Του Κ. Ν. Σταμπολή
Στις προγραμματικές δηλώσεις του στην Βουλή τόσο ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής όσο και ο Υπουργός Ανάπτυξης κ. Γιώργος Σιούφας έθιξαν το ενεργειακό θέμα με ιδιαίτερη αναφορά στην «ανάγκη μιας πολιτικής που θα διασφαλίζει την ενεργειακή επάρκεια και αυτάρκεια της χώρας, ενώ παράλληλα θα προωθηθεί η απελευθέρωση της αγοράς». Πιο συγκεκριμένα ο κ. Σιούφας αναφέρθηκε στην δέσμευση της κυβέρνησης να προωθήσει την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και την αποφασιστική ενίσχυση και ενδυνάμωση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας ώστε να λειτουργεί ανεξάρτητα από την κεντρική διοίκηση και να έχει εκτελεστικές αρμοδιότητες, καθώς επίσης και την ανάδειξη του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, του ΔΕΣΜΗΕ, και του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (υπό ίδρυση) σε πραγματικά ανεξάρτητους οργανισμούς. Ο Υπουργός Ανάπτυξης ανακοίνωσε επίσης, μεταξύ άλλων, την αναδιοργάνωση της ΔΕΗ με τη σταδιακή αντικατάσταση των παλαιών μονάδων με νέες και τη διασφάλιση της θέσης της, ως κεντρικού και ισχυρού παράγοντα στην απελευθερωμένη αγορά. Χωρίς αμφιβολία ο ενεργειακός τομέας είναι από τους πλέον σημαντικούς τομείς της οικονομίας τόσο από πλευράς οικονομικού μεγέθους (αντιστοιχεί σχεδόν το 12% του ΑΕΠ) όσο και από πλευράς στρατηγικής. Είναι όντως στρατηγικός ο ρόλος της ενέργειας τόσο στην προμήθεια ενεργειακών πρώτων υλών (η Ελλάδα εισάγει σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που καταναλώνει) όσο και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αφού οι επενδύσεις του ενεργειακού τομέα ανέρχονται κατά μέσο όρο στα 200-300 εκ. ευρώ ανά έτος και αποτελούν σοβαρή εστία απασχόλησης. Επίσης, μέσω των ενεργειακών συνεργασιών η χώρα προωθεί θέματα εξωτερικής πολιτικής στο ευρύτερο χώρο της Ν.Α. Ευρώπης. Όμως το ενεργειακό καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα στερεά καύσιμα, τον ηλεκτρισμό, της Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και την διαχείριση των ρύπων, που μεταξύ τους διαμορφώνουν ένα αρκετά σύνθετο τοπίο. Σχεδόν όλοι οι επιμέρους τομείς της ενέργειας αγγίζουν το ευαίσθητο χώρο της απελευθέρωσης των αγορών. Η δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού στην ενεργειακή αγορά αποτελεί προτεραιότητα εδώ και αρκετό καιρό για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι όμως για την χώρα μας η οποία έχει μείνει τραγικά πίσω. Είναι φυσικό λοιπόν ως πρώτη προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης στο ενεργειακό τομέα να έχει τεθεί η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι που έχει μείνει στα χαρτιά παρά τις όποιες προσπάθειες και άτολμα βήματα έκαναν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία 5 χρόνια. Ο Ν. 2773/99 που αφορούσε κυρίως την μετοχοποίηση της ΔΕΗ έδωσε την δυνατότητα ίδρυσης της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) και του (ΔΕΣΜΗΕ) χωρίς όμως να μεριμνήσει για το πώς ακριβώς θα λειτουργούσε η απελευθερωμένη αγορά. Τις ατέλειες του ανωτέρω νόμου ήρθε να καλύψει ο Ν 3175/2003 ο οποίος εισάγει την έννοια των πιστοποιητικών ισχύος (ΠΙΣ) και της καθημερινής λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και δίδει την δυνατότητα σε ιδιώτες παραγωγούς να προμηθεύουν ηλεκτρική ενέργεια στο δίκτυο μέσω Συμβάσεων Διαθεσιμότητος Ισχύος (ΣΔΙ). Η ΡΑΕ των Δεκέμβριο του 2003 ανακοίνωσε τους γνωστούς Κώδικες για την Διαχείριση του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας τους οποίους έθεσε και σε δημόσια διαβούλευση. Οι κώδικες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την λειτουργία της αγοράς και η κυβέρνηση θα πρέπει ν’ αποφασίσει λίαν συντόμως εάν θα τους αποδεχθεί ως έχουν, με τις όποιες διορθώσεις, ή θα τους απορρίψει και θα προτείνει κάτι άλλο στην θέση τους. Επίσης, η κυβέρνηση θα πρέπει να ζητήσει από τη διοίκηση της ΔΕΗ να προχωρήσει άμεσα στον λογιστικό διαχωρισμό των τιμολογίων της, το γνωστό unbundling, απαραίτητη προϋπόθεση για την λειτουργία ανταγωνισμού, κάτι που η ΔΕΗ όμως αρνείται πεισματικά να πράξει τα τελευταία 3 χρόνια. Οποιαδήποτε υπαναχώρηση της κυβέρνησης στο θέμα της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θέτει σε κίνδυνο τις επενδύσεις που προγραμματίζονται από ιδιώτες παραγωγούς οι οποίοι εξασφαλίζουν τα 1,200 MW περίπου επιπλέον ισχύος που θα χρειασθεί το δίκτυο μέχρι το 2006, ώστε να υπάρξει επάρκεια ρεύματος. Υπάρχουν ήδη δύο ώριμα επενδυτικά σχέδια (από την εταιρεία ΤΕΡΝΑ και τον Όμιλο Μυτιληναίου για 800 MW συνολικά) ενώ η επένδυση των ΕΛΠΕ στην Θεσσαλονίκη για 360 MW έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται. Αναλυτές της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας υποστηρίζουν ότι εάν απελευθερωθεί η Ελληνική αγορά βάσει των ισχύοντων στην ΕΕ είναι βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις σ’ ένα τομέα όπου η Ελλάδα έχει ανάγκη, αφού η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια με ρυθμούς 4.0%-4.5% ετησίως. Άμεσα συνυφασμένη με την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι αυτή και του φυσικού αερίου το οποίο αποτελεί πλέον το βασικό καύσιμο για όλες τις νέες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Εδώ το κράτος καλείται να εισάγει νέο θεσμικό πλαίσιο και να διατηρήσει τον έλεγχο του δικτύου διανομής και παράλληλα να προσελκύσει νέες επενδύσεις για την εμπορική εκμετάλλευση και την πρόσβαση του φυσικού αερίου σε νέες αγορές (δηλ. οικιακό και εμπορικό τομέα, βιομηχανία, ηλεκτρισμός). Σε ότι αφορά τον πετρελαϊκό τομέα τα πράγματα εδώ είναι πιο απλά. Η αγορά εμπορίας πετρελαιοειδών είναι ήδη πλήρως απελευθερωμένη με έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών εμπορίας αλλά και μεταξύ των δύο διϋλιστηριακών ομίλων (ΕΛΠΕ και MOTOROIL) παρά το γεγονός ότι τα ΕΛΠΕ, εμφανίζονται προς το παρόν να μονοπωλούν σχεδόν την παραγωγή, αφού ευθύνονται για τα ¾ των πωλήσεων ex-factory. Η προτεραιότητα εδώ είναι η εξασφάλιση ποιότητας προς συμφέρον του καταναλωτή με την πάταξη της λαθρεμπορίας και νοθείας μέσω της εντατικοποίησης των ελέγχων από τα συνεργεία του ΥΠΑΝ, των γνωστών ΚΕΔΑΚ, και την εμπαίδωση ενός πνεύματος προσφοράς ποιοτικών προϊόντων και αναβαθμισμένων υπηρεσιών. Το πρόβλημα που θα κληθεί πολύ σύντομα ν’ αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση έχει να κάνει με την άνοδο των διεθνών τιμών πετρελαίου. Η τιμή του αργού τύπου Brent κινείται σταθερά στα 33 δολ/βαρέλι τον τελευταίο μήνα με προοπτική πριν το καλοκαίρι να φθάσει τα 40 δολ/βαρέλι. Οι αναλυτές ομιλούν εδώ και αρκετό καιρό για το τέλος της εποχής του φθηνού πετρελαίου. Ένας συνδυασμός παραγόντων όπως η μείωση των Αμερικανικών αποθεμάτων και η μη έγκαιρη αναπλήρωσή τους (εν’ όψη της καλοκαιρινής σαιζόν όπου αυξάνεται η ζήτηση), η συνεχιζόμενη καλπάζουσα ζήτηση από την Κίνα, η διεθνής πολιτική αβεβαιότητα λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων της Αλ Κάιντα και την ανεξέλεγκτη πλέον κατάσταση στο Παλαιστινιακό καθώς και η στάση του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής (εκμεταλλευόμενος σαφώς την διεθνή συγκυρία για αποκόμιση κερδών) έχουν οδηγήσει, και θα οδηγούν για τους επόμενους μήνες τις τιμές του μαύρου χρυσού στα ύψη. Ήδη τ’ αποτελέσματα των υψηλών διεθνών τιμών είναι ορατά στην Ελληνική αγορά με τις τιμές για αμόλυβδη να έχουν σκαρφαλώσει στα ύψη (π.χ. η αμόλυβδη ήδη πωλείται στο 80 cents/λίτρο) με την καθόλου απίθανη προοπτική μέχρι το καλοκαίρι να φθάσει το ένα και πλέον ευρώ ανά λίτρο. Η προστατευτική ασπίδα του ακριβού ευρώ έναντι του δολαρίου, η οποία μέχρι στιγμής είχε εμποδίσει τις αυξήσεις στις διεθνείς τιμές να μεταφερθούν στην τοπική αγορά, δεν θα ισχύει για πολύ ακόμα καθ’ ότι ισχυροποιείται ελαφρώς το δολάριο ενώ οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές προβλέπονται αλματώδεις. Εδώ η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα αφού δεν είναι σε θέση να εμποδίσει τις αυξήσεις στα προϊόντα οι οποίες έτσι κι αλλιώς πλήττουν όλη την ευρωζώνη με λίγο πολύ τον ίδιο αντίκτυπο στον πληθωρισμό κάθε χώρας. H κυβέρνηση όμως θα μπορούσε ν’ ωφεληθεί η ίδια από αυτήν την συγκυρία αυξάνοντας τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ενισχύοντας έτσι άμεσα τα έσοδά της. Υψηλές τιμές πετρελαίου όμως σημαίνουν και ενδυνάμωση των ευκαιριών για ανακάλυψη νέων πετρελαϊκών κοιτασμάτων σε περιοχές οι οποίες με χαμηλές τιμές θεωρούνται οριακές (marginal). Μία τέτοια περίπτωση είναι η Ελλάδα η οποία παρά το γεγονός ότι διαθέτει αξιόλογα κοιτάσματα στο Βόρειο Αιγαίο και Δυτική Ελλάδα η μέχρι τώρα θέση του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ απαγόρευε κάθε έρευνα με το απλοϊκό και ανεύθυνο επιχείρημα ότι η χώρα μας είναι φτωχή σε φυσικούς πόρους και άρα μας συμφέρουν οι εισαγωγές. (Σε αντίθεση με το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ που υποστήριζε ακριβώς το αντίθετο την δεκαετία του ‘80!). Εδώ πράγματι υπάρχει μία ευκαιρία και θα πρέπει η κυβέρνηση ν’ αποδεσμεύσει το συντομότερο τα ΕΛΠΕ από την υποχρέωση διενέργειας διαγωνισμών για παραχωρήσεις και ν’ αναδιοργανώσει το κρίσιμο αυτό τομέα υπό την ομπρέλα της ΡΑΕ ή του ΥΠΑΝ. Η κυβέρνηση πρέπει και μπορεί ν’ εκμεταλλευτεί την διεθνή θετική συγκυρία και να οργανώσει εκ νέου έρευνες εντός του Ελλαδικού χώρου, τις οποίες όμως θα συντονίζει και θα διευθύνει η ίδια, τόσο μέσω διεθνών διαγωνισμών βάσει του πολύ πετυχημένου Ν.2289/95, όσο και με την μέθοδο αναθέσεων (farm out). Σε κάθε περίπτωση η έρευνα υδρογονανθράκων θα πρέπει ν’ επανέλθει σε πρώτο πλάνο με σοβαρή κυβερνητική υποστήριξη και όχι να αφεθεί στη τύχη της όπως συνέβη τα τελευταία έξι χρόνια. Στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας η κυβέρνηση θα πρέπει ν’ αποφασίσει εάν θα μπορέσουμε ως χώρα να κινητοποιήσουμε επιτέλους τις απαραίτητες δυνάμεις, να ξεπεράσουμε τα σοβαρά γραφειοκρατικά εμπόδια και να προσφέρουμε τα απαραίτητα κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση για να αναπτύξουμε περαιτέρω και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ό,τι σήμερα, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Η συνεισφορά σήμερα των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας είναι από μηδαμινή έως ελάχιστη και η μέχρι σήμερα πορεία δεν προδικάζει ότι θα μπορέσουν οι ΑΠΕ να συνεισφέρουν κάτι παραπάνω από το 5% στο ενεργειακό ισοζύγιο σε μακροπρόθεσμο βάση. Όμως τόσο οι υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου του Κιότο όσο και το δυναμικό της χώρας που προσφέρεται για αξιοποίηση από τις ΑΠΕ είναι τέτοιο που θα πρέπει οι στόχοι να επαναξιολογηθούν με στόχο την κάλυψη τουλάχιστον του 10% των ενεργειακών αναγκών της χώρας από ΑΠΕ την τρέχουσα δεκαετία. Ενδεικτικά, θ’ αναφερθούμε στην περίπτωση της Αιολικής Ενέργειας όπου 10 χρόνια μετά τον Ν 2244/94, που ρυθμίζει τις επενδύσεις στις ΑΠΕ και προσφέρει ισχυρά κίνητρα, η εγκατεστημένη αιολική ισχύς μόλις φθάνει τα 400 MW σε σύγκριση με άλλες χώρες όπως η Ισπανία και η Γερμανία όπου η εγκατεστημένη ισχύς από αιολικά συστήματα ανέρχεται στα 5,200 και 13,200 MW αντίστοιχα. Σύμφωνα με λεπτομερείς μελέτες η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να καλύψει άνετα το 15% της συνολικής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από Αιολική Ενέργεια με ετήσια παραγωγή 7,500 γιγαβατώρες τον χρόνο, που προϋποθέτει μία εγκατεστημένη ισχύ 3,500 MW. Στην προκειμένη περίπτωση η κυβέρνηση θα πρέπει να πιέσει την ΔΕΗ να δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη δικτύων στις περιοχές με εξακριβωμένο αιολικό δυναμικό (π.χ. Εβοια, Λακωνία, Θράκη). Η έλλειψη δικτύων έχει δυσχεράνει σοβαρά την κατασκευή και λειτουργία αδειοδοτημένων αιολικών πάρκων. Tέλος, η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει μία απόφαση στρατηγικού επιπέδου. Δηλαδή εάν θα εξακολουθήσουμε ως χώρα να αυξάνουμε την εξάρτησή μας από εισαγόμενα καύσιμα ή ένα θα αντιληφθούμε κάποτε το πόσο επικίνδυνο είναι αυτό, και να δράσουμε αναλόγως. Ήδη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και έχει προειδοποιήσει όλες τις χώρες-μέλη να επανακαθορίσουν την ενεργειακή τους πολιτική με στόχο την αύξηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων. Τα τελευταία δέκα χρόνια η εξάρτηση της Ελλάδας από εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες περίπου. Το 2002 οι ενεργειακές της ανάγκες καλύφθηκαν κατά 70% από εισαγόμενα καύσιμα, κατά κύριο λόγο πετρέλαιο. Η τάση αυτή, σύμφωνα με τον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό της ΡΑΕ θα συνεχιστεί και προβλέπεται ότι το 2010, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας θα προσεγγίσει το 75%. Ένα υπερβολικά υψηλό και ως εκ τούτου αρκετά επικίνδυνο νούμερο. Οπωσδήποτε υπάρχουν και άλλες κρίσιμες αποφάσεις που έχουν σχέση με την ενέργεια και τη διαμόρφωση του ενεργειακού κλάδου γενικότερα. Πολλά θα εξαρτηθούν από την επιτυχία ή μη εισαγωγής μεγαλύτερου ανταγωνισμού στο σύστημα και τη θέσπιση κινήτρων σε όλο το επενδυτικό φάσμα, δηλαδή από τον οικιακό καταναλωτή που λαμβάνει αποφάσεις σε επίπεδο νοικοκυριού μέχρι τα μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα και την βιομηχανία που είναι υπεύθυνοι για μεγάλες καταναλώσεις.