Του Κ. Ν. Σταμπολή
Μεγάλη ταραχή επικρατεί αυτές τις ημέρες τόσο ανάμεσα στους καταναλωτές όσο και στους κόλπους της κυβέρνησης. Και οι δύο, για διαφορετικούς όμως λόγους, ανησυχούν με την ανοδική πορεία των τιμών προϊόντων πετρελαίου, όπως αυτές εξελίσσονται το τελευταίο διάστημα. Οι μεν καταναλωτές βλέπουν το εισόδημά τους να περιορίζεται λόγω των αυξημένων τιμών, ενώ ακόμα δεν φαίνονται διατεθειμένοι να μειώσουν τις μετακινήσεις τους, η δε κυβέρνηση προαισθάνεται έντρομη τις επιπτώσεις στον πληθωρισμό και στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Βάσει προσωρινών στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος η χώρα μας επλήρωσε το 2003 το ποσό των 5.3 δις. ευρώ για εισαγωγές καυσίμων (αύξηση 13% σε σύγκριση με το 2002) δηλαδή το 23.5% του εμπορικού ισοζυγίου, ενώ για το 2004 προβλέπεται ότι για αγορές καυσίμων θα χρειασθούν περισσότερα από 6.0 δις. ευρώ στην καλύτερη περίπτωση (σχεδόν 4% του ΑΕΠ). Πράγματι οι τιμές της αμόλυβδης βενζίνης, της super και των άλλων προϊόντων είναι αυξημένες σε σχέση με αυτές που ίσχυαν πριν λίγες μόνο εβδομάδες. Παρατηρούμε αυξήσεις της τάξεως του 6-8% στις περισσότερες περιπτώσεις, 8-12% σε αρκετές ενώ έχουν σημειωθεί και ακραίες μεμονωμένες περιπτώσεις όπου οι αυξήσεις κινήθηκαν στο επίπεδο των 15-18% (π.χ. σε ορισμένες νησιωτικές περιοχές). Οπωσδήποτε οι αυξήσεις αυτές είναι υψηλές και έχουν αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις αφ’ ενός μεν γιατί σημειώθηκαν εντός μικρού σχετικά χρονικού διαστήματος και αφ’ ετέρου διότι δεν διαφαίνονται σημεία υποχώρησης. Όμως οι αυξήσεις αυτές, όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς, δεν είναι άσχετες με τις ανατιμήσεις στις τιμές αργού πετρελαίου και προϊόντων που παρατηρούνται τους τελευταίους μήνες στην διεθνή αγορά. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η τιμή του αργού τύπου Brent, τους τελευταίους πέντε μήνες έχει αυξηθεί σταθερά κατά 17% ενώ σε άλλες ποικιλίες που ενδιαφέρουν την χώρα μας π.χ. Kirkuk οι αυξήσεις έφθασαν και το 20%. Μόνο που το αυξημένο κόστος των εισαγωγών πετρελαίου (Η Ελλάδα ως γνωστόν εισάγει το 98.5% του πετρελαίου που καταναλώνει) δεν μεταφέρεται άμεσα στον καταναλωτή αλλά υπάρχει μία χρονική υστέρηση 4-8 εβδομάδων ανάλογα με τις προμήθειες που έχουν πραγματοποιήσει και προγραμματίσει τα τοπικά διυλιστήρια (ΕΛΠΕ και ΜΟΤΟΡΟΙΛ στην περίπτωση της Ελλάδας). Μέχρι πρόσφατα οι αυξήσεις αυτές στις διεθνείς τιμές δεν είχαν μεταφερθεί στους αγοραστές-διυλιστήρια για τον απλούστατο λόγο ότι οι αγορές εγίνοντο σε δολάρια από χώρα που συναλάσσεται σε ευρώ. Επειδή όμως μέχρι τα τέλη του 2003 η ισοτιμία ευρω-δολαρίου διαμορφώνετο σταθερά υπέρ του ευρώ, με μία σχέση που έφθασε και το 1.29 δολάρια ανά ευρώ, τον περασμένο Δεκέμβριο το κόστος κτήσης πετρελαίου αν και ακριβότερο (σε σχέση με τις αρχές του 2003) δεν επηρέαζε τις αγορές αργού και κατ’ επέκταση το τελικό προϊόν. Όμως από την αρχή του έτους η σχέση ευρώ-δολαρίου μεταβάλλεται εις βάρος του ευρώ ενώ παράλληλα αυξάνεται το κόστος του αργού (Βλέπε διάγραμμα). Έτσι το αυξανόμενο κόστος αγοράς αργού που εκλήθηκαν να καταβάλλουν τα διυλιστήρια από τις αρχές του χρόνου αναπόφευκτα, μεταφέρεται αυτήν την χρονική περίοδο στις εταιρείες εμπορίας και εν συνεχεία στους πρατηριούχους οι οποίοι τώρα εμφανίζονται περισσότερο ένοχοι απ’ ότι πραγματικά μπορεί να είναι. Για να εξακριβωθεί μάλιστα πόσο ένοχοι είναι οι πρατηριούχοι ή οι εταιρείες εμπορίας, ή και δύο μαζί, -με φωτεινή εξαίρεση τα διυλιστήρια- το Υπουργείο Ανάπτυξης συνεκάλεσε μεγάλη σύσκεψη την περασμένη Τετάρτη, όπου συμμετείχαν οι εμπλεκόμενοι φορείς (κρατικοί και επαγγελματικοί) με στόχο να εντοπιστούν τα σημεία του όλου κυκλώματος που ευθύνονται για τις αυξήσεις στα καύσιμα. Σύμφωνα με πληροφορίες, στη σύσκεψη παρουσιάστηκαν προκαταρκτικά αποτελέσματα της έρευνας της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τη λειτουργία της αγοράς πετρελαιοειδών, η οποία ωστόσο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και βεβαίως δεν έχει εκδοθεί το σχετικό πόρισμα. Πάντως, από τα μέχρι στιγμής στοιχεία, προκύπτουν εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ πρατηρίων σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, όπου παρατηρούνται υψηλές τιμές, χωρίς μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των πρατηρίων, παρά το ότι έχουν διαφορετικά σήματα. Εξ’ ου και η δήλωση του Υπουργού Ανάπτυξης κ. Δ. Σιούφα ότι «διαπιστώνονται αδικαιολόγητες περαιτέρω ανατιμήσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, όπως έκανε και το Πάσχα» Κατά τη σύσκεψη, εντοπίστηκε η ύπαρξη σημαντικών εκκρεμοτήτων, που έχουν σχέση με δυσλειτουργίες του τελευταίου νόμου για την αγορά πετρελαιοειδών, όπως για παράδειγμα το ότι δεν έχει καταστεί δυνατόν να εφαρμοστεί το καθεστώς αδειοδοτήσεων. Επίσης, συζήτηση έγινε και για το καθεστώς τιμολόγησης των καυσίμων από τα διυλιστήρια θέμα στο οποίο επέμεινε ο εκπρόσωπος των βενζινοπωλών, ζητώντας να αποσαφηνιστεί πλήρως η πολιτική επτώσεων και ειδικών διευκολύνσεων των διυλιστηρίων προς τις εταιρείες, και η οικονομική τους επίπτωση. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδας (ΟΒΕ) κ. Δημήτρη Μακρυβέλιο, προέχει η εφαρμογή του άρθρου 20 του Ν 3054/2002, βάσει του οποίου κάθε μήνα τα διυλιστήρια και οι εταιρείες είναι υποχρεωμένες να υποβάλλουν στο ΥΠΑΝ και την ΡΑΕ πίνακες αναφορικά με την διαμόρφωση των τιμών συμπεριλαμβανομένων και των προσφερόμενων εκπτώσεων. Μία θέση την οποία συμμερίζεται και ο πρόεδρος της ΡΑΕ Καθηγ. κ. Παντελής Κάπρος. Παράγοντες του Υπουργείου Ανάπτυξης από τους οποίους ζητήσαμε να σχολιάσουν την όλη κατάσταση των πρόσφατων ανατιμήσεων, απέκλεισαν την επιβολή πλαφόν (όπως προβλέπει ο Ν. 3054/2002) ή την μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης όπως έχει την δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να πράξει η κυβέρνηση και όπως είχε γίνει παλαιότερα (περίοδος 1997-1999). Η σημερινή θέση του ΥΠΑΝ είναι υπέρ της αυστηρής επιτήρησης της αγοράς μέσω διαρκούς και πλήρους καταγραφής των τιμών σε όλη την χώρα και η εντατικοποίηση των ελεγχών στα πρατήρια και βυτιοφόρα μέσω των ΚΕΔΑΚ, για έλεγχο νοθείας και λαθρεμπορίας, παράγοντες που συμβάλλουν τα μέγιστα στην στρεβλή λειτουργία της αγοράς. Προς αυτήν την κατεύθυνση εξ’ άλλου, δηλ. της μη παρέμβασης στην αγορά, εστράφησαν και τα ΕΛΠΕ όπου δια μέσω του προέδρου τους κ. Τίμου Χριστοδούλου, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, εδήλωσε ότι «η ΕΚΟ δεν πρόκειται να συγκρατήσει τις τιμές προς τα κάτω εις βάρος των συμφερόντων των μετόχων της». Επίσης, «Η ΕΚΟ, δεν θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την τρέχουσα συγκυρία (με υπέρ το δέον αυξήσεις) στην αγορά» τόνισε ο κ. Χριστοδούλου. «Η ΕΚΟ, όμως, θα ακολουθήσει μια πιο επιθετική πολιτική με στόχο να εξασφαλίσει μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, κάτι που, θα έκανε ακόμη και εάν το Δημόσιο δεν συμμετείχε στα ΕΛΠΕ ως πλειοψηφών μέτοχος» υπογράμμισε ο κ. Χριστοδούλου. Αναφερόμενος στις αυξημένες τιμές των καυσίμων ο κ. Χριστοδούλου τόνισε ότι τα διϋλιστήρια τιμολογούν με βάση διεθνώς παραδεδεγμένες μεθόδους και δεν παίζουν παιχνίδια στην αγορά. Οι όποιες μεταβολές στις εγχώριες τιμές διϋλιστηρίου οφείλονται σε αντίστοιχες μεταβολές των τιμών στη διεθνή αγορά. Όπως ανέφερε, ο γνωστός τραπεζίτης και νύν επικεφαλής της μεγαλύτερης εταιρείας πετρελαίων της χώρας, «το πρόβλημα είναι ότι, ενώ στην αγορά υπάρχει ανταγωνισμός, υπάρχουν και συνεννοήσεις και μια τάση στρογγυλέματος των τιμών προς τα πάνω». «Ο ανταγωνισμός», όμως θα έπρεπε να είναι πιο έντονος και η Επιτροπή Ανταγωνισμού πρέπει να εξετάσει το ζήτημα». Οι δηλώσεις Χριστοδούλου σηματοδοτούν ουσιαστικά το τέλος μιας εποχής, δηλαδή αυτής της κρατικής παρέμβασης στην αγορά καυσίμων, κάτι που το κράτος τα τελευταία 25 χρόνια αρχικά μέσω των ΕΛΔΑ, αργότερα μέσω της ΔΕΠ και πιο πρόσφατα μέσω των ΕΛΠΕ, είχε επιδιώξει και σε μεγάλο βαθμό επιτύχει. Υπό αυτήν την έννοια, παρατηρούσαν εκπρόσωποι εταιρειών, η αγορά καυσίμων στην Ελλάδα έχει πλέον ωριμάσει για αυτό και είναι επιτακτική ανάγκη, και εδώ συμφωνούν πλήρως με τον πρώην τραπεζίτη, όπως δουλέψει σωστά ο ανταγωνισμός και όχι προς όφελος ορισμένων μόνο εταιρειών όπως συμβαίνει μέχρι τώρα. Όπως δήλωναν πρόσφατα ξένοι ενεργειακοί αναλυτές είναι προφανές ότι έχουμε εισέλθει πλέον σε μία περίοδο υψηλών τιμών καυσίμων παγκοσμίως, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού αυξανόμενης ζήτησης βενζινών (ΗΠΑ, Κίνα κ.α), απροθυμίας των χωρών του ΟΠΕΚ για αύξηση των ποσοστώσεων παραγωγής αλλά και εντεινόμενης διεθνούς αβεβαιότητας λόγω των συνεχιζόμενων τρομοκρατικών ενεργειών και της εμπόλεμης κατάστασης στο Ιράκ. Οι προβλέψεις για τις διεθνείς τιμές πετρελαίου είναι δυσοίωνες. Αυτές προβλέπεται ν’ αυξηθούν περαιτέρω και δεν πρόκειται να μειωθούν σημαντικά στο εγγύς μέλλον. Αρα για μία εξαρτημένη ενεργειακά οικονομία, όπως η Ελληνική, δηλώνουν οι ανωτέρω αναλυτές, αυτό που προέχει είναι η μελέτη και εφαρμογή ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου για τον σταδιακό περιορισμό της χρήσης πετρελαίου και την αύξηση του ποσοστού άλλων μορφών ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο, όπως φυσικό αέριο, άνθρακας, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – όπου η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα πλούσια- ακόμη και πυρηνική ενέργεια. Η χρήση του πετρελαίου θα πρέπει να περιορισθεί στα εντελώς απαραίτητα.