Του Κ. Ν. Σταμπολή
Με τις τιμές του αργού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές σταθερά πάνω από τα 30 δολ. το βαρέλι τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες και με μέγιστη τιμή που άγγιξε τα 37 δολ/βαρ. στο NYMEX της Ν. Υόρκης την περασμένη εβδομάδα, και με ανοδικές προοπτικές στον ορίζοντα, αργά αλλά αναπόφευκτα έφθασαν οι ανατιμήσεις στα λευκά προϊόντα πετρελαίου και στην Ελληνική αγορά. Σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών του Υπουργείου Ανάπτυξης οι τιμές της αμόλυβδης βενζίνης, αλλά και περισσότερων άλλων προϊόντων, έχουν διαμορφωθεί στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε μηνών, ενώ παράγοντες της αγοράς προεξοφλούν ήδη περαιτέρω άνοδο τιμών μέσα στις επόμενες εβδομάδες. (Έχουν παρατηρηθεί τιμές, κυρίως στην επαρχία μεταξύ 0.77 και 0.80 € ανά λίτρο). Στελέχη του ΥΠΑΝ αποδίδουν τις ανατιμήσεις που παρατηρούνται τελευταία σε όλη την Ελλάδα αφ΄ ενός μεν στις αλλαγές των συναλλαγματικών ισοτιμιών εις βάρος του Ευρώ και αφ΄ ετέρου σε φαινόμενα κερδοσκοπίας από πλευράς εταιρειών εμπορίας και πρατηριούχων. Τα ανωτέρω στελέχη επεσήμαναν εξάλλου πώς κατά το διάστημα που προηγήθηκε οι αυξητικές μεταβολές στις διεθνείς τιμές πετρελαίου δεν είχαν ουσιαστική επίδραση στην διαμόρφωση των τιμών στις χώρες της ζώνης του ευρώ, λόγω της ισχυροποιήσεως του ευρώ έναντι του δολαρίου. Πάντως, σήμερα, λόγω της κάμψεως του ευρώ οι όποιες μεταβολές στις διεθνείς πετρελαϊκές αγορές αρχίζουν αναπόφευκτα να επηρεάζουν τις τιμές των προϊόντων στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με εκπροσώπους διυλιστηρίων στην Ελλάδα, οι υψηλές τιμές στην διεθνή αγορά που παρατηρούνται κυρίως μετά τα Χριστούγεννα, δεν έχουν επηρεάσει ακόμα τις τιμές ex-factory με τις οποίες οι εταιρείες εμπορίας προμηθεύονται βενζίνη και άλλα προϊόντα από τα διυλιστήρια. Εάν όμως εξακολουθήσει η άνοδος των διεθνών τιμών ή ακόμα και σταθεροποίηση τους στα 35 δολ/βαρέλι, (πράγμα εξαιρετικά πιθανό αφού το βαρέλι Brent κινείται σταθερά πλέον στα 32-33 δολ./βαρέλι) με παράλληλη ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ, αρκετά σύντομα θα αυξηθούν και οι τιμές ex-factory, υποστηρίζουν οι ανωτέρω εκπρόσωποι. Άρα από κάθε άποψη οι επόμενες δύο-τρεις εβδομάδες είναι κρίσιμες για την αγορά καυσίμων γιατί πέρα από την ανάληψη καθηκόντων της νέας ηγεσίας στο ΥΠΑΝ, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει άμεσα τις διοικήσεις των εποπτευομένων εταιρειών, υπάρχει πλέον το ενδεχόμενο σημαντικής ανατίμησης των καυσίμων σε επίπεδο καταναλωτού με άμεσο αντίκτυπο στον πληθωρισμό. Μία όλως αρνητική εξέλιξη η οποία μέχρι σήμερα είχε εντέχνως αποφευχθεί. Αυτό πιθανώς να οδηγήσει την νέα ηγεσία του ΥΠΑΝ στην επιβολή πλαφόν για ορισμένες περιοχές της χώρας και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα όπως προβλέπεται από τoν Νόμο. Σε κάθε περίπτωση οι εταιρείες εμπορίας, οι οποίες μαζί με τους πρατηριούχους έχουν την ευθύνη διακίνησης και εφοδιασμού της αγοράς με προϊόντα, έχουν κάθε λόγο ν’ ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία όσον αφορά την πορεία τους και τα αποτελέσματά τους. Και αυτό δεν οφείλεται στις όποιες προοπτικές αύξησης των τιμών. Κάθε άλλο. Οι εξόχως θετικές προοπτικές για τις εταιρείες εμπορίας αλλά και για τους δύο διυλιστικούς ομίλους που λειτουργούν πλέον στην χώρα μας (ΕΛΠΕ και ΜΟΤΟΡΟΙΛ) έχουν να κάνουν με το πώς έχει διαμορφωθεί και το πώς λειτουργεί η αγορά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η αγορά αυτή αυξάνεται και επεκτείνεται διαρκώς ποσοτικά (δηλ. μεγαλύτερος όγκος πωλήσεων κάθε χρόνο) και γεωγραφικά, λόγω επέκτασης των δικτύων πρατηρίων αλλά και λόγω επέκτασης των πωλήσεων λιανικής εκτός Ελλάδος. Ελληνικοί όμιλοι όπως τα ΕΛΠΕ, η Μοτοροϊλ (50% ιδιοκτησίας Σαουδικής Aramco) και Jetoil ελέγχουν πλέον εταιρείες εμπορίας σε Κύπρο, Αλβανία, Σερβία-Μαυροβούνι, ΠΓΔΜ, Βουλγαρία, Ρουμανία ακόμη και Γεωργία. Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΑΝ που αναφέρονται στο Γενικό Ενεργειακό Ισοζύγιο η συνολική κατανάλωση υγρών καυσίμων στην χώρα για το έτος 2000 ήτο 15.941 ΤΙΠ (τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου) ενώ το αντίστοιχο νούμερο για το 2002 ήτο 16.985 ΤΙΠ, με προοπτική η κατανάλωση για το 2003 να διαμορφωθεί στα 17.700 ΤΙΠ. Δηλαδή παρατηρούμε μία αύξηση 6.1% σε δύο χρόνια και 4% μόνο για το τελευταίο χρόνο. Η αύξηση αυτή στην κατανάλωση, η οποία περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες προϊόντων, δηλαδή πωλήσεις σε βιομηχανία, ΔΕΗ, Αεροδρόμια, Ένοπλες Δυνάμεις, ναυτιλιακά καύσιμα, υγραέριο κ.λπ. είναι μικρότερη από το ποσοστό αύξησης που παρατηρείται στην λιανική, όπου η άνοδος των πωλήσεων τα τελευταία δύο χρόνια είναι πράγματι εντυπωσιακή. Όπως φαίνεται από τον πίνακα που παραθέτουμε για τις πωλήσεις των εταιρειών εμπορίας για το πρώτο εννεάμηνο 2002 και 2003 παρατηρείται αύξηση στην κατανάλωση 10.2%. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που έχουν συμβάλλει σε αυτήν την θεαματική άνοδο στις πωλήσεις λευκών προϊόντων, παρατηρούν αναλυτές της αγοράς πετρελαιοειδών. Ο πρώτος λόγος οφείλεται στην μικρή αλλά σταθερή αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών στην Ελλάδα, κυρίως από οικονομικούς μετανάστες, σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερα βαρύ περσινό χειμώνα. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την σταθερή αύξηση του στόλου των Ι.Χ αυτοκινήτων, και δευτερευόντως με την μεγαλύτερη κατανάλωση σε αγροτικές περιοχές σαν αποτέλεσμα αύξησης της γεωργικής παραγωγής. Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι το 2003 υπήρξε μεγάλη αύξηση του αριθμού κυκλοφορούντων αυτοκινήτων σε όλες τις κατηγορίες σε σύγκριση με το 2002. (Αύξηση κατά 6.3% στα επιβατικά και 2.6% σε φορτηγά και λεωφορεία, και 5.5% στις μοτοσικλέτες) έτσι που σήμερα κυκλοφορούν 5,732,414 οχήματα παντός είδους που καταναλώνουν βενζίνη και πετρέλαιο, σε σύγκριση με 5,450,972 που κυκλοφορούσαν στα τέλη του 2002. (πηγή Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων) Η εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών όπως είναι δομημένη σήμερα κυριαρχείται από τις τρεις μεγάλες εταιρείες (ΒΡ, SHELL και ΕΚΟ) οι οποίες ελέγχουν το 53% ενώ οι άλλες 16 εταιρείες μοιράζονται το υπόλοιπο. Από αυτές ξεχωρίζουν οι αμιγώς Ελληνικές Εταιρείες Jet Oil, ΕΛΙΝΟΙΛ (Ελίν), REVOIL, CYCLON και AVIN (η οποία ανήκει στην MOTOROIL και ελέγχεται κατά 50% από την Σαουδική ARAMCO). Αυτές οι εταιρείες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί διευθύνονται αποκλειστικά από Έλληνες μάνατζερς αλλά γιατί βάσει της μέχρι σήμερα καλής τους οργάνωσης, υψηλής κερδοφορίας, (βλέπε τους ιδιαίτερα θετικούς ισολογισμούς για την χρήση 2003) ιδιόκτητων εγκαταστάσεων και κυρίως λόγω των σχεδιαζομένων νέων επενδύσεων, πρόκειται να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην διαρκώς επεκτεινόμενη αγορά πετρελαιοειδών στην Ελλάδα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τρεις από αυτές (ΕΛΙΝΟΙΛ, REVOIL, CYCLON) είναι ήδη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ενώ έπεται και η JETOIL των αδελφών Μαμιδάκη, γεγονός που επιτρέπει στις εταιρείες να προχωρήσουν στις απαραίτητες στρατηγικές κινήσεις για ενδυνάμωση της θέσεως τους στην αγορά και διεκδίκηση ακόμα μεγαλύτερου μεριδίου, που μοιραία θα αποσπασθεί από τις τρεις «μεγάλες» αδελφές. Η επιτυχής είσοδος της ΕΛΙΝΟΙΛ πριν δύο εβδομάδες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, με υπερκάλυψη 3.5 φορές και άντληση νέων κεφαλαίων ύψους 16.0 εκ. ευρώ, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου αναδιάρθρωσης της εγχώριας αγοράς, σημειώνουν αναλυτές. Η προηγούμενη περίοδος ήτο πριν 6 περίπου χρόνια με την αποχώρηση των MOBIL, FINA, TEXACO και Γ. Μαμιδάκης. Η ΕΛΙΝΟΙΛ δεν κρύβει τα σχέδιά της για ένα επιθετικό μάρκετινκ που ήδη υλοποιεί με επέκταση του δικτύου πρατηρίων της σε νέες γεωγραφικές περιοχές της χώρας και την περαιτέρω ενίσχυση των μεταφορικών της μέσων (χερσαία και θαλάσσια). Παράλληλα η εν λόγω εταιρεία πρόκειται να μπει δυναμικά και στην παρθένα αγορά οικολογικών καυσίμων τα οποία ενισχύονται βάσει Οδηγιών και προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μετά από μια απόλυτα θετική εμπειρία με την διακίνηση βιοντίζελ στην Θράκη, (βάσει πιλοτικού προγράμματος σε συνεργασία με το ΕΜΠ), πριν δύο χρόνια, η ΕΛΙΝΟΙΛ προχωράει σύντομα σε υλοποίηση σχεδίων της για κατασκευή εργοστασίου βιοντίζελ στον Βόλο το οποίο σε πρώτη φάση θα παράγει σχετικά μικρές ποσότητες της τάξεως των 8.000 – 10.000 τόνους το έτος. Με την κίνηση αυτή η ΕΛΙΝΟΙΛ σύμφωνα με την διοίκηση της αποσκοπεί στο να κατακυρώσει μια θέση (positioning) σε μία νέα αλλά πολλά υποσχόμενη αγορά. Όπως εξηγούν οι διευθύνοντες την ΕΛΙΝΟΙΛ, ήδη στις ώριμες Ευρωπαϊκές αγορές το βιοντίζελ αντιστοιχεί στο 1% της αγοράς με διαρκώς αυξητικές τάσεις. Η συνήθης πρακτική αποβλέπει σε μία πρόσμιξη βιοντίζελ με ντίζελ σε ποσοστό 7%, ικανό όμως να εξασφαλίσει μείωση των εκπομπών και οικονομία στα καύσιμα. Πέρα όμως από καινοτόμες πρακτικές όπως η εισαγωγή νέων οικολογικών καυσίμων, τα στελέχη της ΕΛΙΝΟΙΛ, (και εδώ συμφωνούν τα περισσότερα στελέχη άλλων εταιρειών) παρατηρούν ότι το παιχνίδι για επέκταση στην εσωτερική αγορά θα κριθεί στις δεσμεύσεις για συνέπεια στην εξασφάλιση ποιότητας σε όλη την γκάμα των λευκών προϊόντων, κάτι που διασφαλίζεται μόνο μέσα από συνεχείς εσωτερικούς ελέγχους, σε συνεργασία με ειδικευμένα εργαστήρια, και με την εμπαίδωση πνεύματος συνεργασίας με τα ελεγχόμενα πρατήρια του δικτύου. Μία θέση εξάλλου που συμφωνούν και οι ίδιοι οι βενζινοπώλες οι οποίοι μέσω του Συνδέσμου τους (ΟΒΕ) έχουν λάβει ενεργό μέρος στην υλοποίηση του τελευταίου νομοσχεδίου (Ν3054/2002) για την οργάνωση της αγοράς πετρελαιοειδών με την θεσμοθέτηση τακτικών ελέγχων μέσω ειδικών συνεργείων (ΚΕΔΑΚ) του Υπουργείου Ανάπτυξης, αλλά και της στενής παρακολούθησης (monitoring) των τιμών προϊόντων σε όλη την επικράτεια (Βλέπε παρατήριο τιμών του ΥΠΑΝ). Σαν αποτέλεσμα της πλήρους εναρμόνησης της Ελληνικής νομοθεσίας και πρακτικής με τα όσα ισχύουν στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, και λόγω της γενικότερης ανάπτυξης της οικονομίας, η Ελληνική εσωτερική αγορά πετρελαιοειδών έχει εισέλθει σε μία περίοδο πλήρους εκσυγχρονισμού και ποιοτικής αναβάθμισης, γεγονός που προσφέρει σοβαρές επενδυτικέ ευκαιρίες.