεν πιο τολμηρών επενδυτών. Βρισκόμαστε στο χώρο μιας ενιαίας αγοράς, εντός της οποίας άνθρωποι, κεφάλαια, εμπορεύματα και υπηρεσίες μπορούν να διακινηθούν ελεύθερα, χωρίς να έχουν την ανάγκη παρεμβάσεων και υποστηρίξεων εκ μέρους οιουδήποτε οργάνου της Πολιτείας. Εάν οιαδήποτε Δυτικοευρωπαϊκή εταιρεία διαβλέπει δυνατότητες κερδοφορίας στο άνοιγμα της Ελληνικής Η.Α., μπορεί να υποβάλλει αμέσως αίτηση στη Ρ.Α.Ε. για να πάρει άδεια Ηλεκτροπαραγωγής. Το θέμα είναι βέβαια εάν αυτή η Εταιρεία θα συμφωνήσει με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο".

Διαβάστε ακόμα