Του Κώστα Ιορδανίδη
Η παρουσία του πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή σε συνέδριο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, χθες, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο και η συμβολική της σημασία είναι αδιαμφισβήτητη. Τούτου λεχθέντος, όμως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι κυβερνήσεις με φιλολαϊκή πολιτική υπήρξαν και άλλες στην Ελλάδα και ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν ανήλθε στην εξουσία, το 1981, ενίσχυσε σημαντικά τα εισοδήματα των ασθενεστέρων τάξεων. Η τεραστία διαφορά, ωστόσο, είναι ότι ενώ η μέριμνα των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου για τις ενδεέστερες τάξεις έγινε με όρους πολιτικά διχαστικούς και με σκληρότατες επιθέσεις εναντίον της «δεξιάς», με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νοσηρότατης ατμόσφαιρας σε επίπεδο πολιτικό, η λαϊκή πολιτική του κ. Καραμανλή προωθείται υπό συνθήκες συμφιλιώσεως και όχι ιδεολογικής αντιπαραθέσεως. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο σταδιακός μετασχηματισμός της Νέας Δημοκρατίας σε λαϊκό συντηρητικό κόμμα άρχισε επί της αρχηγίας του κ. Μιλτ. Εβερτ, ο οποίος είχε επικριθεί δριμύτατα για την συμπαράσταση προς τις κινητοποιήσεις των αγροτών στην Καρδίτσα. Έκτοτε, η πολιτική της οκταετίας του κ. Κ. Σημίτη, συνέτριψε σταδιακώς τις λαϊκές τάξεις, εν ονόματι της εντάξεως της Ελλάδος στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση, δημιούργησε μια νέα οικονομική ολιγαρχία, η οποία απορρόφησε τα κονδύλια του Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, απαξίωσε τον θεσμό του Χρηματιστηρίου, καθώς οι «επιχειρηματίες» της διαπλοκής κατασπατάλησαν δολίως ή αποδείχθηκαν ανίκανοι να διαχειρισθούν τα ποσά τα οποία άντλησαν από τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Το σύστημα Σημίτη ταυτίσθηκε με την τάξη των «επιχειρηματιών» που δημιουργήθηκε, τα λαϊκότερα στρώματα αποξενώθηκαν από το ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. σταδιακώς μετεξελίχθη σε κόμμα λαϊκό. Θα σπεύσουν ορισμένοι να υποστηρίξουν ότι η διεθνής ροπή, τα δεδομένα της παγκοσμιοποιήσεως δεν επιτρέπουν την εκδήλωση κοινωνικής μερίμνης. Αλλά «ανάπτυξη» και «παραγωγικότητα» με ενδεείς πολίτες και άνεργους όχι απλώς δε έχει νόημα, αλλά είναι πολιτικώς ένα άκρως επικίνδυνο εγχείρημα, διότι εντείνει τις κοινωνικές συγκρούσεις και αποσταθεροποιεί τη χώρα. Η άνοδος του κ. Καραμανλή στην εξουσία φαίνεται να οροθετεί την επάνοδο στην πολιτική μετά μια οκταετία οικονομίστικης προσεγγίσεως, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας απαίδευτου ιθυνούσης τάξεως, η οποία έχει αρχίσει σταδιακώς να αποσύρεται από το προσκήνιο των κοινωνικών εκδηλώσεων και αγωνιά για τις επιπτώσεις ελέγχου των ανομιών της. Η επάνοδος στην πολιτική με την παραδοσιακή έννοια της λέξεως δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει, δίχως ανατροπή του πολιτικού σκηνικού και ηχεί παράδοξο όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Γ. Παπανδρέου υποστηρίζει πλέον ότι θα διαφυλάξει τις κοινωνικές κατακτήσεις, τη στιγμή κατά την οποία η πολιτική του συστήματος Σημίτη ήταν η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Ένα άκρως ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η πολιτική κοινωνικής ευαισθησίας της νέας κυβερνήσεως δεν γίνεται υπό την πίεσιν της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, η οποία με την τελευταία οκταετία λειτούργησε ως αδέξιος φορέας φιλελευθέρων πρακτικών που έπληξαν τις λαϊκότερες τάξεις. Ούτως ή άλλως, η πολιτεία του συστήματος Σημίτη αναδεικνύει πλέον τοην παραδοσιακή Αριστερά σε πόλο της αντιπολιτεύσεως και εξαρτάται από τις ηγεσίες του ΚΚΕ και του Συνασπισμού να αξιοποιήσουν τα δεδομένα της νέας συγκυρίας. Από την πλευρά της Ν.Δ., επέλεξε την πολιτική του «μεσαίου χώρου» και στον τομέα της οικονομίας που δίχως να αντιστρατεύεται, σε καμία περίπτωση την «επιχειρηματικότητα» δεν την ανάγει σε πεμπτουσία της πολιτικής ζωής, όπως επεχείρησαν οι ανακυκλωθέντες σοσιαλιστές των κυβερνήσεων του κ. Κ. Σημίτη. (Από την εφημερίδα Καθημερινή, 18/03/2004)