Πέρα από τα αρνητικά στατιστικά μεγέθη και την κρίση που ταλανίζει τις ΗΠΑ, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο, υπάρχει μια σειρά από ενδείξεις οι οποίες δίνουν τροφή σε αυτούς που πιστεύουν ότι η υπερδύναμη μάλλον βαδίζει πλέον προς τα πίσω, παρά προς τα εμπρός.

Πέρα από τα αρνητικά στατιστικά μεγέθη και την κρίση που ταλανίζει τις ΗΠΑ, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο, υπάρχει μια σειρά από ενδείξεις οι οποίες δίνουν τροφή σε αυτούς που πιστεύουν ότι η υπερδύναμη μάλλον βαδίζει πλέον προς τα πίσω, παρά προς τα εμπρός.

Η μια είναι φυσικά οι αποκαλύψεις του Wikileaks, οι οποίες μπορεί να μην έβγαλαν στη φόρα κανένα τρομερό μυστικό εθνικής σημασίας, αλλά σίγουρα φανέρωσαν τα κενά του οικοδομήματος πληροφοριών των ΗΠΑ, σε μια εποχή υψηλότατης διασύνδεσης και ταχύτητας στη ροή των δεδομένων. Ένα από τα ερωτήματα που γεννώνται είναι το εξής: Αν οι ίδιες οι ΗΠΑ, που δημιούργησαν τον τεχνικό αυτό κόσμο, δεν μπορούν να φυλάξουν τα νώτα τους, τότε ποιος μπορεί;

Εκτός όμως από αυτό, τα τηλεγραφήματα και οι επιστολές του Wikileaks έδειξαν το αληθινό πρόσωπο της αμερικανικής διπλωματίας: Πρέσβεις και αξιωματούχους να μιλούν με την πολιτική ηγεσία σε μια γλώσσα σχεδόν «του δρόμου», δίχως την αρμόζουσα σοβαρότητα και με απούσα την ευγλωττία που κανονικά αποτελεί μέγιστο εργαλείο για τον κάθε διπλωματικό λειτουργό.

Επίσης, είναι εμφανές πλέον, ότι οι ΗΠΑ στην μετασοβιετική εποχή απαξίωσαν υπερβολικά τον ρόλο των υπηρεσιών ασφαλείας. Κυβερνήσεις όπως του Τζορτζ Μπους έδωσαν έμφαση στην εσωτερική ασφάλεια και παρακολούθηση, δίχως να μεριμνήσουν για την διατήρηση του αξιόλογου διεθνούς δικτύου που είχε στηθεί στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό το πλήρωσαν το 2001 και το πληρώνουν και σήμερα, καθώς βρίσκονται σε κίνδυνο κάθε μερικά χρόνια να βγαίνουν τα άπλυτά τους στη φόρα.

Αυτά όσον αφορά τις υπηρεσίες πληροφοριών και τη διπλωματία. Πρέπει όμως να αναφερθούμε και σε ένα ακόμη «απομεινάρι» του Ψυχρού Πολέμου, τα πυρηνικά όπλα και τη βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας. Τις τελευταίες ημέρες, στα μονόστηλα των Financial Times και των άλλων ΜΜΕ, πέρασε απαρατήρητη μια αδιανόητη είδηση: Η ρωσική εταιρεία ARMZ εξασφάλισε, μέσω εξαγοράς, τον έλεγχο του 50% της αμερικανικής παραγωγής ουρανίου. Ο κόσμος μας πραγματικά πρέπει να έχει αλλάξει πολύ, αν μια τέτοια είδηση δεν προκαλεί αντιδράσεις ούτε στους κόλπους των ρεπουμπλικάνων! Οι Ρώσοι με τη σειρά τους, καθησύχασαν ότι «ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε 20 χρόνια πριν και δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται οι Αμερικανοί».

Το συγκεκριμένο ζήτημα έχει σημασία, όχι μόνο διότι οι πυρηνικοί σταθμοί παρέχουν στις ΗΠΑ ένα μεγάλο κομμάτι της ενέργειας που χρειάζεται, αλλά επίσης διότι το ουράνιο προφανώς σχετίζεται άμεσα με την παραγωγή ατομικών όπλων. Τα τελευταία χρόνια, οι ειδικοί του συγκεκριμένου χώρου προειδοποιούν διαρκώς την κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον ότι η «παλαιά φρουρά» των μηχανικών και των επιστημόνων που διέθεταν την σχετική τεχνογνωσία έχει αρχίσει να συνταξιοδοτείται και χρειάζεται επειγόντως να μεταδοθεί η γνώση τους σε νέα στελέχη. Το κακό όμως είναι ότι στα πανεπιστήμια ουδείς δεν ενδιαφέρεται να ειδικευτεί στους εν λόγω τομείς, σε μια εποχή που τα πυρηνικά όπλα δεν παράγουν πρωτοσέλιδα.

Σε αντίθεση από ότι δηλώνει ο Αμερικανός πρόεδρος, τα όπλα αυτά θα εξακολουθήσουν να κυριαρχούν στις παγκόσμιες ισορροπίες ισχύος μέχρι να παραχθούν ακόμη πιο καταστροφικά όπλα, ή να αναπτυχθούν επαρκείς άμυνες εναντίον τους. Οι βόμβες που κατασκευάστηκαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μπορεί να είναι υπεράριθμες σε σχέση με την ελάχιστη αποτρεπτική ισχύ που χρειάζεται να διαθέτει η Αμερική, αλλά πλησιάζουν όλο και πιο κοντά στην ημερομηνία λήξης τους. Για αυτό και οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη να παραδειγματιστούν από τους Ρώσους και να δώσουν έμφαση και πάλι σε αυτόν τον ξεχασμένο κλάδο.

Αν στις παραπάνω διαπιστώσεις προσθέσουμε την χαρακτηριστική καθυστέρηση της χώρας αυτής σε τομείς όπως η «πράσινη» ανάπτυξη και τις σχετικές επενδύσεις, στις οποίες η Κίνα έχει πάρει ήδη το πάνω χέρι, τότε αντιλαμβανόμαστε το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η Ουάσιγκτον. Με βάση τη σημερινή εικόνα, η κατάσταση στην επόμενη δεκαετία μόνο χειρότερη μπορεί να γίνει.