Γράφει ο Β.Α. Κόκκινος
Με τη Συνθήκη της Λωζάννης η Τουρκία είχε παραιτηθεί των δικαιωμάτων της επί της Κύπρου υπέρ της Αγγλίας. Η αρχή της αυτοδιαθέσεως των λαών, είχε καθιερωθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του καταστατικού χάρτου των Ηνωμένων Εθνών, ως βάση της παγκόσμιας ειρήνης. Το 1950 το 82% του πληθυσμού της Κύπρου ήσαν Ελληνες και το 18% Τούρκοι και σε σημαντικό αριθμό εξισλαμισθέντες Χριστιανοί, ελληνικής καταγωγής. Με αυτά τα δεδομένα η Κυβέρνηση του Παπάγου προσέφυγε στον ΟΗΕ, προσβλέπουσα ευλόγως στην αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως των Κυπρίων. Τότε, βεβαίως, δεν είχε ακόμη αναφανεί το μέγεθος της φενάκης του ΟΗΕ. Ετσι δημιουργήθηκε το Κυπριακό πρόβλημα, που επί 54 χρόνια ταλανίζει την Κύπρο και την Ελλάδα. Η γεωπολιτική θέση της Κύπρου και η στρατηγική σημασία της για την Αγγλία και τις ΗΠΑ δεν εκτιμήθηκαν προσηκόντως από τις ηγεσίες της Ελλάδος και των Ελληνοκυπρίων, που είχαν πάρει στα σοβαρά τον ρόλο του ΟΗΕ. Αν είχαν υποσχεθεί τότε την κατοχύρωση της βάσεως της Αγγλίας και την παροχή ομοίας στις ΗΠΑ, η εξέλιξη του Κυπριακού θα ήταν διαφορετική και ευνοϊκή για την Ελλάδα. Παρά τα όσα τραγικά μεσολάβησαν έκτοτε και παρά την αλλαγή της αρχικής θέσεως του Μακαρίου, η κατάσταση δεν θα είχε τη δραματική εξέλιξη που επακολούθησε, αν δεν μεσολαβούσε το στρατιωτικό καθεστώς του 1967. Και προπαντός, αν αυτό δεν δεχόταν την αξίωση των Τούρκων για απομάκρυνση από την Κύπρο της αρτίως εξοπλισμένης και καλώς οχυρωμένης Μεραρχίας μας. Με αυτή στην Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα ποτέ δεν θα κατόρθωναν να αποβιβασθούν. Η προηγηθείσα λύση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, τη φιλοσοφία των οποίων ακολουθεί πιστώς το σχέδιο Αννάν ήταν και αποδείχθηκε θνησιγενής. Ο τότε μετριοπαθής Αγγλος πολιτικός και αργότερα Πρωθυπουργός Τζέιμς Κάλαχαν, ομιλών στη Βουλή των Κοινοτήτων είχε αποκαλέσει τις συμφωνίες εκείνες "ζουρλομανδύα". Και ο Αγγλος πολιτειολόγος Στάνλεϋ Σμιθ είχε χαρακτηρίσει αυτές επινόημα εφιαλτικού διαλόγου συνταγματολόγων και μαθηματικού. Ενώ ο τότε Τουρκοκύπριος ηγέτης Κιουτσούκ είχε διακηρύξει με αγαλλίαση: "Με το νέο Κυπριακό Σύνταγμα οι μεν Ελληνοκύπριοι κρατούν το τιμόνι το οχήματος της νήσου, οι δε Τουρκοκύπριοι τα φρένα"! Αυτά ακριβώς θέλησε να ελέγξει ο Μακάριος τον Νοέμβριο του 1963 επιδιώκοντας 13 τροποποιήσεις του Συντάγματος, που ο ίδιος είχε υπογράψει με διθυραμβικές εκφράσεις. Σήμερα, ούτε οι Ελληνες, ούτε οι Κύπριοι γνωρίζουν επισήμως τα σπουδαιότερα σημεία του φλυάρου σχεδίου Αννάν των 9.000 σελίδων. Τα πληροφορούνται σποραδικώς, αποσπασματικώς και ανεπισήμως από δημοσιεύματα του Τύπου. Οι θιασώτες του σχεδίου Αννάν, προβάλλουν επιχειρήματα στηριζόμενοι στις εσφαλμένες προϋποθέσεις ότι η Τουρκία θα εγκαταλείψει οριστικώς τις κεμαλικές αρχές, αν γίνει μέλος της Ε.Ε. και ότι θα συμμορφωθεί οπωσδήποτε στις αρχές της τελευταίας. Ομως, τίποτε από αυτά δεν φαίνεται βέβαιο. Αντιθέτως βέβαιο είναι, ότι με το άνω σχέδιο η μεν Τουρκία απαλλάσσεται 4.000 εκκρεμών υποθέσεων αποζημιώσεως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η δε Τουρκική Κοινότητα, αν και μειονότητα, αποκτά ίσα πολιτικά δικαιώματα και ίση εκπροσώπηση στη Γερουσία με την πλειοψηφούσα Ελληνική Κοινότητα. Θα διασφαλίσει το δικαίωμα της αυτοδιοικήσεως με δικό της Σύνταγμα, νομοθεσία και Κοινοβούλιο. Θα διατηρήσει 60.000 εποίκους και θα εξασφαλίσει την προστασία της Τουρκίας ως εγγυήτριας δυνάμεως και την παραμονή 35.000 ανδρών των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, που θα μειωθούν έως 6.000 μέχρι το 2011 και έως 3.000 από το 2011 έως 2018. Το χειρότερο όμως είναι ότι οι Ελληνοκύπριοι θα αναλάβουν το μεγαλύτερο βάρος του προϋπολογισμού του Ομοσπόνδου κράτους. Ετσι αυτοί, με σημερινό ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα 18.000 δολλαρίων, θα αναλάβουν και τη διατροφή, όχι μόνο των Τουρκοκυπρίων, με ετήσιο εισόδημα 2.500 δολλαρίων κατά κεφαλήν, αλλά και αυτών των στρατευμάτων κατοχής. Την έμμεση νομοθετική ρύθμιση της διατροφής του στρατού κατοχής δεν είχε επινοήσει ούτε ο Χίτλερ! Οι θιασώτες του σχεδίου Αννάν, ζητούν από τους Ελληνοκυπρίους να αποδεχθούν την αιωνία «Σταύρωσή» τους χωρίς καμμιά ελπίδα «Αναστάσεως». Να γιατί ο άξιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου είπε το ιστορικό και γενναίο «ΟΧΙ». (Aπό την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ)