του Ευθ. Π. Πέτρου
Με την νέα κυβέρνηση ήδη εγκατεστημένη, η προσοχή εστιάζεται και πάλι στο Κυπριακό, το οποίο ουσιαστικώς είχε λησμονηθή κατά την διάρκεια της μακράς προεκλογικής περιόδου, παρ’ όλον ότι η κατάστασις στην Κύπρο υπήρξε και πάλι (για πολλοστή φορά) η πρόφασις για την προκήρυξη προώρων εκλογών. Στην Ελλάδα εξακολουθούμε να θεωρούμε το Σχέδιο Αννάν, ως την μόνη εφικτή λύση, παραγνωρίζοντας την βούληση του Κυπριακού ελληνισμού, που ήδη εκφράζεται αρνητικώς στις αλλεπάλληλες σχετικές δημοσκοπήσεις. Η διαδικασία πλέον είναι στα χέρια του Γενικού Γραμματέως των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος θα προχωρήση στις τελικές ρυθμίσεις, κατά την κρίση του, αφού είναι προφανές ότι οι διεξαγόμενες συνομιλίες δεν είναι δυνατόν να καταλήξουν σε συμφωνία. Η στάσις του Ραούφ Ντενκτάς, αδιάλλακτος όπως πάντα, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Η διαφορά είναι, πως ενώ κατά το παρελθόν, η στάσις του αυτή οδηγούσε σε κατάρρευση των συνομιλιών, τώρα με την αποδοχή της διαιτησίας του Κόφι Αννάν, θα υπάρξη εν τέλει κάποια πρότασις, ασχέτως προς το γεγονός ότι μπορεί και οι δύο πλευρές να διαφωνούν με αυτήν! Την τελική μορφή του σχεδίου θα κληθούν να προσυπογράψουν η Ελλάς και η Τουρκία, οι οποίες είναι σχεδόν βέβαιον πως θα το πράξουν προκειμένου να μη δυσαρεστήσουν τον διεθνή παράγοντα, που επιδιώκει μιαν όπως-όπως λύση του προβλήματος. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και ο πρόεδρος της Κύπρου απεδέχθη τις συνομιλίες επί τη βάσει του σχεδίου Αννάν. Οι προσδοκίες της ελληνικής πλευράς ήσαν πως θα μπορούσαν να επιτευχθούν βελτιώσεις που θα το καθιστούσαν λειτουργικό. Δεν ελάμβαναν όμως υπ’ όψιν την επισήμανση του επί κεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδος επί προεδρίας Κληρίδη, Αλ. Μαρκίδη. Ο τελευταίος, είχε επισημάνει ότι σε μια διαπραγμάτευση, αν επιδιώκεις βελτιώσεις σε ένα σημείο, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχθείς και τις προτάσεις της άλλης πλευράς σε κάποιο άλλο. Επί της ουσίας δηλαδή, έλεγε πως δεν πρέπει να ελπίζουμε σε μια λύση που θα ήταν σε γενικές γραμμές καλύτερη από τις συνολικές αρχικές ρυθμίσεις του σχεδίου Αννάν. Την ίδια στιγμή, στον διεθνή χώρο, με κάθε ευκαιρία τονίζεται πως το σχέδιο Αννάν, είναι η τελευταία ευκαιρία λύσεως του Κυπριακού. Μάλιστα ο Βρεταννός υπουργός Εξωτερικών Τζακ Στρω, απαντώντας σε ερώτηση στην Βουλή των Κοινοτήτων είπε απεριφράστως πως οι Κύπριοι πρέπει να αποδεχθούν το σχέδιο, διότι αποτελεί μονόδρομο. Ασχέτως δηλαδή προς το εάν είναι αρεστή στους άμεσα ενδιαφερομένους, η λύσις πρέπει να επιβληθή διότι δεν υπάρχη άλλη. Βεβαίως ο υπουργός Εξωτερικών της Βρεταννίας δεν θα μπορούσε να υποστηρίξη κάτι διαφορετικό, μια και το σχέδιο Αννάν καθιστά την Κύπρο κράτος μειωμένης κυριαρχίας και περνά τις ουσιαστικές διαδικασίες ελέγχου του θαλασσίου και εναερίου χώρου, στις βρεταννικές βάσεις της περιοχής. Συνεπώς η Κύπρος και ο Ελληνισμός ολόκληρος ευρίσκονται προ του διλήμματος, ότι αν δεν αποδεχθούν το σχέδιο Αννάν, θα πρέπει να αποδεχθούν την ιδέα, ότι το Κυπριακό δεν θα λυθή! Και δεν θα πρέπει να μας διαφεύγη ότι στην σημερινή πολιτική συγκυρία η “μη λύσις” του Κυπριακού θα μπορούσε να αποτελέση σημείο σφοδρών πολιτικών αντιπαραθέσεων με την κυβέρνηση να κατηγορείται ότι “κατέστρεψε” την προωθούμενη λύση και άφησε το Κυπριακό στην τύχη του. Η πραγματικότης είναι, ότι αφού ζούμε σε έναν δημοκρατικό κόσμο, η βούλησις της πλειοψηφίας πρέπει να είναι σεβαστή. Αν λοιπόν ο κυπριακός ελληνισμός καταψηφίση το σχέδιο η βούλησις του πρέπει να γίνη σεβαστή. Και από την Αθήνα και από όλο τον κόσμο. Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να αναλογισθούμε το σημείο στο οποίο ευρίσκεται σήμερα η ελεύθερη Κύπρος και να εκτιμήσουμε το εάν και κατά πόσον μετά την εφαρμογή μιας λύσεως τύπου σχεδίου Αννάν, η θέσις της θα βελτιωθή. Είναι προφανές όμως ότι δεν θα βελτιωθή. Κατ’ αρχήν από κυρίαρχο κράτος που είναι σήμερα θα υποβαθμισθή σε ένα μόρφωμα στο οποίο κανείς δεν θα είναι σίγουρος για το ποιος έχει αρμοδιότητα για τι! Με τέτοια δεδομένα οι συνθήκες ασφαλείας για τους Ελληνοκυπρίους θα υποβαθμισθούν τόσο, που είναι αμφίβολο αν θα μπορούν να ασκήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προωθώντας περαιτέρω την ανάπτυξη της Μεγαλονήσου. Είναι κανών ότι η οικονομική ανάπτυξις απαιτεί κατ’ αρχήν ασφάλεια. Κάτι που η Κύπρος το έζησε μια και η οικονομική της ανάπτυξις άρχισε μετά το 1974, οπότε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι “χώρισαν τα τσανάκια τους” και προχώρησαν κατά τις ι8κανότητες του καθενός. Τα επιτεύγματα των μεν και των δε είναι ενδεικτικά των ικανοτήτων τους! Η ελληνική πλευρά, επί 30 έτη αντιμετωπίζει το κυπριακό υπό το πρίσμα ότι η λύσις πρέπει να σημαίνη και επανένωση. Η πραγματικότης είναι ότι η λύσις πρέπει να εξασφαλίζη στους ελληνοκυπρίους τουλάχιστον ό,τι τους παρέχη η σημερινή κατάστασις. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε η λύσις δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή. Και αυτό καλύτερα από οιονδήποτε το γνωρίζουν οι ίδιοι οι Κύπριοι. Γι’ αυτό άλλωστε προτίθενται να καταψηφίσουν το σχέδιο. Και δεν έχει δικαίωμα κανείς να προσπαθήση να επηρεάση την ελεύθερη βούλησή τους.