Του Πρ. Γ. Ευθύμογλου*
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ολοκληρωμένων ενεργειακών προγραμμάτων και πολιτικών επιτυγχάνονται μόνο με τη λειτουργία απελευθερωμένων αγορών με συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Όμως, έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που άρχισε να εφαρμόζεται με το Ν. 2773/99 η Οδηγία 96/92 για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού χωρίς στο μεταξύ να έχει γίνει κάτι το ουσιαστικό. Το μόνο που έγινε είναι η μετοχοποίηση της ΔΕΗ και, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για την είσοδο ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών, η ψήφιση του Ν. 3175/03 που τροποποιεί διατάξεις του Νόμου 2773/99. Όλοι διαπιστώνουν σήμερα ότι δεν υπάρχει πραγματικό επενδυτικό ενδιαφέρον στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Η παντελής δε απουσία διεθνών ενεργειακών επενδύσεων αποδεικνύει ακριβώς ότι ο σχεδιασμός που επιχειρήθηκε δεν έχει έρεισμα στην πραγματικότητα της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για παράδειγμα, ενώ ο Ν. 2773/99 ορίζει ότι «ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός διαμορφώνεται σε πενταετή και δεκαετή κυλιόμενη βάση», δυστυχώς δεν διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός με αποτέλεσμα όλες οι προσπάθειες που γίνονται να είναι αποσπασματικές, χωρίς σχεδιασμό και με σαφή έλλειψη κανόνων ενεργειακής πολιτικής. Έτσι, η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να παραμένει κλειστή με αμείωτη τη δεσπόζουσα θέση της μετοχοποιημένης ήδη κατά 49% ΔΕΗ ΑΕ. Πιστεύω ότι για την στασιμότητα αυτή δεν φταίει ο Ν. 2773/99. Ο λόγος είναι ότι η πολιτεία δεν είχε την βούληση και δεν θέλησε να ασχοληθεί σοβαρά με τις σημαντικές ιδιαιτερότητες που έχει το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα σε σχέση με τα ηλεκτρικά συστήματα άλλων χωρών που έχουν απελευθερώσει τις αγορές τους. Ας δούμε ενδεικτικά τις εξής δύο ιδιαιτερότητες. 1.Είναι γενικώς γνωστό ότι τα σημερινά τιμολόγια ρεύματος είναι στρεβλά και έχουν ιστορικά διαμορφωθεί μέσα στα πλαίσια του εναγκαλισμού της καθετοποιημένης και μονοπωλιακά δομημένης ΔΕΗ από την πολιτεία. Πράγματι, η τιμολογιακή πολιτική της Επιχείρησης αυτής χρησιμοποιήθηκε για δεκαετίες ως εργαλείο και μέσο άσκησης γενικότερης οικονομικής, αναπτυξιακής, κοινωνικής και αντιπληθωριστικής πολιτικής, με αποτέλεσμα τα τιμολόγια του ρεύματος να βρίσκονται σήμερα σε επίπεδα που δεν αντανακλούν πραγματικά κόστη. Επιπλέον, οι δομές των τιμολογίων αυτών ενώ ικανοποιούσαν τις ανάγκες της μονοπωλιακής ΔΕΗ δεν είναι σήμερα κατάλληλες για τις εσωτερικές και εξωτερικές τιμολογήσεις του ρεύματος σε μια απελευθερωμένη αγορά. 2.Είναι επίσης γνωστό ότι τα 2/3 της ηλεκτρικής ενέργειας παράγονται από λιγνίτη, δηλαδή από ένα μοναδικό εγχώριο ενεργειακό πόρο που υπόκειται σε εξάντληση. Στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, που θα ελάμβανε υπόψη τα συμφέροντα όχι μόνο της παρούσας γενιάς αλλά και των μελλοντικών γενιών, θα είχε αποσαφηνιστεί κατά πόσο ο λιγνίτης αποτελεί ένα απόθεμα που «δεν έχει αξία», δηλαδή είναι ένα ελεύθερο υλικό εκεί που βρίσκεται, ή έχει μια αξία «μεγάλη ή μικρή» και επομένως η κατανάλωσή του χωρίς τον συνυπολογισμό της από την παρούσα γενιά ζημιώνει τα συμφέροντα των μελλοντικών γενιών. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι υπάρχουν πολλά θέματα που θα έπρεπε να έχουν αντιμετωπιστεί προτού προχωρήσουμε θαρραλέα και με φρόνηση στο άνοιγμα της αγοράς. Μέχρι σήμερα αυτά τα θέματα έχουν σχεδόν αγνοηθεί. Δεν έχουμε μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό με σαφείς στόχους και στρατηγικές κατευθύνσεις και δεν έχουμε συγκεκριμένες πολιτικές δράσης, όπως είναι η τιμολόγηση του λιγνίτη, η τιμολόγηση των νερών, η τιμολόγηση του φυσικού αερίου και η αναλυτική τιμολόγηση του ρεύματος στο μετρητή του τελικού καταναλωτή. Δεν έχουμε δηλαδή κανένα από τα οικονομικά εργαλεία με τα οποία πρέπει να λειτουργεί αποτελεσματικά και να ελέγχεται η απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Και ενώ δεν έγιναν τα παραπάνω, ακολουθήθηκε η εύκολη λύση με το να δοθεί η εντύπωση ότι με το νομοθετικό πλαίσιο του Ν. 2773/99 η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δεν μπορεί να απελευθερωθεί. Έτσι, και ενώ η μορφή της αγοράς αυτής ουσιαστικά δεν δοκιμάστηκε στην πράξη, ψηφίστηκε ο Ν. 3175/03 με τον οποίο ορίσθηκαν οι γενικές αρχές ενός νέου νομοθετικού πλαισίου, το οποίο προβλέπει τη λειτουργία μιας πολύπλοκης υποχρεωτικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με προσφορές ωριαίων τιμών επόμενης ημέρας και την εμπορία πιστοποιητικών διαθεσιμότητας ισχύος. Ο Νόμος αυτός δεν μπορεί σήμερα να τεθεί σε εφαρμογή αφού δεν έχουν ψηφισθεί οι κώδικες λειτουργίας και συναλλαγών, όπως επίσης και τα λοιπά κείμενα τριτεύουσας νομοθεσίας. Δεδομένου δε ότι οι διατάξεις του Ν. 3175/03 είναι πολύ γενικές και επαφίεται η εξειδίκευσή τους στη δευτερογενή νομοθεσία, οι νέοι κώδικες αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τον τρόπο με τον οποίο θα οργανωθεί στη χώρα μας η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι, οι κώδικες δεν είναι απλά τεχνικά κείμενα αλλά ουσιαστικά ορίζουν το ίδιο το μοντέλο της αγοράς και τον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι παίκτες θα αμείβονται και θα εξασφαλίζουν την οικονομική απόδοση των επενδύσεων τους. Αυτό σημαίνει ότι οι κώδικες πρέπει να διαμορφωθούν άμεσα, με προσοχή και μετά από εκτενή αλλά συντονισμένη διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ώστε να μην ακυρωθεί η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού στην πράξη από την παντελή αποχή υποψήφιων επενδυτών. Έχω την εντύπωση ότι η δομή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που προτείνεται στους ήδη υπό διαβούλευση κώδικες, που έχει δώσει στη δημοσιότητα η ΡΑΕ, είναι πολύπλοκη και αναφέρεται σε μια ώριμη αγορά, στην οποία δραστηριοποιούνται πολλοί παίκτες με σημαντική εμπειρία. Δυστυχώς τέτοιες συνθήκες δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί στη χώρα μας ενώ συναντώνται σε αγορές όπως αυτή της Καλιφόρνιας, της Νέας Υόρκης, της Αυστραλίας και της Αγγλίας. Για το λόγο αυτό εισάγεται στην ενεργειακή αγορά ένα σημαντικό στοιχείο κινδύνου, το οποίο ενδεχομένως θα καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις επενδύσεις στην ηλεκτροπαραγωγή και θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ευημερία των καταναλωτών ρεύματος. Περαιτέρω, δεν πρέπει να αγνοούμε και το ενδεχόμενο ότι μια κρίση που θα συμβεί στον ενεργειακό τομέα θα μπορούσε εύκολα να εξελιχθεί σε χρηματοοικονομική κρίση για το σύνολο της οικονομίας με ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες. Στη χώρα μας υπάρχει σήμερα μόνο η ΔΕΗ με τη μεγάλη παραγωγική της βάση, ενώ οι νέοι παίκτες που αναμένεται να δραστηριοποιηθούν είναι τα ΕΛΠΕ που ανήκουν στο δημόσιο, και ενδεχομένως δύο-τρεις ιδιωτικές επιχειρήσεις και μια μικτή επιχείρηση με τη ΔΕΗ να συμμετέχει κατά 50%. Και όλα αυτά εφόσον βεβαίως θα υπάρξουν οι συμφωνίες ως προς τα τιμήματα των πιστοποιητικών διαθεσιμότητας ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων, η αγορά θα συνεχίσει να κυριαρχείται από δημόσιες επιχειρήσεις και με τη ΔΕΗ να κατέχει το 85-90% της παραγωγικής ικανότητας. Έτσι, το υπό διαμόρφωση νομοθετικό πλαίσιο όχι μόνο δεν δίνει εγγυήσεις για ομαλή λειτουργία της αγοράς, αλλά δημιουργεί και κινδύνους ακύρωσης στην πράξη της ίδιας της απελευθέρωσης της λόγω απογοήτευσης των ιδιωτών επενδυτών. Για το λόγο αυτό απαιτείται η ουσιαστική αναδιάρθρωση της δομής του. Τελειώνοντας θεωρώ χρήσιμη τη διατύπωση μερικών προτάσεων, ώστε ο ανταγωνισμός στην απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας να αποτελέσει το ζητούμενο εργαλείο για την επίτευξη οικονομιών και εξοικονομήσεων σε πόρους που μπορεί να κάνει τη χώρα μας περισσότερο ανταγωνιστική, να παράγει εθνικό πλούτο και να βελτιώσει το επίπεδο ευημερίας των πολιτών της. Οι προτάσεις αυτές είναι οι εξής: 1.Να καταρτιστεί άμεσα ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός, στον οποίο να περιλαμβάνονται ο προγραμματισμός των ενεργειακών αναγκών της χώρας και η δομή του τομέα σε ενεργειακά προϊόντα, η άριστη αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων σε εθνικό επίπεδο, οι απαιτούμενες επενδύσεις σε ικανότητα παραγωγής, μεταφοράς και διανομής, οι επενδύσεις σε ήπιες μορφές ενέργειας, η περιφερειακή κατανομή των επενδύσεων, οι υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος, οι ενισχύσεις των διασυνδέσεων με όμορα συστήματα, η ανάπτυξη διασυνοριακού εμπορίου, η προστασία του περιβάλλοντος, κ.λπ. 2.Να δοθεί άμεσα ιδιαίτερη βαρύτητα και προσοχή στα σημεία από τα οποία θα ξεκινήσει η διαδικασία για μια ασφαλή και αποτελεσματική απελευθέρωση της αγοράς, στα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν πρώτα και στην καταλληλότητα της πορείας και του χρονικού ορίζοντα που θα έχει επιλεγεί για την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα είναι ενδεικτικά η τιμολόγηση του λιγνίτη και των νερών, οι τιμές και οι δομές των τιμολογίων παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας, και χρήσεως του συστήματος μεταφοράς και των δικτύων, η τιμολόγηση του φυσικού αερίου, όπως επίσης και η τιμολόγηση όλων των άλλων υπηρεσιών που η παροχή τους προβλέπεται από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο (επικουρικές υπηρεσίες συστήματος, υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος, ανενεργές επενδύσεις). 3.Να αρχίσει το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού στη χώρα μας με έναν ενεργό ανταγωνισμό περιορισμένης μορφής, ο οποίος μέσω της ημερήσιας αγοράς, να μπορεί να εξελιχθεί στο επίπεδο ενός πλήρους λειτουργικού ανταγωνισμού στην χονδρική αγορά, όταν ο ηλεκτρικός τομέας θα μπορέσει να διαχειρισθεί τον ανταγωνισμό αυτό χωρίς την παρουσία ανεξέλεγκτων δυνάμεων στην αγορά. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται να γίνουν προσαρμογές στο Ν. 3175/03 και κυρίως να μειωθεί η πολυπλοκότητα των κανόνων των υπό διαβούλευση κωδίκων. Για παράδειγμα, ένα απλοποιημένο μοντέλο αγοράς ηλεκτρισμού ακολουθήθηκε στην Ισπανία με ιδιαίτερη επιτυχία για μια πενταετία πριν υιοθετηθεί το πολύπλοκο Ιβηρικό μοντέλο που αποτελεί την πεμπτουσία της αγοράς ηλεκτρισμού σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού. 4.Να αποτελεί βασική προϋπόθεση επιτυχίας της διαδικασίας απελευθέρωσης της αγοράς η εξαρχής σαφής εξασφάλιση των αναγκαίων συνθηκών και των αντίστοιχων συμπεριφορών για όλους ανεξαιρέτως τους παίκτες, χωρίς την παρουσία διακριτών χειρισμών. Ο σχεδιασμός της διαδικασίας απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού θα βασίζεται σε υγιείς και ξεκάθαρες αρχές εφαρμοσμένων οικονομικών της ρύθμισης και όχι σε θεωρητικές τεχνικές και οικονομικές αρχές. Ένα σπουδαίο μάθημα από τη διεθνή εμπειρία είναι ότι για την επίλυση τέτοιων σημαντικών προβλημάτων δυστυχώς μόνο οι καλές προθέσεις δεν φθάνουν, ενώ η χρήση της δημιουργικής λογιστικής για την γραφειοκρατική ικανοποίηση των δεσμεύσεων της χώρας μας ως προς τις οδηγίες της ΕΕ αποτελεί την πλέον ριψοκίνδυνη από όλες τις εναλλακτικές καταστάσεις και εμποδίζει την πραγματοποίηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών και την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. * Ο κ. Πρόδρομος Γ. Ευθύμογλου είναι καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας και Διεθνών Αγορών Κεφαλαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.