Του Κ. Ν. Σταμπολή
«Οι άνθρωποι στην εξουσία γνωρίζουν ότι οι υψηλές (διεθνείς) τιμές πετρελαίου δεν ευθύνονται για τις (υψηλές) τιμές της βενζίνης στις ΗΠΑ, και αλλού» δήλωσε την περασμένη Τετάρτη ο Υπουργός Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, κ. Ναΐμι, κατά την διάρκεια της πρόσφατης συνόδου του ΟΠΕΚ στην Βιέννη, θέλοντας να διασκεδάσει τις δυσμενείς εντυπώσεις στην κοινή γνώμη αλλά και την δυσαρέσκεια της Γουάσινκτον για την απόφαση του Οργανισμού να επιμείνει στην εφαρμογή προγενέστερης απόφασης του (10 Φεβρουαρίου) για μείωση της παραγωγής. Ως γνωστόν τα κράτη μέλη του Οργανισμού των πετρελαιοεξαγωγικών χωρών στην τελευταία τους συνάντηση στην Βιέννη στις 3 Μαρτίου συμφώνησαν, με προφανή στόχο να διατηρήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, την άμεση μείωση της παραγωγής αργού κατά 1.0 εκ. βαρέλια ημερησίως, δηλ. 4% της συνολικής παραγωγής τους η οποία τώρα αναμένεται να διαμορφωθεί στα 23.5 εκ. βαρέλια την ημέρα, από 26.0 εκ. βαρέλια που εκτιμάται ότι παράγουν συνολικά οι χώρες μέλη, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 35% της διεθνούς παραγωγής. Οι απλοί όμως άνθρωποι στην Ελλάδα, και στις περισσότερες άλλες χώρες, ανησυχούν βαθύτατα βλέποντας τις τιμές της βενζίνης να ακριβαίνουν με αυξανόμενη συχνότητα. Στην χώρα μας η αμόλυβδη και τα άλλα προϊόντα έχουν ανατιμηθεί μεταξύ 7-10% τους τελευταίους τρεις μήνες. Ανατιμήσεις που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην άνοδο των διεθνών τιμών πετρελαίου που με την σειρά τους επηρεάζουν τις τιμές «στην πύλη» των διυλιστηρίων από όπου προμηθεύονται οι εταιρείες εμπορίας. Ετσι την περασμένη Παρασκευή (2/04) η αμόλυβδη επωλείτο έως και 80 λεπτά στην Αττική, η σούπερ 85 λεπτά, το ντίζελ 70-72 λεπτά και το πετρέλαιο θέρμανσης 33-34 λεπτά. Οι αυξήσεις στα λεγόμενα λευκά προϊόντα του πετρελαίου θα ήσαν ακόμα πιο τσουχτερές εάν η ισοτιμία δολαρίου-ευρώ δε εξακολουθούσε να κυμαίνεται υπέρ του ευρώ. Εν τω μεταξύ οι όποιες αυξήσεις στα προϊόντα επηρεάζουν αλυσιδωτά άλλα προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία τελικά ανατιμώνται με άμεση επίπτωση στον τιμάριθμο. Έχει παρατηρηθεί ότι για κάθε 10 λεπτά του ευρώ που ακριβαίνει η βενζίνη οι σταθερή βάση, π.χ. περισσότερο των 30 ημερών, αυξάνεται ο τιμάριθμος κατά 0.2%. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδος (ΟΒΕ) κ. Δημήτρη Μακρυβέλιο δύο είναι οι λόγοι που ευθύνονται για τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων: (α) Οι ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές του αργού, και (β) ο αθέμιτος ανταγωνισμός από λαθραία καύσιμα. Ο πρόεδρος του ΟΒΕ παρατηρεί ότι υφίσταται ένα αδικαιολόγητο μεγάλο εύρος στις τιμές των προϊόντων και κυρίως στην αμόλυβδη που σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζει και τα 12 λεπτά, ενώ έχουν παρατηρηθεί και ακραία φαινόμενα με 15 λεπτά. Τα πρατήρια που πωλούν σε αρκετά χαμηλές τιμές φαίνεται ότι ελέγχονται από κυκλώματα παράνομης διακίνησης καυσίμων, που αποτελούν και το μεγάλο πρόβλημα του κλάδου τονίζει ο κ. Μακρυβέλιος. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος που προβλέπει μεταξύ άλλων την πάταξη της νοθείας και λαθρεμπορίας (ο Ν 3054/2012) άρχισε να ισχύει από τις αρχές του 2003, ένα μικρό μόνο μέρος του εφαρμόζεται στην πράξη αφού από τις 36 Υπουργικές αποφάσεις και ένα Προεδρικό Διάταγμα που προβλέπονται μόνο 4 έχουν εκδοθεί. Αυτές προβλέπουν, την ρύθμιση του ωραρίου των πρατηρίων, τον Μηχανισμό Διαχείρισης Κρίσεων, τα Αποθέματα Ασφαλείας και τις κινητές μονάδες ελέγχου, τα ΚΕΔΑΚ. Ο ανωτέρω νόμος χαρακτηρίζεται καλός από όλους τους παράγοντες της αγοράς, εταιρείες και πρατηριούχους αλλά στην ουσία παραμένει ακόμα ανενεργός. Η πλήρης εφαρμογή του αναμένεται ότι θα συμβάλλει στην καλύτερη λειτουργία της αγοράς, με την εμπέδωση ενός υγιούς ανταγωνισμού, και την πάταξη φαινομένων αισχροκέρδειας. Από την άλλη πλευρά τις εταιρείες εμπορίας, οι οποίες προμηθεύουν τους πρατηριούχους, δεν φαίνεται να τις απασχολεί ιδιαίτερα το θέμα των μεγάλων αποκλίσεων στις τιμές προϊόντων στα πρατήρια. Εκπρόσωποι των εταιρειών υποστηρίζουν όμως ότι τα πρατήρια που πωλούν ακριβά θα πρέπει συγχρόνως να προσφέρουν καλύτερο επίπεδο υπηρεσιών στον καταναλωτή. Πάντως εταιρείες και πρατηριούχοι συμφωνούν ότι μέχρι στιγμής οι όποιες ανατιμήσεις στα καύσιμα τα τελευταία χρόνια δεν στάθηκαν εμπόδιο στην αύξηση της κατανάλωσης η οποία συμπεριφέρεται ανελαστικά. Βέβαια τους τελευταίους δύο μήνες παρατηρείται μία μικρή κάμψη στις πωλήσεις, χρονικό όμως διάστημα το οποίο δεν κρίνεται επαρκές για να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα. Εξάλλου τις ανησυχίες του για το παρατηρούμενο υψηλό κόστος ενέργειας, μετέφερε στην κυβέρνηση στις αρχές της εβδομάδας που πέρασε, η ηγεσία του ΣΕΒ η οποία συναντήθηκε με τον υπουργό Ανάπτυξης κ. Δημήτρη Σιούφα και τον υφυπουργό, υπεύθυνο για θέματα Εμπορίας, κ. Γιάννη Παπαθανασίου. Σε ότι αφορά το ζήτημα του ενεργειακού κόστους ο ΣΕΒ επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην τιμή του φυσικού αερίου –η οποία εξαρτάται κατά 70% από το καλάθι των διεθνών τιμών πετρελαίου- η οποία επιβαρύνεται με υψηλές αποσβέσεις από την κατασκευή του συστήματος αγωγών της ΔΕΠΑ. Επίσης, Ο ΣΕΒ ζητάει την επίσπευση των διαδικασιών για την επιστροφή στις βιομηχανίες που καταναλώνουν μαζούτ και ντίζελ του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης.. Οι υψηλές τιμές καυσίμων πλήττουν άμεσα την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της Ελληνικής Βιομηχανίας, παρατηρεί στο υπόμνημα του προς την κυβέρνηση ο ΣΕΒ, ο οποίος εκτιμά ότι η κυβέρνηση έχει τρόπους και μπορεί να επέμβει χωρίς να κινδυνεύει να παραβιάσει τους όρους ανταγωνισμού της Ε. Ενωσης. Περισσότερο ανήσυχοι εμφανίζονται εκπρόσωποι των διυλιστηρίων οι οποίοι και αντιμετωπίζουν τους ξένους προμηθευτές τους σε καθημερινή βάση και προσπαθούν να κλείσουν φορτία αργού σε συμφέρουσες τιμές. Την Παρασκευή το μεσημέρι οι τιμές εκινούντο πτωτικά στο ΙΡΕ του Λονδίνου όπου το Brent για παραδόσεις Μαΐου εκινείτο στα 30.8 δολ/βαρέλι. Όπως μας πληροφορούν στελέχη διυλιστηρίων, παρατηρούνται έντονες αυξομειώσεις (volatility) στις διεθνείς τιμές το τελευταίο διάστημα, με βασικά χαρακτηριστικά την διακύμανση τους σε υψηλά επίπεδα (31 δολ./βαρέλι – 37 δολ./βαρέλι), αποτέλεσμα τόσο της πολιτικής του ΟΠΕΚ αλλά κυρίως λόγω της στενότητος (bottlenek) που δημιουργήθηκε τελευταία στο διυλιστικό σύστημα των ΗΠA. Λόγω αυξημένης ζήτησης τα διυλιστήρια δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στην παραγωγή προϊόντων υψηλών περιβαλλοντικών προδιαγραφών, που ισχύουν από φέτος σε πολλές πολιτείες. Πάντως η συνεχιζόμενη ανοδική γενικά πορεία των διεθνών τιμών, προκαλεί ανησυχία και στον ΟΟΣΑ και την ενεργειακή του υπηρεσία, τον ΙΕΑ. Όπως δήλωσε χθες ο εκτελεστικός διευθυντής του ΙΕΑ, κ. Claude Mandil «οι υψηλές τιμές, εάν συνεχισθούν, θα έχουν μία αρκετά δυσμενή επίπτωση στην διεθνή οικονομική ανάπτυξη, πλήττοντας περισσότερο τις αναπτυσσόμενες χώρες παρά τα κράτη του ΟΟΣΑ». Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του ΙΕΑ η διεθνής οικονομική ανάπτυξη μπορεί να μειωθεί κατά μισή (0.5) ποσοστιαία μονάδα με τις αναπτυσσόμενες χώρες να πλήττονται κατά 0.4%.