του Ευθ. Π. Πέτρου
Στην επικαιρότητα και πάλι το Κυπριακό πρόβλημα, καθώς οι παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντος δημιουργούν εκ νέου ψευδαισθήσεις ως προς την πιθανότητα λύσεως. Όμως η κινητικότης των τελευταίων ημερών, μπορεί να καταλαμβάνει σημαντική θέση στα δελτία των μέσων ενημερώσεως, αλλά επί της ουσίας, ουδέν νέον εισάγει! Πράγματι οι Αμερικανοί εμφανίζονται διατεθειμένοι να προωθήσουν την διαδικασία λύσεως. Αλλά αυτό δεν είναι νέο. Οι Αμερικανοί επιδιώκουν να προωθήσουν την διαδικασία λύσεως του Κυπριακού, τα τελευταία 30 χρόνια. Μάλιστα το πρόβλημα της Μεγαλονήσου είναι ένα από τα ελάχιστα διεθνή ζητήματα, για τα οποία ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ, υποχρεούται να ενημερώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την Γερουσία και το Κογκρέσο. Διατυπώνουν ορισμένοι τον ενδοιασμό, ότι αν πράγματι η παγκόσμιος δύναμις επεθύμει την λύση του Κυπριακού, θα την είχε επιτύχει! Είναι όμως λάθος να πιστεύουμε ότι μια χώρα, έστω η μόνη υπερδύναμις έχει την ικανότητα να επιβάλλη την βούλησή της. Ας μη λησμονούμε ότι η παγκόσμιος δύναμις έχει αποτύχει σε πάρα πολλά ζητήματα διεθνούς πολιτικής… Για να επανέλθουμε όμως στο Κυπριακό, κινητικότης ανάλογος προς την σημερινή είχε σημειωθή και προ ενός μόλις έτους, όπότε επεδιώκετο η «όπως-όπως» λύσις του προβλήματος προ της αποφάσεως για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως μία λύσις που δεν είναι επί της ουσίας αποδεκτή από καμία ενδιαφερόμενη πλευρά, δεν είναι δυνατόν να επιβληθή. Ακόμη και αν υπάρξουν συνομιλίες, λύσις μη αποδεκτή θα προσκρούση στα δημοψηφίσματα, που προβλέπεται να διεξαχθούν και στις δύο κοινότητες της μεγαλονήσου. Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό, ότι βαθύτερος στόχος των Αμερικανών στην παρούσα φάση, είναι το ξεκαθάρισμα διάφορων εστιών αστάθειας έτσι ώστε να καταστή πιο εύκολο το «επόμενο στρατιωτικό βήμα, μετά το Ιράκ» στην ευρύτερη περιοχή. Στο ζήτημα του Κυπριακού οι ΗΠΑ κατάφεραν να κάμψουν τις επιφυλάξεις του γενικού γραμματέως του ΟΗΕ, Κόφι Αννάν, με αποτέλεσμα τις επιστολές προς τα εμπλεκόμενα μέρη, οι οποίες περιέχουν πρόσκληση για επανέναρξη των συνομιλιών. Το αποτέλεσμα των συνομιλιών αυτών θα πιστοποιήση και την ουσία της αμερικανικής ενεργοποιήσεως για επίλυση του προβλήματος. Σε περίπτωση νέου ναυαγίου θα επαληθευτούν οι απαισιόδοξες απόψεις που εκτιμούν πως το μόνο που ενδιαφέρει τις ΗΠΑ είναι η στήριξη της Άγκυρας προκειμένου η Τουρκία να εμπλακεί πλήρως στο Ιράκ. Βέβαια η Ουάσιγκτον εξυπηρετείται στα σχέδια της για τη Μέση Ανατολή, έχοντας εξασφαλίσει μια επανενωμένη Κύπρο (ως ορμητήριο νέων στρατιωτικών επιχειρήσεων) χωρίς εντάσεις μεταξύ ελληνικής και τουρκικής πλευράς. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, ουδέποτε είχαμε το θάρρος να δούμε την αλήθεια κατάματα. Γιατί τότε θα είχαμε αντιληφθή ότι από μια λύση σαν αυτή που επιχειρείται με το σχέδιο Αννάν, είναι προτιμότερη η διατήρησις της σημερινής καταστάσεως. Άλλωστε το σχέδιο Αννάν, επί των ζητημάτων αρχής ελάχιστα διαφέρει των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, που κατέρρευσαν σε τρία περίπου χρόνια από της εφαρμογής τους. Θέλουμε άραγε μια λύση που θα μας οδηγήση σε νέα προβλήματα μετά λίγα χρόνια; Υπάρχουν βεβαίως και αυτοί που υποστηρίζουν ότι μπορεί οι προτεινόμενες λύσεις να είναι οδυνηρές για την ελληνική πλευρά, αλλά πρέπει να τις αποδεχθούμε, διότι δεν θα ήταν σκόπιμο να φανούμε ότι διαφωνούμε προς αυτά που επιθυμεί η διεθνής κοινότης. Στην λογική αυτή, θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε ότι επί 30 χρόνια δεν είδαμε να υπάρχη καμμία αρνητική συνέπεια εις βάρος των Τουρκοκυπρίων ο εκπρόσωπος των οποίων Ραούφ Ντενκτάς, συστηματικώς απορρίπτει όλες τις προτάσεις λύσεως που έχουν υποβληθή. Οι υποστηρικταί αυτής της απόψεως θα απαντούσαν ότι η στάσις αυτή έναντι του Ντενκτάς, είναι αποτέλεσμα της προκαταλήψεως, που επιδεικνύουν ακόμη και συμμαχικές χώρες, εις βάρος των ελληνικών θέσεων. Αν όμως τούτο ήτο ακριβές, οι εν λόγω χώρες θα είχαν τουλάχιστον αναγνωρίσει το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, το οποίο είτε μας αρέσει είτε όχι αποτελεί μια ντε φάκτο πραγματικότητα. Τους λόγους για τους οποίους τα προτεινόμενα σχέδια λύσεως, προσκρούουν και στην αντίθεση της τουρκικής ηγεσίας (και εννοούμε την Άγκυρα, όχι μόνον τον Ντενκτάς) τους έχουμε κατ’ επανάληψη αναλύσει, επιμένοντας στο σημείο ότι δεν έχουν καμμία πρόθεση να απεμπολήσουν τα δικαιώματα που δια των όπλων απέκτησαν επί του εναερίου και θαλασσίου χώρου πέριξ της κατεχομένης βορείου Κύπρου. Για τον λόγο αυτό, ανεξαρτήτως της βουλήσεως των ολίγων Τουρκοκυπρίων που παραμένουν στα κατεχόμενα, η Τουρκία δεν πρόκειται να συμφωνήση σε κανένα σχέδιο που θα προβλέπη αποστρατιωτικοποίηση και αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων. Είναι δε ενδιαφέρον να παρακολουθήση κανείς τις μεταπτώσεις της στάσεως των Τούρκων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τους πολλαπλούς πόλους εξουσίας στην Άγκυρα για να παραπλανήσουν τους εκάστοτε μεσολαβητές. Ενίοτε η τουρκική κυβέρνησις παρουσιάζεται διαλλακτική. Τότε προβάλλεται η αδιαλλαξία του Ντενκτάς, ή και η στάσις του στρατιωτικού-κεμαλικού κατεστημένου προκειμένου να αποκτηθή «άλλοθι» για την τελική άρνηση των λύσεων. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις η τουρκική πονηρία προχώρησε ακόμη περισσότερο, ζητώντας «υποστήριξη» για την κυβέρνηση προκειμένου να ανθέξη έναντι της πιέσεως των «σκληροπυρηνικών» στρατιωτικών. Η πραγματικότης είναι, ότι η τουρκική στάσις είναι σταθερά και αμετάβλητος επί 30 χρόνια. Και την υποστηρίζουν όλες οι κυβερνήσεις, μηδέ εξαιρουμένης της τελευταίας, του Ταγίπ Ερντογάν, η οποία χαρακτηρίζεται περισσότερο από οποιαδήποτε προηγούμενη από αντιφάσεις πολιτικής. Αυτή είναι η κατάστασις, την ημέρα κατά την οποία αρχίζουν συνομιλίες από τις οποίες κάποιοι ελπίζουν να ξεκινήσουν εξελίξεις στην Κύπρο. Αν ανατρέξουμε όμως στο παρελθόν, θα δούμε πως οι ελπίδες αυτές δεν μπορεί να είναι παρά απλές ψευδαισθήσεις. Ψευδαισθήσεις που οικοδομήθηκαν επί 30 χρόνια λόγω της ελλείψεως ρεαλισμού και κυρίως λόγω της αρνήσεως να αντιμετωπίσουμε με ρεαλισμό την κατάσταση. (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 10/02/2004)