του Σταμάτη Ζησίμου
Ένα από τα βασικά στοιχήματα -πέραν αυτού της πραγματικής απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας- είναι και η αύξηση της διείσδυσης στο ισοζύγιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των λεγόμενων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Στον ευρύτερο προσδιορισμό των ΑΠΕ περιλαμβάνεται η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρικούς σταθμούς (μικρούς και μεγάλους), αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά συστήματα, αλλά και η παραγωγή ενέργειας από βιομάζα. Σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες, μέχρι το 2010 η χώρα μας θα πρέπει να καλύπτει το περίπου 20% της συνολικής παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Ομολογουμένως, βάσει των εκτιμήσεων παραγόντων της αγοράς, ο στόχος είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί, αφού η παραγωγή από αυτές τις μορφές πρέπει σχεδόν να διπλασιαστεί, ωστόσο έστω και δύσκολα, υπάρχουν οι προοπτικές. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τις πλέον προικισμένες χώρες σε αιολικό δυναμικό (ανέμους), γεγονός που αν αξιοποιηθεί ορθολογικά, μπορεί να συνεισφέρει πολλαπλά και στην παραγωγή της ”πράσινης” ενέργειας. Όμως, μια σειρά προβλημάτων και αγκυλώσεων, τόσο σε θεσμικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, έχουν καθηλώσει σε ένα βαθμό την επέκταση των αιολικών πάρκων. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο έχει ποσοστιαία οροφή. Δηλαδή, δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσοστό του συνολικού ποσοστού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να περνάει από τη σκέψη και του πιο ακραιφνούς οικολόγου ότι σε κάποια χρόνια το σύνολο της παραγωγής θα προέρχεται από αιολικά πάρκα, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε ρεύμα ανάλογα με τα κέφια του... Αιόλου. Στην Ελλάδα σήμερα η κυριότερη πηγή καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή είναι ο λιγνίτης, αντιπροσωπεύοντας το περίπου 59% της συνολικής παραγωγής. Το πετρέλαιο που χρησιμοποιείται κυρίως σε μονάδες του μη διασυνδεδεμένου συστήματος (νησιά) αντιπροσωπεύει το περίπου 14%, το φυσικό αέριο το περίπου 13%, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά το περίπου 6%. Η παραγωγή από ΑΠΕ κυμαίνεται στο περίπου 2,5% και σ’ αυτό περιλαμβάνονται τα αιολικά πάρκα, τα μικρά υδροηλεκτρικά έργα, η βιομάζα και τα φωτοβολταϊκά. Ικανοποιητικά τα οικονομικά κίνητρα Σε επίπεδο οικονομικών κινήτρων, η στήριξη των ΑΠΕ, κρίνεται ικανοποιητική. Μόνο από τα κονδύλια του Β’ ΚΠΣ που ολοκληρώθηκε το 2002 στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ενέργειας (ΕΠΕ) που διαχειρίσθηκε το υπουργείο Ανάπτυξης, χρηματοδοτήθηκαν έργα συνολικού προϋπολογισμού 1,061 δισ. ευρώ. Ποσοστό 33,8% του προϋπολογισμού προερχόταν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), 45,2% από εθνικούς πόρους συμπεριλαμβανομένων και πόρων της ΔΕΗ, ενώ η συμμετοχή του ιδιωτικού κεφαλαίου ανήλθε σε 21%. Γενναιόδωρο όμως είναι το ανάλογο πρόγραμμα του υπουργείου Ανάπτυξης για την αξιοποίηση των κονδυλίων του Γ’ ΚΠΣ στην τομέα των ΑΠΕ. Συγκεκριμένα, έχει προβλεφθεί κονδύλι ύψους 1,02 δισ. ευρώ. Σ΄ αυτό το ποσό, πέραν της ενίσχυσης των ΑΠΕ, περιλαμβάνονται και άλλες δράσεις, όπως τα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας. Το ποσοστό της δημόσιας ενίσχυσης ανέρχεται σε 30% του επιλέξιμου κόστους και φτάνει το 50% στην περίπτωση των ηλεκτρικών δικτύων που θα κατασκευαστούν για τη σύνδεση των εγκαταστάσεων ΑΠΕ με τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τον εγκεκριμένο προγραμματισμό των έργων η αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος από ΑΠΕ και συμπαραγωγή, θα ανέλθει σε 930MW. Πέραν τούτου όμως, προβλέπεται από εθνικούς πόρους η υλοποίηση έργων συνολικής ισχύος 600MW μέχρι το 2010. Στο μέγεθος αυτό, αντικατοπτρίζεται και η συνεχιζόμενη τάση των επενδυτών και προς εθνικούς πόρους, δεδομένου ότι το ποσοστό ενίσχυσης είναι μεγαλύτερο (ξεπερνά ακόμα και το 40%). Με βάση στοιχεία του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) κατά το έτος 2001 η παραχθείσα ενέργεια από ΑΠΕ ανήλθε σε 1.020 γιγαβατώρες προερχόμενη κατά 74,12% από αιολικά πάρκα, 18,14% από υδροηλεκτρικά έργα και 7,75% από βιοαέριο. Τα δύο επόμενα χρόνια δεν προέκυψε αισθητή διαφοροποίηση, λόγω της μικρής αύξησης της εγκατεστημένης ισχύος. Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από ιδιωτικές ΑΠΕ, αγοράζεται βάσει νόμου από τη ΔΕΗ σε τιμή ώστε να προκύπτει εύλογο κόστος για τον ιδιώτη και στη συνέχεια μεταπωλείται στους καταναλωτές. Έχει προβλεφθεί επίσης στο Ν. 2773/99 (ο νόμος για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας) πως η παραγωγή των ΑΠΕ, θα έχουν προτεραιότητα στο σύστημα, δηλαδή δεν θα υπόκεινται σε ανταγωνιστική διαδικασία όταν η αγορά ηλεκτρισμού απελευθερωθεί. Οι προνομιούχες περιοχές Τα νησιά του Αιγαίου, η Νότια Εύβοια, η Ανατολική Πελοπόννησος και η Θράκη είναι οι περιοχές που χαρακτηρίζονται ως ”υψηλού αιολικού δυναμικού” προσελκύοντας σημαντικό αριθμό επενδυτών. Το κύριο χαρακτηριστικό των ιδιαιτέρως ανεμωδών περιοχών είναι η ανεπάρκεια του δικτύου υποδομής ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι οι επενδύσεις σε αιολικά πάρκα περιορίζονται από την αδυναμία του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για την ενίσχυση των επενδύσεων σε ΑΠΕ προβλέπεται η αναβάθμιση των γραμμών μεταφοράς σε τρεις περιοχές. Στη Νότιο Εύβοια, προβλέπεται η σύνδεση του δικτύου της με τον υποσταθμό Νέας Μάκρης, με δύο υποβρύχια καλώδια των 150kV. Επίσης, μελετάται και η ενίσχυσης της γραμμής Αλιβέρι -Χαλκίδα -Σχηματάρι. Η ενίσχυση των δικτύων, αποσκοπεί στη μεταφορά ενέργειας ισχύος 530MW όπου θα εγκατασταθούν στην Εύβοια, την Άνδρο και την Τήνο. Για την περιοχή της Λακωνίας εκτός από μερικά αιολικά πάρκα που βρίσκονται κοντά στον υποσταθμό των Μολάων και μπορούν να συνδεθούν με αυτόν, για τη σύνδεση των υπολοίπων απαιτείται η κατασκευή νέας υποδομής. Μεταξύ άλλων προβλέπεται η κατασκευή νέας γραμμής μεταφοράς 150kV διπλού κυκλώματος Άστρος - Μολάοι, αναβάθμιση της γραμμής Άστρος - Αργός κ.ο.κ. Με την κατασκευή των έργων θα υπάρξει η δυνατότητα απορρόφησης ενέργειας προερχόμενης από αιολικά πάρκα, ισχύος 250MW. Ενίσχυση των δικτύων απαιτείται και για τη Θράκη. Σε ό,τι αφορά την Κρήτη, τη Ρόδο και τα άλλα μη διασυνδεδεμένα νησιά του Αιγαίου, οι περιορισμοί που τίθενται σήμερα από τα δίκτυα αντιστοιχούν σε δυνατότητα απορρόφησης αιολικής ενέργειας σε ποσοστό 30% της εγκατεστημένης ισχύος. Στην Κρήτη σήμερα είναι ήδη εγκατεστημένα περίπου 70MW ενώ η δυνατότητα απορρόφησης ανέρχεται σε περίπου 120MW. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, το αιολικό δυναμικό είναι μάλλον περιορισμένο με εξαίρεση κάποιες εντοπισμένες περιοχές όπου οι τοπικές συνθήκες επιτάχυνσης τη ροής του ανέμου δημιουργούν προϋποθέσεις ενεργειακής αξιοποίησή του. Απρόθυμοι επενδυτές Η ΔΕΗ, ο Ρόκας και η ΤΕΡΝΑ είναι μέχρι αυτή τη στιγμή οι κυρίαρχοι παίκτες του παιχνιδιού στον τομέα των ΑΠΕ. Βέβαια, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), έχει δώσει σχεδόν 600 άδειες για την εγκατάσταση ΑΠΕ, όμως μια σειρά παραγόντων καθιστά την υλοποίηση αυτών των επενδύσεων μη εφικτή. Ο υπέρογκος αυτός αριθμός των αδειών, δόθηκε αμέσως μετά από την ημερομηνία της τυπικής απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (19/2/2001). Ο τότε υπουργός Ανάπτυξης, Ν. Χριστοδουλάκης, ανακοινώνοντας τον αριθμό των ενδιαφερομένων επενδυτών, είχε κάνει λόγο για το μεγαλύτερο μεταπολεμικό επενδυτικό πρόγραμμα. Όμως το πρόγραμμα αυτό πολύ δύσκολα υλοποιείται. Οι άδειες δόθηκαν, όμως η ΡΑΕ στη συνέχεια αναγκάστηκε να προχωρήσει σε ανακλήσεις (αδειών) διότι οι επενδυτές αποδείχτηκαν... ”αέρας”. Όπως αναφέρει η ΡΑΕ, σε πολλές περιπτώσεις αδειοδοτημένων έργων ΑΠΕ, παρατηρείται επενδυτική αδράνεια, με αποτέλεσμα να προχωρεί στην υπέρβαση του περιορισμού ισχύος που τίθεται κάθε φορά. Αυτό σημαίνει πως, εάν π.χ σε ένα νησί απαιτείται νέα ισχύς 20MW, η ΡΑΕ, δίνει άδεια για περισσότερη ισχύ, αφού κάποιοι δεν θα υλοποιήσουν τις επενδύσεις. Η ΡΑΕ, κωδικοποιεί τις βασικές αιτίες για την επενδυτική αδράνεια απροθυμία υλοποίησης από τους κατόχους άδειας παραγωγής, τοπικές αντιδράσεις, προβλήματα σύνδεσης με το δίκτυο, περιβαλλοντικά προβλήματα, καθυστερήσεις αρμοδίων υπηρεσιών που εμπλέκονται στην αδειοδοτική διαδικασία για λήψη άδειας εγκατάστασης κ.ο.κ. Προσφάτως, στην Κρήτη διαπιστώθηκε ότι έργα συνολικής ισχύος 25MW περίπου, δεν προχωρούν ικανοποιητικά και εμφανίζουν δυσκολίες υλοποίησης, και γι’ αυτό αποφάσισε να γνωμοδοτήσει θετικά για νέα έργα ΑΠΕ κάνοντας υπέρβαση ισχύος για 40MW περίπου. Το μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον, έστω και αν είναι τυπικό, φαίνεται να είναι αντιστρόφως ανάλογο από το βαθμό ευκολίας υλοποίησης μιας επένδυσης ΑΠΕ. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι επενδυτές έρχονται αντιμέτωποι με τις αντιδράσεις των κατοίκων οι οποίοι κρίνουν ότι με την εγκατάσταση συστημάτων ΑΠΕ, καταστρέφεται το φυσικό περιβάλλον και σε πολλές περιπτώσεις, ουδείς θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει άδικους. Για την άρση των αντιδράσεων των κατοίκων, υπήρξε ειδική ρύθμιση από το υπουργείο Ανάπτυξης για την απόδοση ποσοστού 2% επί του τζίρου ενός έργου ΑΠΕ στην τοπική αυτοδιοίκηση της περιοχής. Το εν λόγω μέτρο αποτελεί ένα βήμα για την κάμψη των αντιδράσεων, αλλά δεν φτάνει. Τα αιολικά πάρκα, δεν δημιουργούν, παρά ελάχιστες θέσεις εργασίας ώστε να οι κάτοικοι των περιοχών να θεωρήσουν ένα τέτοιο έργο ως επένδυση. Συνεπώς, χρειάζεται μια ορθολογική και ψύχραιμη αντιμετώπιση του ζητήματος, ούτως ώστε και η διείσδυση των ΑΠΕ να επιτυγχάνεται, αλλά και να μη θίγονται οι τοπικές κοινωνίες και πρωτίστως το φυσικό περιβάλλον. (Από EURO2day, 8 Απριλίου 2004)