Σταθερά ανοδική είναι η πορεία της αγοράς πετρελαιοειδών στη χώρα μας κατά την τελευταία 15ετία σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Στην περίοδο 1985-2000, η εγχώρια κατανάλωση πετρελαιοειδών αυξήθηκε κατά 43% που αντιστοιχεί σε Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) της τάξης του 2,7%. Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς πετρελαίου το 2001 ξεπέρασε τα 19,5 Mtoe (εκατομμύρια τόνους σε ισοδύναμο πετρελαίου). Το εμπορικό ισοζύγιο της ελληνικής αγοράς πετρελαίου υπήρξε μονίμως ελλειμματικό σε όρους ποσοτήτων την περίοδο 1985-2001, με το έλλειμμα να ανέρχεται σε 19,49Mtoe το 2001. Η συνολική εξαγωγική δραστηριότητα της ελληνικής αγοράς πετρελαίου, εμφανίζει σημαντική επιβράδυνση, καθώς το 2001 υποχώρησαν κατά 40% σε σχέση με το 1985 σε όρους ποσοτήτων. Οι κυριότερες αγορές προορισμού των ελληνικών εξαγωγών πετρελαιοειδών προϊόντων το 2001 υπήρξαν οι ΗΠΑ που απορρόφησαν το 20%, οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας (9%), η Ισπανία (6%), η Γαλλία (5%) και ο Λίβανος (5%). Αντίθετα, η εισαγωγική δραστηριότητα της εγχώριας αγοράς πετρελαίου, καταγράφει συνεχή αύξηση της τάξης του 55% το 2001 σε σχέση με το 1985 σε όρους ποσοτήτων. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εισαγωγών είναι υδρογονάνθρακες. Την πρώτη θέση μεταξύ των προμηθευτών του ελληνικού κλάδου πετρελαίου το 2001 κατέχει η Ρωσία με 33%, ενώ ακολούθησαν η Σαουδική Αραβία με 24,5%, το Ιράν με 22,7%, και τέλος το Ιράκ και η Λιβύη με 6,2% η κάθε χώρα αντίστοιχα. Από την ανάλυση του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι η οικονομική εικόνα των εταιρειών διύλισης πετρελαίου είναι θετική. Αντίθετα, η οικονομική κατάσταση των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών, διαφοροποιείται. Για τις μεν εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών η οικονομική κατάσταση του συνόλου κρίνεται ικανοποιητική, ενώ για τις εταιρείες εμπορίας υγραερίου η οικονομική κατάσταση διαγράφεται δυσμενής. Οι εταιρείες διύλισης κατέγραψαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής στα περισσότερα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη την περίοδο 1997-2001. Οι πωλήσεις σημείωσαν άνοδο με ΜΕΡΜ 18,6% προσεγγίζοντας το 2001 τα 5,58 δις εκ. ευρώ, παρόμοια τα καθαρά κέρδη προ φόρων παρουσίασαν ιστορική αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 258% σε 142,35 εκ. ευρώ. Ανάλογη εξέλιξη κατέγραψαν και οι περισσότεροι αριθμοδείκτες του συνόλου των εταιρειών διύλισης. Σε ότι αφορά τη σύγκριση μεταξύ των εταιρειών διύλισης, η ανάλυση έδειξε ότι τα ΕΛ.ΠΕ. είναι ο κυρίαρχος παίκτης στην αγορά πετρελαίου, με την ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ όμως να επεκτείνεται με ταχείς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια και να διευρύνει το μερίδιο της στην αγορά. Τάσεις διεύρυνσης κατέγραψαν επίσης και τα περισσότερα χρηματοοικονομικά μεγέθη του συνόλου των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών εκτός υγραερίου, εμφανίζοντας ωστόσο χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις εταιρείες διύλισης. Ο κύκλος εργασιών και τα καθαρά κέρδη προ φόρων του συνόλου των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών εκτός υγραερίου διευρύνονταν συνεχώς την περίοδο 1997-2001, με ΜΕΡΜ 21,6% και 40% και ανήλθαν σε 5 δις εκ. ευρώ και 61,7 εκ. ευρώ αντίστοιχα. Ικανοποιητική εξέλιξη παρουσίασαν οι δείκτες αποδοτικότητας και δραστηριότητας. Αρνητικό σημείο της χρηματοοικονομικής κατάστασης των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών (εκτός υγραερίου) αποτελεί, η πιθανότητα αδυναμίας εκπλήρωσης των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων, όπως προέκυψε από τις τιμές του δείκτη Γενικής ρευστότητας. Το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς στο σύνολο των εταιρειών διύλισης το 2001 κατέχουν τα ΕΛ.ΠΕ. με 51,6%, και ακολουθούν η ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ με 27% και η ΠΕΤΡΟΛΑ με 21,4%. Το μεγαλύτερο μερίδιο στις πωλήσεις του συνόλου των 30 εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών εκτός υγραερίου, για το 2001 κατέχει η εταιρεία BP με 28%, ενώ ακολουθούν οι εταιρείες SHELL με 22,7%, AVINOIL με 10,3%, MAMIDOIL- JETOIL με 9,9%, ΕΤΕΚΑ με 4,7% και AEGEAN OIL με 4,6%. Για τις εταιρείες εμπορίας υγραερίου, συνολικά 14 εταιρείες, την πρώτη θέση στις πωλήσεις το 2001 κατέχει η εταιρεία ΠΕΤΡΟΓΚΑΖ με μερίδιο 42,5%, ενώ ακολουθούσαν οι εταιρείες SHELL GAS με 29,6%, ΔΗΜΟΪΛ με 8%, ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΚΑΖ με 4% και το σύνολο των υπόλοιπων εταιρειών με 7,9%. Οι κυριότερες ανακατατάξεις που καταγράφηκαν στην ελληνική αγορά είναι: * Η συγχώνευση της Πετρόλα με την εταιρεία Ελληνικά Πετρέλαια στα μέσα του 2003, με απορρόφηση της πρώτης εταιρείας από την δεύτερη. * Η ανταλλαγή του τομέα των καυσίμων της TEXACO στην Ελλάδα με πρατήρια της SHELL στην Αγγλία στα τέλη του 2000. * Η συγχώνευση της εταιρείας ΕΚΟ-ΕΛΔΑ ΑΒΕΕ το 2000 με την εταιρεία Γ.ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε.Ε. Ακολουθεί η πλήρης Ανάλυση του ΙΟΒΕ ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH Τσάμη Καρατάση 11 – Αθήνα 117 42, Τηλ. 9211200-10 Fax 9233977, 9228130 11 Tsami Karatasi Str.-Athens 117 42, Tel. 9211200-10 Fax 9233977, 9228130 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΝΕΑ ΚΛΑΔΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΙΟΒΕ: Η αγορά πετρελαίου Αθήνα, 18/3/2004 Σταθερά ανοδική είναι η πορεία της αγοράς πετρελαιοειδών στη χώρα μας κατά την τελευταία 15ετία σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Στην περίοδο 1985-2000, η εγχώρια κατανάλωση πετρελαιοειδών αυξήθηκε κατά 43% που αντιστοιχεί σε Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) της τάξης του 2,7%. Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς πετρελαίου το 2001 ξεπέρασε τα 19,5 Mtoe (εκατομμύρια τόνους σε ισοδύναμο πετρελαίου). Όπως προκύπτει από την ανάλυση του ΙΟΒΕ τα πετρελαιοειδή προϊόντα κατέχουν τη μερίδα του λέοντος μεταξύ του συνόλου των ενεργειακών αγαθών, με ποσοστό που φτάνει περίπου το 70%. Το ποσοστό αυτό ωστόσο εμφανίζει στην περίοδο 1985 – 2000 οριακή, πλην σταθερή, υποχώρηση η οποία αποδίδεται στη βραδεία υποκατάσταση των προϊόντων πετρελαίου από άλλες μορφές ενέργειας. Η εξάρτηση των τομέων της οικονομίας από προϊόντα πετρελαίου παρέμεινε σχεδόν σταθερή διαχρονικά ή μειώθηκε οριακά, με τις μεταφορές να κατέχουν κατά μέσο όρο το 57,6% (6,06Mtoe) της συνολικής τελικής ζήτησης στην εξεταζόμενη περίοδο και ακολουθούν η βιομηχανία με 16,7% (1,74Mtoe), τα νοικοκυριά με 16% (1,68Mtoe), ο αγροτικός τομέας με 8,5% (0,86Mtoe) και ο τομέας των υπηρεσιών με 1,5% (0,14Mtoe). Ο τομέας των υπηρεσιών σημείωσε την υψηλότερη αύξηση ζήτησης για πετρελαιοειδή τη δεκαετία του 1990, λόγω της αύξησης των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένου του τομέα του εμπορίου και του τουρισμού). Ακολούθησαν τα νοικοκυριά και οι μεταφορές με ποσοστά αύξησης 46,4% και 23,6% αντίστοιχα. Σε ότι αφορά τα νοικοκυριά η διεύρυνση της ζήτησης οφείλεται στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και των ανέσεων, ενώ για τις μεταφορές στην κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των κυκλοφορούντων οχημάτων κατά 82% στην περίοδο 1990 - 2000. Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, στην Ελληνική αγορά τα προϊόντα πετρελαίου θα εξακολουθήσουν να κατέχουν κυρίαρχη θέση στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας και τη δεκαετία του 2000, με το μερίδιο των πετρελαιοειδών να αναμένεται στο 67% (19,87Mtoe) της συνολικής ζήτησης για όλα τα ενεργειακά αγαθά το 2010. Φτωχές είναι οι επιδόσεις της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και, με βάση τα σημερινά δεδομένα δίχως προοπτικές. Η εγχώρια παραγωγή αργού πετρελαίου παρουσίασε καθοδικές τάσεις την περίοδο 1985-2001. Το 2001 τα διαθέσιμα αποθέματα αργού πετρελαίου στην Ελλάδα εκτιμούνται στα 9 εκατομμύρια βαρέλια και αναμένεται να εξαντληθούν μέχρι το 2010. Το εμπορικό ισοζύγιο της ελληνικής αγοράς πετρελαίου υπήρξε μονίμως ελλειμματικό σε όρους ποσοτήτων την περίοδο 1985-2001, με το έλλειμμα να ανέρχεται σε 19,49Mtoe το 2001. Η συνολική εξαγωγική δραστηριότητα της ελληνικής αγοράς πετρελαίου, εμφανίζει σημαντική επιβράδυνση, καθώς το 2001 υποχώρησαν κατά 40% σε σχέση με το 1985 σε όρους ποσοτήτων. Οι κυριότερες αγορές προορισμού των ελληνικών εξαγωγών πετρελαιοειδών προϊόντων το 2001 υπήρξαν οι ΗΠΑ που απορρόφησαν το 20%, οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας (9%), η Ισπανία (6%), η Γαλλία (5%) και ο Λίβανος (5%). Αντίθετα, η εισαγωγική δραστηριότητα της εγχώριας αγοράς πετρελαίου, καταγράφει συνεχή αύξηση της τάξης του 55% το 2001 σε σχέση με το 1985 σε όρους ποσοτήτων. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εισαγωγών είναι υδρογονάνθρακες. Την πρώτη θέση μεταξύ των προμηθευτών του ελληνικού κλάδου πετρελαίου το 2001 κατέχει η Ρωσία με 33%, ενώ ακολούθησαν η Σαουδική Αραβία με 24,5%, το Ιράν με 22,7%, και τέλος το Ιράκ και η Λιβύη με 6,2% η κάθε χώρα αντίστοιχα. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ Από την ανάλυση του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι η οικονομική εικόνα των εταιρειών διύλισης πετρελαίου είναι θετική. Αντίθετα, η οικονομική κατάσταση των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών, διαφοροποιείται. Για τις μεν εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών η οικονομική κατάσταση του συνόλου κρίνεται ικανοποιητική, ενώ για τις εταιρείες εμπορίας υγραερίου η οικονομική κατάσταση διαγράφεται δυσμενής. Οι εταιρείες διύλισης κατέγραψαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής στα περισσότερα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη την περίοδο 1997-2001. Οι πωλήσεις σημείωσαν άνοδο με ΜΕΡΜ 18,6% προσεγγίζοντας το 2001 τα 5,58 δις εκ. ευρώ, παρόμοια τα καθαρά κέρδη προ φόρων παρουσίασαν ιστορική αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 258% σε 142,35 εκ. ευρώ. Ανάλογη εξέλιξη κατέγραψαν και οι περισσότεροι αριθμοδείκτες του συνόλου των εταιρειών διύλισης. Σε ότι αφορά τη σύγκριση μεταξύ των εταιρειών διύλισης, η ανάλυση έδειξε ότι τα ΕΛ.ΠΕ. είναι ο κυρίαρχος παίκτης στην αγορά πετρελαίου, με την ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ όμως να επεκτείνεται με ταχείς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια και να διευρύνει το μερίδιο της στην αγορά. Τάσεις διεύρυνσης κατέγραψαν επίσης και τα περισσότερα χρηματοοικονομικά μεγέθη του συνόλου των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών εκτός υγραερίου, εμφανίζοντας ωστόσο χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις εταιρείες διύλισης. Ο κύκλος εργασιών και τα καθαρά κέρδη προ φόρων του συνόλου των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών εκτός υγραερίου διευρύνονταν συνεχώς την περίοδο 1997-2001, με ΜΕΡΜ 21,6% και 40% και ανήλθαν σε 5 δις εκ. ευρώ και 61,7 εκ. ευρώ αντίστοιχα. Ικανοποιητική εξέλιξη παρουσίασαν οι δείκτες αποδοτικότητας και δραστηριότητας. Αρνητικό σημείο της χρηματοοικονομικής κατάστασης των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών (εκτός υγραερίου) αποτελεί, η πιθανότητα αδυναμίας εκπλήρωσης των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων, όπως προέκυψε από τις τιμές του δείκτη Γενικής ρευστότητας. Η εικόνα των εταιρειών εμπορίας υγραερίου δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική. Αν και οι πωλήσεις του συνόλου των εταιρειών εμπορίας υγραερίου παρουσίασαν ΜΕΡΜ ίσο με 13,8%, τα καθαρά κέρδη τους προ φόρων εμφάνισαν καθοδική πορεία ενώ τα τελευταία τρία χρόνια της εξέτασης μετατράπηκαν σε ζημιογόνα υποχωρώντας το 2001 σε -912,8 χιλιάδες ευρώ. Το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς στο σύνολο των εταιρειών διύλισης το 2001 κατέχουν τα ΕΛ.ΠΕ. με 51,6%, και ακολουθούν η ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ με 27% και η ΠΕΤΡΟΛΑ με 21,4%. Το μεγαλύτερο μερίδιο στις πωλήσεις του συνόλου των 30 εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών εκτός υγραερίου, για το 2001 κατέχει η εταιρεία BP με 28%, ενώ ακολουθούν οι εταιρείες SHELL με 22,7%, AVINOIL με 10,3%, MAMIDOIL- JETOIL με 9,9%, ΕΤΕΚΑ με 4,7% και AEGEAN OIL με 4,6%. Για τις εταιρείες εμπορίας υγραερίου, συνολικά 14 εταιρείες, την πρώτη θέση στις πωλήσεις το 2001 κατέχει η εταιρεία ΠΕΤΡΟΓΚΑΖ με μερίδιο 42,5%, ενώ ακολουθούσαν οι εταιρείες SHELL GAS με 29,6%, ΔΗΜΟΪΛ με 8%, ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΚΑΖ με 4% και το σύνολο των υπόλοιπων εταιρειών με 7,9%. Μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν τη δομή του κλάδου, φαίνεται ότι μόνο η διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών ασκεί σημαντική επίδραση, καθώς η διαπραγματευτική δύναμη των πελατών είναι λιγότερο σημαντική, ενώ ο ανταγωνισμός από υποκατάστατα προϊόντα και η απειλή εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο δεν προκαλούν ισχυρές πιέσεις στις επιχειρήσεις του κλάδου. Οι βασικές στρατηγικές που υιοθετούν οι επιχειρήσεις του κλάδου, πέρα από τις στρατηγικές συμμαχίες με άλλες επιχειρήσεις και την επέκταση και βελτίωση των δικτύων εφοδιασμού και μεταφοράς των προϊόντων, είναι η διαφοροποίηση της ποιότητας του προϊόντος και η διαφήμιση. Οι κυριότερες ανακατατάξεις που καταγράφηκαν στην ελληνική αγορά είναι: -- Η συγχώνευση της Πετρόλα με την εταιρεία Ελληνικά Πετρέλαια στα μέσα του 2003, με απορρόφηση της πρώτης εταιρείας από την δεύτερη. -- Η ανταλλαγή του τομέα των καυσίμων της TEXACO στην Ελλάδα με πρατήρια της SHELL στην Αγγλία στα τέλη του 2000. -- Η συγχώνευση της εταιρείας ΕΚΟ-ΕΛΔΑ ΑΒΕΕ το 2000 με την εταιρεία Γ.ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε.Ε. Αριθμοδείκτες αποδοτικότητας του συνόλου των εταιρειών διύλισης 1997 1998 1999 2000 2001 Μικτού Περιθωρίου Κέρδους 3,30 10,89 12,73 9,38 4,93 Καθαρού Περιθωρίου. Κέρδους 0,03 6,30 8,53 6,64 2,55 Αποδοτικότητα Ιδίων Κεφαλαίων 0,09 15,44 25,26 27,83 8,11 Αποδοτικότητα Ενεργητικού 0,05 9,47 12,39 13,98 4,73 Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων ΙΟΒΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΑΓΟΡΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ Σε διεθνές επίπεδο, το πετρέλαιο αποτελεί το κυρίαρχο ενεργειακό αγαθό κατά την εξεταζόμενη περίοδο, αντιπροσωπεύοντας το 2001 το 38% της παγκόσμιας ζήτησης για όλα τα ενεργειακά αγαθά. Η ζήτηση για πετρέλαιο διεθνώς κατέγραψε οριακή υποχώρηση τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα των υψηλών και ολοένα μεταβαλλόμενων τιμών του, της ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας, της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, του πολέμου στο Ιράκ το 2003, και της υποκατάστασης του πετρελαίου με άλλες πηγές ενέργειας περισσότερων φιλικών ως προς το περιβάλλον. Οι μεγαλύτεροι καταναλωτές πετρελαιοειδών προϊόντων το 2001 αποτέλεσαν οι βιομηχανοποιημένες χώρες που απορρόφησαν 77,5% του συνόλου διεθνώς, και κυρίως χώρες, όπως οι Η.Π.Α. (29%), η Ιαπωνία (13,6%), η Γερμανία (7,1%) και η Γαλλία (4,9%). Αντίστοιχα, από τις αναπτυσσόμενες χώρες που κατανάλωσαν το 22,5% της συνολικής ζήτησης διεθνώς το 2001, οι χώρες που απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών ήταν η Κίνα (3,7%) και η Βραζιλία (2,7%). Η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου διευρύνονταν συνεχώς την περίοδο 1980-2001, ακολουθώντας την εξέλιξη της ζήτησης, για να προσεγγίσει το 2001 τα 77 χιλιάδες βαρέλια ημερησίως. Την περίοδο εξέτασης το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς προέρχονταν παραδοσιακά από τις χώρες της Μέσης Ανατολής (περίπου 30%), κυρίως από την Σαουδική Αραβία (44%), το Ιράν (17%), τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα (11,5%), το Ιράκ (9%) και το Κουβεϊτ (9%), ενώ ακολούθησαν σε συμμετοχή η γεωγραφική ζώνη της Βόρειας Αμερικής με 23%, οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής ένωσης με 16%, και η γεωγραφική ζώνη της Ασίας/ Ωκεανίας και της Αφρικής με 10% αντίστοιχα για την κάθε μια. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ – ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Τα προβλήματα που προέκυψαν στην ελληνική αγορά πετρελαίου σχετίζονται κατά κύριο λόγο με το θεσμικό πλαίσιο που τη διέπει, καθώς οι κανόνες λειτουργίας της αγοράς που έχουν θεσπιστεί δεν επαρκούν για την ενίσχυση θεμάτων όπως η απελευθέρωση, η ανταγωνιστικότητα και η προστασία του καταναλωτή ως προς τιμή των προϊόντων, την ποιότητα αυτών και την παροχή υπηρεσιών. Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού τα κυριότερα προβλήματα της αγοράς είναι τα εξής: -- Τα εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά, κυρίως λόγω των κρατικών πολιτικών τόνωσης της εγχώριας παραγωγής προϊόντων διύλισης. -- Η αύξηση από το νέο νόμο των ορίων των ελάχιστων απαιτούμενων αποθηκευτικών χώρων και του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών της αγοράς. -- Η διατήρηση του δικαιώματος του κράτους να μπορεί να επιβάλλει ανώτατο επίπεδο τιμών στα πετρελαιοειδή προϊόντα σε περιόδους υψηλής ζήτησης, όταν η αγορά δεν λειτουργεί αποτελεσματικά. -- Το σημερινό σύστημα φορολόγησης του πετρελαίου θέρμανσης, που διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή του έτους. -- Η νοθεία, η πειρατεία και η λαθρεμπορία των προϊόντων πετρελαίου. -- Το επίπεδο της τεχνολογίας των εγχώριων διυλιστηρίων. Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις της εγχώριας αγοράς, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει να κατέχει κυρίαρχη θέση και τις επόμενες δύο δεκαετίες παρουσιάζοντας ωστόσο χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης σε σχέση με το παρελθόν. Η υποκατάσταση των πετρελαιοειδών προϊόντων από άλλες μορφές ενέργειας θα πραγματοποιηθεί με αργούς ρυθμούς, αποτέλεσμα των υψηλών κεφαλαιακών επενδύσεων που απαιτούνται. Πραγματική ώθηση στην εξέλιξη της εγχώριας προσφοράς αναμένεται να δώσει η κατασκευή του αγωγού Μπούργκας – Αλεξανδρούπολη, καθώς θα μειώσει αισθητά το κόστος εισαγωγής αργού πετρελαίου και συνάμα θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εταιρειών. Αθήνα 18/03/2004 Η αναδημοσίευση-χρήση πληροφοριακού υλικού από την παρούσα μελέτη να συνοδεύεται από ρητή αναφορά στην Πηγή, δηλαδή το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Επισκεφθείτε τη σελίδα του ΙΟΒΕ στο Internet http://www.iobe.gr ή επικοινωνήστε μαζί μας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) στη διεύθυνση: [email protected]