του Κ. N. Σταμπολή
Ο τομέας των Μεταφορών είναι σήμερα υπεύθυνος για ένα μεγάλο ποσοστό ενέργειας που καταναλώνει κάθε χώρα, ιδιαίτερα στα προηγμένα βιομηχανικά κράτη. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού, βάσει τελευταίων στοιχείων, η κατανάλωση ενέργειας από τις μεταφορές (χερσαίες, αεροπορικές, ακτοπλοικές) αντιστοιχούσε στο 39% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας της χώρας, η οποία το έτος 2002 ανήρχετο στους 19 εκατομμύρια Τόνους Ισοδυνάμου Πετρελαίου (Τ.Ι.Π.). Για λόγους σύγκρισης, αξίζει να αναφερθεί, ότι ο οικιακός τομέας κατελάμβανε το 24,2%, ο βιομηχανικός το 23,8% και ο τριτογενής το 13%. Βάσει του Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού της ΡΑΕ, η κατάσταση, που αφορά την συμμετοχή των διαφόρων τομέων στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί εντυπωσιακά την επόμενη εικοσαετία, με τον τομέα των Μεταφορών να καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος από πλευράς κατανάλωσης. Η ίδια εικόνα, με μικρές αποκλίσεις, ισχύει και σε όλα τα άλλα Ευρωπαικά κράτη, και στην Β. Αμερική, όπου οι Μεταφορές, ιδιαίτερα με αυτοκίνητα, έχουν αναδειχθεί ως ο κατ’ εξοχήν ενεργοβόρος τομέας της οικονομίας. Οι Μεταφορές, όμως, εξαρτώνται ενεργειακά κατά 98% από τα υγρά καύσιμα (πετρέλαιο και παράγωγά του). Συνολικά αντιπροσωπεύουν (στις 15 χώρες της Ε.Ε.) το 67% της συνολικής ζήτησης για τα καύσιμα αυτά. Είναι συνεπώς αυτονόητο ότι, όταν μιλάμε για ενεργειακά θέματα και ενεργειακή πολιτική, οι Μεταφορές και οι προοπτικές τους, καθώς και η ακολουθούμενη πολιτική μεταφορών έχουν βαρύνουσα σημασία. Το θέμα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Ευρώπη των 25, όπου μετά την επικείμενη αύξηση των χωρών μελών της σε 25, η Ε.Ε. θα είναι πλέον η μεγαλύτερη και πιο ενεργοβόρα οικονομία του κόσμου, με 450 εκατομμύρια κατοίκους. Το 70% αυτών των κατοίκων θα μένει σε αστικές και περι-αστικές περιοχές, ενώ περισσότεροι από το 25% θα είναι πάνω από 60 χρόνων. Αυτό σημαίνει ότι οι μελλοντικές ανάγκες για κινητικότητα (mobility) θα είναι αυξημένες, σε σχέση με τις σημερινές, και αυτό αποδεικνύουν όλες οι σχετικές μελέτες που έχουν γίνει. Οι ανάγκες αυτές για κινητικότητα θα είναι επικεντρωμένες στις ανάγκες: (α) των καθημερινών μετακινήσεων των πολιτών και (β) της διακίνησης των αγαθών (εμπορευμάτων) που αυτοί χρειάζονται. Τον κρίσιμο ρόλο των Μεταφορών, σε σχέση με την ευρύτερη πολιτική στον τομέα της ενέργειας, της οικονομικής ανάπτυξης και την ανάγκη μιας αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος, εξέτασε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον «συνέδριο προβληματισμού», που συγκάλεσε στην Αθήνα, την περασμένη εβδομάδα, η «Ελληνική Εταιρεία» σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνων. Με τίτλο «Αειφορία-Ενέργεια & Μεταφορές», το συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας έφερε κοντά επιστήμονες και τεχνολόγους από όλους σχεδόν τους κλάδους, οι οποίοι παρουσίασαν σωρεία νέων στοιχείων που κατέδειξαν την εύθραυστη ισορροπία που υπάρχει μεταξύ της αυξανόμενης κατανάλωσης ενέργειας – προερχόμενης κυρίως από τις μεταφορές – της ανάγκης για οικονομική ανάπτυξη και της απαίτησης για την θέσπιση συγκεκριμένων μέτρων και πολιτικών για την προστασία του περιβάλλοντος, φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού. Η «Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του προέδρου (και εκ των ιδρυτών της) κ. Κώστα Καρρά, έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μια διευρυμένη παρουσία, προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος και πολιτικών ανάπτυξης. Η παρέμβαση της Ελληνικής Εταιρείας, σε επίπεδο συζητήσεων εμπειρογνωμόνων αλλά και ευαισθητοποίησης τοπικών κοινοτήτων, αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη, αφού κατορθώνει να αναδεικνύει και να περιγράφει με αρκετή σαφήνεια τις κρίσιμες καταστάσεις και τα προβλήματα που υπάρχουν κάθε φορά. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Καρράς, κατά την εισαγωγική του ομιλία, η πρωτοβουλία αυτή της Ελληνικής Εταιρείας δεν αποσκοπεί στην εξεύρεση άμεσων λύσεων αλλά επιδιώκει την αναγνώριση και την περιγραφή της εύθραυστης σχέσης που υφίσταται μεταξύ Αειφορίας, Ενέργειας και Μεταφορών, και στην παρουσίαση των πιθανών λύσεων και διευκολυντικών πολιτικών που μπορούν να υιοθετηθούν. Στο συνέδριο έλαβαν μέρος διακεκριμένοι επιστήμονες, μηχανικοί, οικονομολόγοι, οι οποίοι περιέγραψαν τα προβλήματα αλλά πρότειναν και λύσεις. Μεταξύ των εισηγήσεων του συνεδρίου, ξεχωρίσαμε αυτές των: κ. Γιάννη Παλαιοκρασσά, τέως Επιτρόπου της Ε.Ε. υπεύθυνου για θέματα περιβάλλοντος και σημερινού προέδρου της ΔΕΗ, του καθηγητή κ. Δημήτρη Λάλα, προέδρου του Αστεροσκοπείου Αθηνών, του καθηγητή κ. Λευτέρη Παπαγιαννάκη, διευθυντή του Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ, του κ. Ευάγγελου Λεκατσά, ανώτερου στελέχους της ΔΕΗ, του καθηγητή Πρόδρομου Ευθύμογλου, καθηγητή Ενεργειακής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, του κ. Πάνου Παπαδάκου του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων, του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Στράτου Παπαδημητρίου, του κ. Ηλία Καρυδογιάννη, Σύμβουλου Ηλεκτρολόγου-Μηχανολόγου, και της κ. Πολυξένης Νικολοπούλου, καθηγήτριας Παθολογο-ανατομίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όπως παρατήρησε στην εισήγησή του στο συνέδριο ο καθηγητής κ. Γιώργος Γιαννόπουλος, πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Μεταφορών και της Ευρωπαικής Ομοσπονδίας Ινστιτούτων Μεταφορών, «οι αιτίες βελτίωσης στις αστικές μετακινήσεις, οι οποίες και αποτελούν το βασικό πρόβλημα από πλευράς κατανάλωσης ενέργειας και ρύπανσης της ατμόσφαιρας, θα προέλθουν από μία εκλογίκευση του υπάρχοντος συστήματος μεταφορών με μικρές βελτιώσεις σε επίπεδο τεχνολογίας των οχημάτων (π.χ. χρήση υβριδικών αυτοκινήτων, χρήση φυσικού αερίου σε λεωφορεία κ.λ.π.)». Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Γ. Γιαννόπουλο, τα λεγόμενα εναλλακτικά καύσιμα θα αρχίσουν να έχουν έναν ορατό ρόλο μετά το 2020. Στην παρουσίασή του ο καθηγητής κ. Γιαννόπουλος μεταξύ άλλων τόνισε: «Σύμφωνα με την εκπεφρασμένη πολιτική της Ε.Ε. σχετικά με την κατανάλωση ενέργειας στις Μεταφορές για το μέλλον, το 2020 ένα 20% των καυσίμων στις οδικές Μεταφορές θα είναι από τα λεγόμενα εναλλακτικά καύσιμα. Η πλειοψηφία των εναλλακτικών αυτών μορφών καυσίμων θα είναι όμως και πάλι προσμίξεις και συμπληρωματικά στις υπάρχουσες μορφές υγρών καυσίμων. Η συζητούμενη σήμερα ριζική αλλαγή με τα καύσιμα Υδρογόνου θα αργήσει να εφαρμοστεί πολύ πέρα από το 2020». «Με κίνητρο τον προαναφερόμενο στόχο της Ευρωπαικής Ένωσης για εναλλακτικά καύσιμα, το σύνολο των διαθέσιμων καυσίμων για τις Μεταφορές θα μεταβληθεί σημαντικά και θα γίνει πιο «ετερογενές» το 2020. Η εισαγωγή ενός μεγάλου αριθμού νέων καυσίμων στις Μεταφορές παρουσιάζει οπωσδήποτε μεγάλη τεχνολογική πρόκληση εξαιτίας της ανάγκης για ανάπτυξη διαφορετικών ειδών μηχανών και τεχνολογιών ελέγχου καυσαερίου, και μιας παράλληλης επέκτασης όλων των υποστηρικτικών υποδομών παραγωγής και διάθεσης των καυσίμων αυτών.» Όμως, το τελικό συμπέρασμα που προέκυψε από τις εισηγήσεις των συγκοινωνιολόγων, στο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας, είναι ότι οι προβλέψεις όσον αφορά το μέγεθος και την κατανομή κατά μεταφορικό μέσο των μελλοντικών μετακινήσεων και κατ’ επέκταση των κυκλοφοριακών φόρτων, για τα επόμενα 10-20 χρόνια, δείχνουν ότι θα υπάρχει συνεχής αύξηση και μεγέθυνση του τομέα των οδικών μεταφορών. Έτσι, το πιθανότερο είναι ότι οι αρνητικές επιπτώσεις σε κατανάλωση ενέργειας και ατμοσφαιρική ρύπανση λόγω αύξησης στην κυκλοφορία και την κυκλοφοριακή συμφόρηση, θα τείνουν να «αντισταθμίσουν» (ή και υπερκεράσουν) την βελτίωση που θα προκύψει για τα μεγέθη αυτά λόγω τεχνολογικών βελτιώσεων των οχημάτων, των καυσίμων και των μηχανισμών διαχείρισης της κυκλοφορίας.