Του Κ. Κόλμερ
Τρείς, κατεπείγουσες δοκιμασίες αναμένουν την κυβέρνηση της «Νέας Δημοκρατίας», που προέκυψε από τις εκλογές της περασμένης Κυριακής : το Κυπριακόν, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η διαχείριση του δημοσίου χρέους. Στο Κυπριακόν, οι διακοινοτικές συνομιλίες οδηγούνται μάλλον εις ναυάγειον. Κατά το χρονοδιάγραμμα Αννάν, θα επακολουθήσει τετραμερής διάσκεψη, με συμμετοχή της Ελλάδος και της Τουρκία, υπό την ψιλήν επιστασία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αλλά κι’ αυτή προβλέπεται ότι θα προσκόψει στις μαξιμαλιστικές βλέψεις της Τουρκίας, που είναι απαράδεκτες από Ελληνοκυπριακής πλευράς. Εάν πιστεύσωμεν τους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς (5.3.04), ότι «δοθέντος πώς η επανενοποιημένη Κύπρος κυριαρχείται αφεύκτως από τους Έλληνες, ορισμένοι Τούρκοι αισθάνονται πώς τους ζητείται να κάμουν τεράστιες θυσίες , άνευ προηγουμένης εγγυήσεως, ότι (η Τουρκία) θα καταστεί χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενώσεως ή θα λάβει ημερομηνία ενάρξεως των διαπραγματεύσεων εντάξεως», τότε το σχέδιο Αννάν δεν έχει ελπίδα αποδοχής. Η αποκάλυψη φανερώνει αυτό που δυσκολεύονται οι πάντες να ομολογήσουν μέχρι τούδε, ότι δηλαδή η Κύπρος είναι όμηρος της Τουρκίας και η επίλυση του Κυπριακού, έστω και «κατά τας συνταγάς ...Αγγλοαμερικανών μάγων» θα επιτευχθή μόνον εάν η Τουρκία ενταχθή στην Ευρωπαϊκήν ΄Ενωση. Τούτο, όμως, προσκόπτει στις αντιρρήσεις των Γάλλων (βλ. Ζισκάρ Ντε Σταίν κλπ) και των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, που ελέγχουν την ΄Ανω Βουλή και εκλέγουν ιδικό των πρόεδρο (τόν κ. Χόρστ Κέλερ) ενώ κερδίζουν τις τοπικές εκλογές την μία μετά την άλλη.Το Γερμανικό Σοσιαλιστικό κόμμα ,για λόγους ψηφοθηρικούς, έτεινε προσφάτως ευήκοον ούς στις Τουρκικές φιλοδοξίες, τις οποίες όμως ούτε ο καγκελλάριος Σραίντερ είναι διατεθειμένος να ικανοποιήσει. Τι πρέπει να πράξει εθνοπρεπώς η νέα, Ελληνική κυβέρνηση: Πρώτον, εφ’ όσον ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς αποφασίσει ν’ αποχωρήσει των διαπραγματεύσεων, εις περίπτωσιν μή αποδοχής των αξιώσεων του, που σημειωτέον απέχουν ακόμη και από το σχέδιο Αννάν ν’ αφήσει την 4μερή διάσκεψη να εκφυλισθή. Δεύτερον, να κωφεύσει στις απειλές του Βρεταννού υπουργού Εξωτερικών κ. Στρώ και στις προειδοποιήσεις του Αμερικανού ειρηνομεσίτου κ. Γουέστον, ότι εάν ο Ελληνοκυπριακός λαός απορρίψει το σχέδιο Αννάν στο επερχόμενο δημοψήφισμα δήθεν «θα κινδυνεύσει» ή «θα χάσει μοναδική ευκαιρία». Η Ελλάς οφείλει να επιτρέψει στην λαϊκήν ετοιμηγορία της Κύπρου ν’ αποφανθή ανεπηρέαστη, όπως επιβάλλει η δημοκρατική τάξις. Όταν η Κύπρος θα ενταχθή μαζί με τις άλλες 9 χώρες στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση την 1 Μαίου 2004, το Κυπριακό θα καταστή αυτομάτως Ευρωπαϊκό πρόβλημα, δοθέντος ότι η Κύπρος θα είναι η μόνη χώρα-μέλος της Ενώσεως, που θα κατέχεται υπό ξένων στρατευμάτων - και δη του Τουρκικού κράτους που φιλοδοξεί να ενταχθή. Αυτό εξυπακούει ότι η πρόοδος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας θα εξαρτάται και από την ψήφο της Κύπρου – κάτι που κάνει τους Τούρκους ... «τουρκάκια» από τον θυμό τους. Πρακτικώς όμως, η Ελληνοκυπριακή κοινότης θα ενταχθή στο Κοινοτικό κεκτημένον ενώ η Τουρκοκυπριακή θ’ αφεθή μόνη της, παρέα με την Τουρκία, δοθέντος ότι ελαχίστη πιθανότης υπάρχει, εν όψει εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες τον προσεχή Νοέμβριο, ν’ αναγνωρίσει ο πρόεδρος Μπούς το καθεστώς Ντενκτάς, ως κυρίαρχο «κράτος». Αλλά και στην περίπτωση αναγνωρίσεως, ελάχιστα μεταβάλλεται η υπάρχουσα κατάσταση, με την Κύπρο διχοτομημένη μέν αλλά με τον Κυπριακό Ελληνισμό ισχυρόν οικονομικώς και αμυντικώς. ΄Εχουν δέ «οι καιροί γυρίσματα» και πάντως η ανεξάρτητος και κυριάρχος Κύπρος δεν θα έχει υποταχθή στα δόλια κελεύσματα των ισχυρών της γης και έτσι θα διατηρήσει την ιδιοσυστασία του ο από 3.500 ετών Ελληνισμός της Μεγαλονήσου. ΄Οσον αφορά στο πρόβλημα των Ολυμπιακών, όπου εξ αιτίας των μεγάλων καθυστερήσεων των έργων, κινδυνεύουν να μη γίνουν, χρειάζεται μία νέα στιβαρά και ικανή ηγεσία του οργανισμού «Αθήνα 2004», η οποία ν’ ανασκουμπωθή, ν’ αφήσει το «μπλά-μπλά» και να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τα έργα, μήπως και κατορθώσει έστω και την τελευταία στιγμή να τα ολοκληρώσει. Η ανάθεσι της παρακολουθήσεως των έργων επί 24ώρου βάσεως εις 100 επιλέκτους αποστράτους αξιωματικούς ίσως διασώσει τους Ολυμπιακούς εν Ελλάδι– άλλως θα μετατεθούν εις άλλην χώραν!... Το τρίτο πρόβλημα του δημοσίου χρέους είναι και το πλέον δυσεπίλυτο, δοθέντος ότι η κυβέρνηση χρειάζεται εφέτος 25 δις. ευρώ ακαθάριστο ξένο δανεισμόν και έτερα 20 από κοινοπρακτικά Τραπεζικά δάνεια κι’ έκδοση ομολόγων στο έσωτερικό. Σαραπέντε δις ευρώ, απλώς για να πληρώσει τόκους και χρεολύσια και ν’ άποφύγει το χρεοστάσιο, δια τετάρτην φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους (1896,1922-24,1932)!... Στις 25 Μαρτίου συνέρχεται στις Βρυξέλλες διάσκεψη κορυφής των 25 ηγετών της διηυρυμένης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία μεταξύ άλλων θ’ αποφασίσει την τροποποίηση των κριτηρίων του Μααστρίχτ δια την νομισματική ένωση. Εφ’οσον το βάρος μετατεθή από το δημόσιον έλλειμμα στο χρέος, η Ελλάς θα έχει πρόβλημα, καθ’ όσο θα συλληφθή παραβιάζουσα αναφανδόν το κριτήριον του δημ. χρέους. Η μείωση του δημοσίου χρέους έχει άμεση ανάγκη περικοπής των δημοσίων σπαταλών και αυξήσεως των εσόδων του κράτους, ως και των ασφαλιστικών οργανισμών, άνευ της επιβολής νέων φόρων και εισφορών που έχουν φθάσει στα όρια αντοχής της οικονομίας. Το έργον αυτό πρέπει ν’ ανατεθή εις δοκιμασμένο πρόσωπον – όχι αναγκαίως πολιτικό – δια να «συμμαζέψει τ’ ασυμμάζευτα», ως λέγει και ο κ. Κ. Μητσοτάκης. Διαφορετικά, με την πρώτη άνοδο των διεθνών επιτοκίων ή/και την αναπόφευκτη υποβάθμιση του Ελληνικού πιστωτικού κινδύνου υπό της Μούντιζ, εις περίπτωσιν μεταβολής των κριτηρίων του Μααστρίχτ, το Ελληνικό δημόσιο χρέος θα γίνη αδιατήρητο, δοθέντος ότι έχει ξεπεράσει το 200% του ακαθ. εθνικού προϊόντος, έναντι 103%, που ψευδώς το παρουσίαζε ο κ. Χριστοδουλάκης, μη συνυπολογίζων το αμυντικό χρέος τις κρατικές εγγυήσεις, τις τεράστιες οφειλές των δημοσίων επιχειρήσεων και τα ομόλογα, που έχουν δοθή υπέρ του ΙΚΑ, έναντι κρατικών υποχρεώσεων του παρελθόντος. Η μεγάλη άνοδος της τιμής του πετρελαίου και η υστέρηση των συναλλαγματικών εσόδων θα φέρει το άνοιγμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εφέτος άνω των περυσινών 10 δις. ευρώ. Εάν δεν μειωθή το δημόσιον έλλειμμα, θα καταστεί ανέφικτη η χρηματοδότηση του εξωτερικού ανοίγματος της οικονομίας, δοθέντος ότι υπό συνθήκας Νομισματικής Ενώσεως, τα δύο ελλείμματα, δημόσιο και εξωτερικό, συνδέονται και αλληλοεπηρεάζονται. Χρειάζεται η μείωση του πρώτου για να συγκρατηθεί το δεύτερο, στις δυνατότητες χρηματοδοτήσεως της οικονομίας. ΄Οσο και εάν είναι άνετα τα όρια αυτά, υπό το καθεστώς της Ευρωζώνης δεν παύουν να είναι πεπερασμένα.Θα πρέπει συνεπώς η νέα κυβέρνηση να επωφεληθεί των ισχυουσών συνθηκών της διεθνούς χρηματαγοράς προτού αυτές μεταβληθούν άρδην, όπως διαφαίνεται από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου.