του Λουκά Τσούκαλη*
Η περίοδος που διανύουμε καταδεικνύει ρητά το εξής: Δεν είναι καιροί για σοσιαλιστές ή τουλάχιστον για τη μερίδα εξ’ αυτών που τοποθετούνται αριστερά στο πολιτικό φάσμα. Η αποφασιστική νίκη της Νέας Δημοκρατίας επί του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος στις κυριακάτικες εκλογές στην Ελλάδα μετακίνησε πολιτικά τη χώρα από κεντροαριστερά σε κεντροδεξιά, ακολουθώντας την κυρίαρχη τάση των τελευταίων ετών σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Η δύναμη ισχύος που καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα ήταν η βαθιά ριζωμένη ανάγκη για αλλαγή, σε μια χώρα όπου οι σοσιαλιστές είχαν ήδη κυβερνήσει για 20- από τα τελευταία 23 χρόνια. Μετά από μια πρώιμη λαϊκίστικη φάση υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ είχε σταδιακά μεταλλαχθεί σε ένα ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Προς την εξέλιξη αυτήν, είχε συντελέσει δραστικά και η υποψηφιότητα της χώρας για είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα, υπό την ηγεσία του απερχόμενου πρωθυπουργού, Κώστα Σημίτη, συνδύασε την πρόοδο προς την μακροοικονομική σταθερότητα με ισχυρότερη ανάπτυξη. Η σταθερότητα εγγυήθηκε την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη, κάτι που φάνταζε σαν ανεκπλήρωτο όνειρο μόλις πριν από 10 χρόνια. Η ανάπτυξη οφείλεται εν πολλοίς στις εισροές από τα κεφάλαια στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την έντονη κατασκευαστική δραστηριότητα που ακολούθησε την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, οι οποίοι θα πραγματοποιηθούν στην Αθήνα τον Αύγουστο. Η απερχόμενη κυβέρνηση πιστώνεται επίσης μια εντυπωσιακή βελτίωση της εξωτερικής πολιτικής προς την Τουρκία και τα Βαλκάνια, προσδίδοντας στην Ελλάδα ένα σημαντικό ρόλο στην διασφάλιση της σταθερότητας της ευρύτερης περιοχής. Ωστόσο ο κ. Σημίτης απέτυχε παταγωδώς στις προσπάθειες μεταρρυθμίσεων του κράτους, ενός Λεβιάθαν με πόδια από πηλό, όπως ορθώς έχει περιγραφεί– και ενός εντελώς διεφθαρμένου Λεβιάθαν. Απέτυχε επίσης να αποκτήσει τον έλεγχο και να μεταρρυθμίσει το ίδιο του το κόμμα. Ο νέος αρχηγός του κόμματος και γιος του ιδρυτή του, Γιώργος Παπανδρέου δεν είχε αρκετό χρόνο να αφήσει το σημάδι του, ενώ και τα μηνύματα που απηύθυνε προς τους ψηφοφόρους στερούνταν επικέντρου. Η νίκη στις εκλογές ήταν μια προσωπική νίκη για τον Κώστα Καραμανλή, τον ηγέτη της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν υπεύθυνος για την μετατόπιση του κόμματός του προς τον κεντρώο χώρο. Κάποια στελέχη από την λεγόμενη ”παλαιά φρουρά” έδιναν την εντύπωση ότι τους τράβηξαν με το ζόρι προς το κέντρο, αλλά ο κ. Καραμανλής εμφανίσθηκε συναινετικός και μετρημένος στις πολιτικές του. Το εκλογικό σώμα τον επιβράβευσε με μια ασφαλή πλειοψηφία, η οποία του προσδίδει διευρυμένα περιθώρια ελιγμών τόσο εσωκομματικά, όσο και στην κυβερνητική πολιτική, τουλάχιστον για ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Η Ελλάδα έχει γίνει μια φυσιολογική ευρωπαϊκή χώρα, με αποτέλεσμα οι νέες κυβερνήσεις να μην μπορούν να επιφέρουν δραματικές αλλαγές στην οικονομική ή την εξωτερική πολιτική. Μια μικρομεσαία χώρα διαθέτει περιορισμένη δυνατότητα ελιγμών σε αυτούς τους τομείς καθώς το εξωτερικό περιβάλλον πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Η σταθερότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια συμμετοχή που έδρασε καταλυτικά ως προς τον εκσυγχρονισμό και το ”άνοιγμα” μιας άλλοτε ”κλειστής” και χωρίς αυτοπεποίθηση χώρας. Σαφής ένδειξη του πόσο άλλαξε η Ελλάδα είναι ο τρόπος που απορροφήθηκε, χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές ή κοινωνικές αναταράξεις, το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα που ακολούθησε την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων των Βαλκανίων. Είναι δεδομένο πως η νέα κυβέρνηση δεν θα έχει εύκολο έργο. Το Κυπριακό ζήτημα είναι το πρώτο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει άμεσα, καθώς η καταλυτική ημερομηνία λήξης των διαπραγματεύσεων για την πολιτική επίλυση του ζητήματος είναι πολύ κοντά. Στο ζήτημα αυτό, ο κ. Καραμανλής ίσως χρειαστεί να χαλιναγωγήσει κάποια από τα εθνικιστικά στοιχεία του κόμματός του. Άλλωστε, η διαδικασία που ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη προ τριών εβδομάδων, με βάση το σχέδιο του γενικού γραμματέα του Ο.Η.Ε., δείχνει μη αναστρέψιμη και ο κ. Καραμανλής δεν δείχνει πρόθυμος να την αναστρέψει. Επίσης, ο νέος πρωθυπουργός της χώρας αναμένεται να συνεχίσει την πολιτική προσέγγισης της Τουρκίας που ξεκίνησε η προηγούμενη κυβέρνηση, βάσει της προϋπόθεσης του σταδιακού εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας με φόντο την ενδεχόμενη είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχοντας κληρονομήσει ένα εκ των μεγαλύτερων δημόσιων χρεών των χωρών της Ε.Ε., σε συνδυασμό με το αυξανόμενο δημόσιο έλλειμμα και το μεγάλο έλλειμμα τρέχοντος λογαριασμού, η νέα κυβέρνηση δεν αντέχει να πραγματοποιήσει πολιτική έντονων δαπανών για να ευχαριστήσει τους ψηφοφόρους της. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν μια μεγάλη πρόκληση, τόσο από οργανωτικής σκοπιάς όσο και από την άποψη της ασφάλειας. Εν τω μεταξύ, διάφορες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις– κυρίως στο ασφαλιστικό σύστημα - έχουν καθυστερήσει δραματικά. Οι μεταρρυθμίσεις αναμένεται να παρακινήσουν σημαντικές αντιδράσεις– κυρίως επειδή οι πιθανοί χαμένοι είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι και καλά οργανωμένοι. Το τίμημα του να αποτελεί η Ελλάδα μια χώρα με σταθερότητα είναι ότι πρέπει να λειτουργεί υπό συγκεκριμένους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων αυτών που συνεπάγεται η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ευτυχώς, η σταθερότητα συνεπάγεται επίσης την έλευση υλικών απολαβών για τους περισσότερους Έλληνες. Η επιτυχία της νέας κυβέρνησης εξαρτάται από τη ικανότητά της να κινητοποιήσει την σιωπηλή πλειοψηφία αυτών των πιθανών ωφελούμενων, προς όφελος των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων. * Ο Λουκάς Τσούκαλης είναι πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και συγγραφέας του βιβλίου ”What Kind of Europe?” (Oxford University Press, 2003)