του Ευθ. Π. Πέτρου
Η προεκλογική περίοδος επανέφερε στο επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων τα ζητήματα της οικονομίας μια και όλα τα κόμματα υπόσχονται καλύτερη ζωή, διασφάλιση του εισοδήματος κλπ. Βεβαίως η πείρα διδάσκει πως τα προεκλογικά προγράμματα συνήθως αποδεικνύονται υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα που λησμονούνται την επομένη των εκλογών. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα το περίφημο πρόγραμμα των 100 πρώτων ημερών του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981! Ασφαλώς θα ήταν πολύ επιπόλαιο να περιμένη κανείς την κατά γράμμα υλοποίηση των υποσχέσεων από όποια κυβέρνηση εκλεγή. Όμως οι προεκλογικές συζητήσεις (όσο και η κυβερνητική τακτική των τελευταίων 30 ετών) αποκαλύπτουν ότι ο πολιτικός κόσμος κατά κανόνα παρουσιάζει άγνοια βασικών ζητημάτων. Κορυφαίο τέτοιο παράδειγμα είναι οι περίφημες "ξένες επενδύσεις" τις οποίες όλοι ανεξαιρέτως επικαλούνται ως σημαντικό παράγοντα παραγωγής εισοδήματος και οικονομικής αναπτύξεως. Τέτοιες όμως δεν είδαμε ποτέ. Απεναντίας μάλιστα, είναι προφανές ότι και πολλοί Έλληνες επιχειρηματίες προτιμούν να επενδύουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Ο λόγος δεν είναι η έλλειψις πατριωτισμού εκ μέρους τους. Είναι απλώς ότι σε πείσμα των εξαγγελιών, το Ελληνικό Κράτος ουδέποτε εφήρμοσε ένα σοβαρό πρόγραμμα για ενθάρρυνση και προσέλκυση επενδύσεων. Και βρίσκουν πολύ καλυτέρους όρους σε άλλες χώρες είτε εντός είτε εκτός ΕΕ. Ένας από τους μύθους που στους λόγους των πολιτικών (υπέρ ή κατά) αλλά εν τέλει και στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων, έχει συνδεθή με το περίφημο ζήτημα των επενδύσεων, είναι και η ευελιξία της αγοράς εργασίας. Μιλάμε και συμπεριφερόμεθα, ως εάν το ζήτημα αυτό είναι το α και το ω στην προσέλκυση των ξένων κεφαλαίων. Πράγματι είναι ένα ζήτημα. Όμως δεν είναι το πρώτο, ίσως μάλιστα να μην είναι καν εκ των πλέον σημαντικών κριτηρίων μιας επιχειρηματικής αποφάσεως για επενδύσεις. Αυτό που πράγματι επιθυμούν οι επενδυτές, είναι να τους εξασφαλίζεται σταθερότης και διαρκές νομικό πλαίσιο. Και ενώ η πολιτική σταθερότης και η ασφάλεια, θεωρείται δεδομένη εν Ελλάδι, το υφιστάμενο νομικό και διοικητικό πλαίσιο αρκεί για να αποθαρρύνη και τον πλέον καλοπροαίρετο επιχειρηματία. Ο ελληνικός νόμος μπορεί να αλλάζει συνεχώς (σημαντικό πρόβλημα και αυτό για την οικονομική δραστηριότητα), αλλά διατηρεί πάντα τον αντιεπενδυτικό χαρακτήρα του, θεωρώντας εκ προοιμίου τους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα ως δυνάμει απατεώνες. Έχει άραγε διανοηθή κανείς πόσες εργατώρες κοστίζει τόσο στις επιχειρήσεις, όσο και στον φορολογούμενο η τήρησις του Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων με τις θεωρήσεις και τις λοιπές διαδικασίες! Ισχύει κάτι αντίστοιχο σε άλλη πολιτισμένη χώρα; Και βέβαια όχι. Το παράδειγμα των διαδικασιών ΚΒΣ είναι απλό, αν συγκριθή με τους διαδάλους της γραφειοκρατίας που αντιμετωπίζει μια επιχείρησις που προσπαθεί να δραστηριοποιηθή στην Ελλάδα. Και εδώ ακριβώς γεννάται η διαπλοκή. Η πολιτική παρέμβασις δηλαδή που προκαλείται προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα και να προχωρήση η επιχειρηματική δραστηριότης. Πρόκειται για ένα αρρωστημένο φαινόμενο που χαρακτηρίζει τις εξ ορισμού αποτυχημένες κεντρικά ελεγχόμενες οικονομίες. Οι προσπάθειες αντιμετωπίσεώς του με νομοθετικά και ελεγκτικά μέτρα, δεν οδηγούν παρά στην θεσμοθέτηση και άλλων διαδικασιών που περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα και ενισχύουν τις προϋποθέσεις της διαπλοκής. Η λύσις είναι απλή. Είναι δοκιμασμένη στις χώρες της Ευρώπης που μεταπολεμικώς εξασφάλισαν τους καλύτερους ρυθμούς αναπτύξεως. Είναι η απελευθέρωσις της οικονομικής δραστηριότητος. Η κατάργησις των αχρήστων περιοριστικών διαδικασιών. Και η ανάδειξις του Κράτους στον πραγματικό του ρόλο. Που πρέπει να είναι καθαρά ελεγκτικός. Που πρέπει να διασφαλίζει την τήρηση των κανόνων. Των κανόνων της κοινής λογικής κυρίως. Και ασφαλώς, να επιβάλλη εξοντωτικές κυρώσεις σε αυτούς που δεν τους τηρούν. Είτε είναι επιχειρηματίες είτε κρατικοί λειτουργοί. Αυτό θα περίμενε ο Έλλην πολίτης του 21ου αιώνος να ακούση να εξαγγέλεται από τα κόμματα εξουσίας. Άλλωστε πρόκειται για μέτρα που δεν έχουν κανένα ουσιαστικό κόστος. Τα διδάγματα της προσφάτου ιστορίας είναι σαφέστατα, αλλά δυστυχώς ξεχασμένα ή παρερμηνευμένα. Με την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην ηγεσία της νικητρίας Βρεταννίας ανεδείχθη ο Κλέμεντ Άττλη ο οποίος στις προγραμματικές δηλώσεις υπεσχέθη να οικοδομήση την "Νέα Ιερουσαλήμ στις καταπράσινες εξοχές της Αγγλίας". Με την εφαρμογή κρατικοποιήσεων και κεντρικώς ελεγχομένης οικονομίας κατόρθωσε να διαλύση την Βρεταννική Αυτοκρατορία και να σωρρεύση προβλήματα, τα οποία μόλις στην δεκαετία του '80 αντιμετωπίσθηκαν χάρη στην φιλελύθερη διακυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ. Την ίδια στιγμή -μετά τον Πόλεμο- η καταβεβλημένη Γερμανία, εις πείσμα των επιφυλάξεων Γερμανών και Αμερικανών εμπειρογνωμόνων καταργούσε τις διατιμήσεις και τα περιοριστικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίση την μεταπολεμική ανέχεια και την γιγάντωση της "μαύρης οικονομίας". Έτσι ετέθησαν τα θεμέλια του οικονομικού αναπτυξιακού θαύματος που συνετελέσθη στην ηττημένη από τον πόλεμο χώρα. Τα συμπεράσματα είναι απλά. Αρκεί να υπάρχη ορθή σκέψις. Αρκεί να μην υπάρχουν ιδεολογικά στερεότυπα και πολιτικές αγκυλώσεις. Και να υπάρχη θάρρος για την αντιμετώπιση της πραγματικότητος.