Του Κ. Ν. Σταμπολή
Οι τρείς κυρίες που προΐστανται της οργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων δεν χάνουν ευκαιρία να δηλώνουν προς όλες τις κατευθύνσεις ότι οι όποιες εκκρεμότητες, έστω και με αρκετές δυσκολίες και υπερωρίες θα αντιμετωπισθούν, τα έργα υποδομής θα ολοκληρωθούν στην ώρα τους και οι Αγώνες θα είναι ασφαλείς και άρτια οργανωμένοι. Ουδείς αμφιβάλλει για τις καλές τους προθέσεις και όλοι εύχονται πράγματι οι αγώνες να στεφθούν με απόλυτο επιτυχία. Όμως, αυτό που παραβλέπουν οι τρεις κυρίες και οι υπόλοιποι οργανωτές, είναι η ελεεινή κατάσταση του ευρύτερου οικιστικού περιβάλλοντος και η αισθητική παρακμή της πόλης των Αθηνών, η οποία και θα φιλοξενήσει τους Αγώνες. Ποτέ άλλοτε στην πρόσφατη ιστορία της η Αθήνα δεν παρουσίαζε την αθλία όψη που έχει σήμερα. Η βεβαρημένη με ρύπους ατμόσφαιρα, η απαράδεκτη κατάσταση των γεμάτων λακούβες δρόμων της, οι πανταχού παρόντες ακαλαίσθητοι κάδοι και οι περί αυτών εστίες μόλυνσης, οι γεμάτοι σκουπίδια ανοικτοί χώροι, το ελάχιστο πράσινο και η κατάλυση κάθε έννοιας ένομης τάξης στους δρόμους και πεζοδρόμια της πόλης, συνθέτουν τον υποβαθμισμένο οικιστικό χώρο ο οποίος θα υποδεχθεί τους χιλιάδες ολυμπιακούς επισκέπτες το καλοκαίρι που έρχεται. Να σημειωθεί ότι ο αριθμός των ξένων επισκεπτών στην Αθήνα, προφανώς για τους ανωτέρω λόγους, μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Οι ξένοι αποφεύγουν πλέον την Αθήνα, την οποία θεωρούν μία δυσάρεστη εμπειρία, και ταξιδεύουν απευθείας στους προορισμούς διακοπών τους. Ενδεικτικό της μείωσης των ξένων επισκεπτών, και μάλιστα σε Ολυμπιακό έτος, είναι τα στοιχεία που έδωσε στην δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα η Ενωση Ξενοδόχων Αττικής βάσει των οποίων η πληρότητα των ξενοδοχείων στο Λεκανοπέδιο υπολογίζεται στο 50% της συνολικής δυναμικότητας όταν στο Σίδνευ ξεπερνούσε το 80% την ίδια περίοδο. Αρα ουδέν τουριστικό όφελος από τους Ολυμπιακούς Αγώνες αναμένεται για την πρωτεύουσα. Οι διαπιστώσεις αυτές ίσως θεωρηθούν υπερβολικές από ορισμένους, ιδιαίτερα από τους διοργανωτές των Αγώνων οι οποίοι αφοσιωμένοι στο δύσκολο έργο της προετοιμασίας αδυνατούν να παρατηρήσουν και να αξιολογήσουν τον προβληματικό ευρύτερο χώρο μέσα στον οποίο θα τελεσθούν οι Αγώνες. Εδώ όμως υπάρχουν βαρύτατες ευθύνες από τον Αθήνα, 2004 την κυβέρνηση, τον Δήμο Αθηναίων, και τους όμορους Δήμους, γιατί αυτό που διακυδεύεται δεν είναι μόνον οι κάθε αυτό Αγώνες αλλά η ευρύτερη εικόνα μιας πόλις και ενός κράτους. Εμείς έτσι και αλλιώς θα υποστηρίξουμε ότι η μητροπολιτική Αθήνα είναι από τα πλέον ακατάλληλα μέρη για να φιλοξενήσουν ένα τόσο μεγάλο και σύνθετο εγχείρημα όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην σύγχρονη υπερπαραγωγή τους. Αφού όμως η απόφαση ελήφθη και υπήρξε δέσμευση από την πολιτεία για την οργάνωση τους οι υπεύθυνοι φορείς όφειλαν να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος, η οποία ασφαλώς δεν εξαντλείται στην επέκταση του μετρό, την κατασκευή του τραμ, του κουτσουρεμένου προαστιακού, της Αττικής Οδού και των ανισόπεδων της Κηφισίας. Το πρόβλημα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και έχει να κάνει με τον τρόπο λειτουργίας της πόλης και την άκρως αντικοινωνική συμπεριφορά των κατοίκων της. Δύο είναι τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Αθήνα ως πόλις, και κατ’ επέκταση η υπόλοιπη Ελλάδα. Το πρώτο αφορά την διαχείριση των απορριμμάτων και το δεύτερο είναι το κυκλοφοριακό. Κοινός παρανομαστής των δύο είναι η νοοτροπία και ο μονοδιάστατος χαρακτήρας του νεοέλληνα ο οποίος στην πλειοψηφία του ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ατομική του και μόνο εξυπηρέτηση. Τρανή απόδειξη η πλήρης αναρχία στο κυκλοφοριακό με την κατάληψη πεζόδρομων, πεζοδρομίων και διαβάσεων από σταθμευμένα και τροχοδρομούντα οχήματα. Ένα καθεστώς βεβαίως το οποίο έχει επικρατήσει με την πλήρη ανοχή, αν όχι συμμετοχή, της ιδίας της Αστυνομίας η οποία αρνείται πεισματικά να επιβάλει την πλήρη, (και όχι επιλεκτική), εφαρμογή του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας μέσα στην πόλη. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι μία πλήρης εφαρμογή του ΚΟΚ με τις ανάλογες αυστηρές ποινές, θα υποχρέωνε τους οδηγούς αυτοκινήτων και δικύκλων ν’ αλλάξουν άρδην την συμπεριφορά τους. Σε κάθε περίπτωση όμως η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι συνύπαρξη αυτοκινήτου και πόλης, στην σημερινή Ελλάδα, είναι έννοια ασυμβίβαστη με την εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης. Γιαυτό μακροπρόθεσμα η μόνη εφικτή λύση είναι ο δραστικός περιορισμός κίνησης των αυτοκινήτων στο διευρυμένο κέντρο της πόλης, και της ανάδειξης του Ι.Χ. ως ενός ακριβού και ασύμφορου μέσου μεταφοράς. Όσον αφορά την διαχείριση των απορριμμάτων το θέμα έχει τρεις διαστάσεις. Η πρώτη αφορά την οργάνωση κεντρικών χώρων υποδοχής, επεξεργασίας (π.χ. ανακύκλωση, κομποστοποίηση) και καταστροφής των απορριμμάτων, το δεύτερο την περισυλλογή τους σε τοπικό επίπεδο και το τρίτο την διατήρηση καθαριότητας στους κοινούς χώρους (δρόμοι, πλατείες, πάρκα). Και στα τρία αυτά μέτωπα η Αθήνα έχει αποτύχει οικτρά. Μετά από 15 χρόνια υποτιθέμενης προσπάθειας η Αθήνα δεν διαθέτει οργανωμένους χώρους υποδοχής απορριμμάτων με Ευρωπαϊκά πρότυπα. Η μοναδική και ανεπαρκής χωματερή των Λιοσίων παρά τις όποιες βελτιώσεις παραμένει λύση τριτοκοσμική. Στην πόλη οι κάδοι έχουν καταλήξει εστίες μόλυνσης και απέχουν από το να εξυπηρετούν ενώ οι πλατείες και τα κατ’ ευφημισμό πάρκα, είναι βρώμικα και παραμελημένα. Οι όποιες προσπάθειες καθαρισμού της πόλης, μέσω της απόκτησης νέων μηχανοκίνητων μέσων, (βλέπε πρόσφατη πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων) δεν πρόκειται να επιτύχουν απολύτως τίποτε εάν δεν συνοδευθούν από μία γενικότερη προσπάθεια αλλαγής νοοτροπίας και δράσης, δίδοντας βάρος στην πρόληψη της ρύπανσης. Γιαυτό όμως χρειάζεται μία εντελώς διαφορετική οργάνωση με κύριο στόχο την εκπαίδευση και την δημιουργία υποδομής με παράλληλη συστηματική αστυνόμευση (π.χ. πολλοί περισσότεροι κάλαθοι αχρήστων, εύχρηστοι και ασφαλείς κάδοι, καθημερινή περισσυλογή, αυστηρά πρόστιμα στους παρανομούντας, επιβολή τάξης όπως στο μετρό κ.λπ.. Δυστυχώς όπως έχει αποδειχθεί περίτρανα στην πράξη οι περισσότεροι από τους πολιτικούς ιθύνοντες στην κυβέρνηση και την τοπική αυτοδιοίκηση έχουν άλλες προτεραιότητες, εστιασμένες κυρίως στην προβολή του πολιτικού τους εγώ, ενώ δεν διακρίνονται από διάθεση προσφοράς, και γι’ αυτό η σύγχρονη Αθήνα θα παραμείνει μία καταδικασμένη πόλη, ανάξια της ιστορίας της και των όποιων φιλοδοξιών των κατοίκων της.