του Ευθ. Π. Πέτρου
Πολλά ζητήματα που αφορούν στον χειρισμό των διεθνών σχέσεων φέρνει στην επιφάνεια η επιμονή του “διεθνούς παράγοντος” στην αποδοχή του σχεδίου Αννάν για την επίλυση του Κυπριακού. Η επιμονή, που μεταφράζεται σε αφόρητες πιέσεις προς την ελληνική πλευρά, έχει δημιουργήσει σε κάποιους -ακόμη και μέσα στην Κυβέρνηση- την εντύπωση ότι κάποιο κακό θα μπορούσε να συμβή στην χώρα, σε περίπτωση που δεν συμφωνήσουμε στην εφαρμογή του σχεδίου. Ίσως, αυτοί που διακατέχονται από τέτοιους φόβους δεν έχουν ασχοληθή με την προϊστορία του προβλήματος για να δουν ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’50, οπότε η χώρα εξηρτάτο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κυβέρνηση Παπάγου έφερε τελικά το Κυπριακό στον ΟΗΕ, εις πείσμα της επιθυμίας του “διεθνούς παράγοντος”. Πάθαμε τίποτε τότε; Ανεξάρτητα όμως από αυτό, στην σημερινή συγκυρία, οι φόβοι που εκφράζονται, επικεντρώνονται στο ότι ενδεχομένη απόρριψις του σχεδίου θα δημιουργούσε δυσμενές προηγούμενο για το σύνολο των ελληνο-τουρκικών, διευθέτησις των οποίων αναμένεται να επιχειρηθή αμέσως μετά το Κυπριακό. Και όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Θα λέγαμε μάλιστα ότι απεναντίας, ενδεχομένη εφαρμογή του σχεδίου Αννάν, θα δημιουργούσε νέα πολύ δυσμενέστερα δεδομένα. Αν δηλαδή το σχέδιο αυτό αποδεικνυόταν επιτυχές για μια προσωρινή έστω επίφαση επιλύσεως του Κυπριακού, η διαδικασία επιβολής του θα αποτελούσε ένα προηγούμενο. Θα εισαγόταν σε αυτή την περίπτωση μια διαδικασία “επιδιαιτησίας” για την επίλυση διακρατικών διαφορών. Επιθυμούμε άραγε μια τέτοια διαδικασία για την διευθέτηση των πραγμάτων στο Αιγαίο; Συνεπώς όχι μόνον, δεν δικαιολογούνται οι φόβοι για την διαφαινομένη πλέον απόρριψη του σχεδίου, αλλά θα έπρεπε μάλλον να μας ανησυχή η ενδεχομένη επιτυχία του εγχειρήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να αναμένουμε μια πρόταση μεσολαβήσεως του ΟΗΕ, ο οποίος θα ερχόταν με κάποιο ανάλογο σχέδιο, το οποίο δεν θα αφορούσε μόνο στην υφαλοκρηπίδα (την μόνη πραγματική εκκρεμότητα στο Αιγαίο) αλλά και σε κάποια από τα ζητήματα που επιχειρεί να εγείρη η Τουρκία, αν όχι σε όλα. Ακόμη χειρότερα δε, μπορούμε να προβλέψουμε πως μια τέτοια “επιδιαιτησία στο Αιγαίο δεν προέβλεπε ούτε την “διασφαλιστική” διαδικασία των δημοψηφισμάτων που εφαρμόζεται στην Κύπρο. Ο λόγος είναι πως οι ρυθμίσεις στο Αιγαίο είναι απλές και διαδικαστικές συγκρινόμενες με αυτές που αφορούν στο Κυπριακό, οι οποίες ουσιαστικά ορίζουν τα της δημιουργίας ενός και, μάλιστα πρωτοφανούς, κρατικού μορφώματος. Ενός μορφώματος που στερείται κυριαρχίας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να λογίζεται μεταξύ των ανεξαρτήτων κρατών. Ενός μορφώματος στο οποίο δεν θα υπάρχη διάκρισις των εξουσιών. Ενός μορφώματος στο οποίο η επιδιαιτησία του διεθνούς παράγοντος θα είναι διαρκής, δια της παρουσίας ξένων δικαστικών λειτουργών στο ανώτατο όργανο επιλύσεως των διαφορών μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Για την νομιμοποίηση αυτών των ρυθμίσεων χρειαζόταν η διαδικασία των δημοψηφισμάτων. Είναι βέβαιον όμως, πως αν η εφαρμογή τέτοιων αρχών, γίνη αποδεκτή μια φορά, τότε αυτή θα χρησιμοποιηθή ως προηγούμενο και την “επίλυση” πολλών άλλων διεθνών προβλημάτων. Ποιος άραγε πιστεύει ότι είναι δυνατόν ο κόσμος να γίνη ασφαλέστερος αν τέτοιες διαδικασίες γίνονται αποδεκτές; Το χειρότερο είναι πως το μοντέλο του σχεδίου Αννάν, θα μπορούσε σήμερα να γίνη αποδεκτό και να καταρρεύση στην πράξη μετά δύο ή τρία χρόνια (όπως έγινε και με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, οι οποίες ήσαν και πολύ ποιο ρεαλιστικές). Τότε οι επιπτώσεις θα ήταν καταστροφικές και θα ξέσπαγαν στους εμπνευστές τέτοιων λύσεων. Και αυτό μεν θα ήταν δικαία ανταπόδωσις. Θα είχε πληρωθή όμως με την ευημερία των Ελληνοκυπρίων. (Aπό την ΕΣΤΙΑ 01/04/2004)