Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η καταψήφιση του σχεδίου Ανάν και η ένταξη της Δημοκρατίας της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση σηματοδοτεί το τέλος μίας εξόχως δύσκολης πορείας στις Ελληνο-Τουρκικές και τις Τουρκο-Κυπριακές σχέσεις των τελευταίων τριάντα ετών. Οι σχέσεις αυτές τίθενται πλέον σε μία νέα βάση όπου πρωτεύουσα σημασία έχει ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της ευρύτερης περιοχής. Ο ρόλος και η επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και ισχυρή από κάθε άποψη, μοιραία απ’ εδώ και στο εξής θα αποδυναμώνονται καθώς το Ευρωπαϊκό κεκτημένο θα υπεισέρχεται όλο και περισσότερο στις σχέσεις τρίτων κρατών με την Ε.Ε. Με την Κύπρο έχοντας πάρει οριστικά τον δρόμο προς την Ευρώπη, αναπόφευκτα το ενδιαφέρον της Ελλάδας στρέφεται στις εκκρεμότητες με την Τουρκία. Οι εκκρεμότητες αυτές δεν μπορεί να είναι άλλες από αυτές που έχουν σχέση με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Βέβαια οι αξιώσεις που κατά καιρούς έχει εγείρει η γείτονα χώρα δεν περιορίζονται μόνο στην υφαλοκρηπίδα αλλά αφορούν την διεκδίκηση μικρών νήσων, βραχονησίδων και τμημάτων του εναέριου χώρου. Όμως η υφαλοκρηπίδα αποτελεί τον απώτερο στρατηγικό στόχο της Άγκυρας. Οι Τουρκικές αξιώσεις έγιναν για πρώτη φορά επίσημα γνωστές τον Νοέμβριο 1973 όταν η Τουρκική κυβέρνηση δημοσίευσε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως σχέδιο νόμου βάσει του οποίου παραχωρούντο στην κρατική εταιρεία πετρελαίου ΤΡΑΟ άδειες έρευνας και εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε υποθαλάσσιες περιοχές σε διεθνή ύδατα αλλά πλησίον Ελληνικών νήσων και εντός της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Με την κίνηση της αυτή η Άγκυρα ουσιαστικά αμφισβητούσε έμπρακτα τα δικαιώματα της Ελλάδας στην υφαλοκρηπίδα των νήσων της. Μία αμφισβήτηση η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα αφού ούτε ο ανωτέρω νόμος έχει αποσυρθεί ούτε η Τουρκία έχει σταματήσει έστω και μία στιγμή τις δήθεν «ωκεανογραφικές» έρευνες της στο Αιγαίο. Η κίνηση αυτή της Τουρκίας στο Αιγαίο πριν 31 χρόνια επιδέχεται διάφορες ερμηνείες: (α) Πραγματοποιήθηκε ως απάντηση ή αντιπερισπασμό στις Ελληνικές έρευνες για πετρέλαιο που διεξήγοντο τότε, βάσει παραχωρήσεως, από την εταιρεία Oceanic πέριξ της νήσου Θάσου. (β) Τον Οκτώβριο-Νοέμβριο 1973 εξεδηλώθη η πρώτη παγκόσμιος ενεργειακή κρίση. Η Τουρκική κυβέρνηση αισθάνθηκε υποχρεωμένη να εκδηλώσει έμπρακτα το ενδιαφέρον της για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου. (γ) Η κίνηση αυτή της Τουρκίας απέβλεπε στην δημιουργία εντάσεως στο Αιγαίο και αποπροσανατολισμού της Ελληνικής Κυβερνήσεως εν όψει των υπό διαμόρφωση Τουρκικών σχεδίων για την κατάληψη της Κύπρου (Ιούλιος 1974). Εκτοτε στόχος της Αγκυρας παραμένει η συστηματική αμφισβήτηση των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, έτσι ώστε να επιτευχθεί: η μη επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν. μίλια και η συρρίκνωση του εθνικού μας εναέριου χώρου στα 6 ν. μίλια, Ο επανακαθορισμός του καθεστώτος πολλών νήσων, νησίδων και βραχονησίδων όπου αυτό δεν αναφέρεται ρητά σε διεθνείς συνθήκες και τέλος η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου βάση της αρχής της ευθυδικίας και όχι βάσει του Νέου Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του 1982 (ΝΔΔΘ). Απώτερος στόχος της Αγκυρας είναι η συγκυριαρχία στο Αιγαίο, πράγμα που θα της επιτρέψει μακροπρόθεσμα την οικονομική εκμετάλλευση του (δηλ. παραγωγή υδρογονανθράκων, μεταλλευμάτων, τουριστικής ανάπτυξης). Αυτός ο στόχος αποτελεί την βαθύτερη αιτία της έντασης που καλλιεργεί μεθοδικά η Τουρκία στο Αιγαίο η οποία ξεκίνησε όχι τυχαία λίγους μήνες (Νοέμβριος ’73) προ της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ακολούθησαν τα γνωστά επεισόδια του 1976 και το πρακτικό της Βέρνης, (Νοέμβριο 1976) η κρίση του Μαρτίου του 1987 και το σύμφωνο Γιλμάζ-Παπούλια (Ιούνιος 1988) περί εκατέρωθεν αποχής ερευνών με αποκορύφωμα την κατάληψη των Ιμίων τον Ιανουάριο 1996 με την κατάρριψη του ελικοπτέρου του Πολεμικού Ναυτικού και την υποστολή της Ελληνικής σημαίας. Η κλιμάκωση αυτής της έντασης είχε και έχει μεγάλο κόστος για την Ελλάδα τόσο στο διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Μέχρι σήμερα πάγια θέση της Ελλάδας και ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής Σημίτη-Παπανδρέου, με την οποία είχε συμπαραταχθεί και η Ν. Δημοκρατία, ήτο η παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μία θέση με την οποία φαίνεται ότι διαφωνεί η Τουρκία και αντ’ αυτού επιδιώκει διμερείς διαπραγματεύσεις απ’ όπου πιστεύει ότι θα εξέλθει κερδισμένη. Ο πρώην Πρωθυπουργός και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών γνώριζαν καλά ότι η παραπομπή στη Χάγη δεν θα αφορούσε μόνο την υφαλοκρηπίδα, αλλά το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο. Γι’ αυτό εξάλλου, στην απόφαση του Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999, βάσει της οποίας η Τουρκία ανεγνωρίσθει ως «υπό ένταξη χώρα», με ελληνική πρωτοβουλία προβλέπεται πως μέχρι το τέλος του 2004 η Τουρκία θα πρέπει να έχει επιλύσει τα «προβλήματα» της (και όχι μόνο την υφαλοκρηπίδα) με την Ελλάδα. Αλλιώς οι δύο χώρες θα πρέπει να προσφύγουν στη Χάγη. Σύμφωνα με πληροφορίες στις διερευνητικές μέχρι σήμερα επαφές για την υφαλοκρηπίδα, –οι οποίες έχουν συμπληρώσει αισίως 24 γύρους- ο έλληνας αντιπρόσωπος, πρέσβης κ. Σκοπελίτης διαπίστωσε, ότι η Άγκυρα, δια του εκπροσώπου της στις συνομιλίες πρέσβη κ. Ζιγιάλ, επιμένει πως εάν είναι να υπάρξει προσφυγή στη Χάγη, αυτή θα περιλαμβάνει όχι μόνο την υφαλοκρηπίδα αλλά και το σύνολο των διεκδικήσεών της Τουρκίας στο Αιγαίο δηλαδή: χωρικά ύδατα, εναέριο χώρο, αποστρατικοποίηση νησιών, γκρίζες ζώνες. Εικάζεται ότι η κυβέρνηση Σημίτη ήτο έτοιμη να υπογράψει το προβλεπόμενο συνυποσχετικό αλλά εν όψει των εκλογών άφησε το θέμα σε εκκρεμότητα για την επόμενη κυβέρνηση. Όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παρόν (25/04/04) ο υπουργός Εξωτερικών κ. Πέτρος Μολυβιάτης αφού απέκτησε ακριβή εικόνα από τον πρέσβη κ. Σκοπελίτη, (διότι ως αντιπολίτευση και όπως είμεθα σε θέση να γνωρίζουμε παρά τις προσπάθειες του δεν του είχε γίνει ουδεμία ενημέρωση), εισηγήθηκε τον τερματισμό της πολιτικής της Χάγης. Και αυτό διότι αντιλήφθη ότι οι Τούρκοι δεν είναι αποφασισμένοι να εγκαταλείψουν τις «άλλες» διεκδικήσεις τους, επιπλέον της υφαλοκρηπίδας. Εκ του γύρου αυτού των συνομιλιών κατέστη εμφανές ότι μία προσφυγή στη Χάγη, υπό τας παρούσας συνθήκας, δεν θα δικαίωνε απαραίτητα την Αθήνα αλλά μάλλον θα περιόριζε τις απαιτήσεις της Άγκυρας, αφού το Διεθνές Δικαστήριο επιδιώκει πάντοτε συμβιβαστικές λύσεις, λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψη τις όποιες πολιτικές ισορροπίες. Είναι προφανές ότι μία επανεξέταση της πολιτικής μας περί προσφυγής στην Χάγη θα οδηγήσει σε μία πλήρη αναθεώρηση της τακτικής μας έναντι της Τουρκίας στο Αιγαίο. Ως εκ τούτου θα πρέπει να εγκαταληφθεί και η αλλοπρόσαλος θέση της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία συνοψίζεται στο γνωστό απόφθευγμα «δεν παραχωρούμε τίποτε, δεν διεκδικούμε τίποτε». Εάν λάβουμε τοις μετρητοίς τις ρήσεις Παπανδρέου-Σημίτη, αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο δεν διεκδικούμε αλλά «παραχωρούμε», απεμπολόντας το αυτονόητο δικαίωμα μας για επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια, από τα 6 ν. μίλια που είναι σήμερα, όπως μας δίδει κάθε δικαίωμα το ΝΔΔΘ. Όμως το θέμα προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας έχει άμεση σχέση με την έκταση των χωρικών υδάτων αφού σύμφωνα με το ΝΔΔΘ η υφαλοκρηπίδα έχει έκταση 200 ν. μίλια πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, ανεξάρτητα από τα βάθη της θάλασσας. Έτσι όλη η Μεσόγειος η οποία είναι μια κλειστή θάλασσα επικαλύπτεται από τις υφαλοκρηπίδες των παρακτίων κρατών, τα περισσότερα των οποίων έχουν διευθετήσει μεταξύ τους τα σχετικά όρια. Εξ’ ού και η ανάγκη διευθέτησης των ορίων της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Μια διευθέτηση η οποία αφορά κυρίως την περιοχή των διεθνών σήμερα υδάτων στο Ανατολικό και Βόρειο Αιγαίο και στα Δωδεκάνησα. Μία προσφυγή στη Χάγη ή διμερείς διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας, χωρίς την αποσαφήνιση προηγουμένως από την Ελλάδα του εύρους των χωρικών υδάτων, ενέχει τον κίνδυνο οποιαδήποτε απόφαση ή συμβιβασμός να οριοθετήσει το εύρος της υφαλοκρηπίδας βάσει του σημερινού καθεστώτος των 6 ν. μιλίων. Αυτό θα ήταν ολέθριο για τη χώρα μας, διότι θα την υποχρέωνε να εγκαταλείψει διά παντός τα δικαιώματά της. Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει προσυπογράψει το Ν.Δ.Δ.Θ δεν της δίδει ερείσματα να επικαλείται casus belli στην περίπτωση που η Ελλάς προχωρήσει στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της. Εξ’ άλλου αυτό είναι ένα δικαίωμα κυριαρχικό το οποίο δεν χωρεί διαπραγμάτευση. Το θέμα καθορισμού της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο έχει ιδιαίτερη σημασία για την χώρα μας αφού ως γνωστό εμπλέκονται βασικά κυριαρχικά δικαιώματα. Η υφαλοκρηπίδα παρέχει στο αντίστοιχο παραθαλάσσιο κράτος την δυνατότητα απόκτησης ορισμένων δικαιωμάτων κυριαρχικού χαρακτήρα. Η αυθαίρετη διεκδίκηση ελληνικής υφαλοκρηπίδας από την Τουρκία αποβλέπει πρωτίστως στην απόκτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ελληνικό υποθαλάσσιο αλλά και θαλάσσιο χώρο, καθώς και σε διάσπαση της συνέχειας και της συνοχής της ναυτικής Ελλάδας του Αιγαίου. Η νέα πολιτική πραγματικότητα που δημιουργείται πλέον ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία επιβάλλει την πλήρη αναθεώρηση της πολιτικής της μη διεκδίκησης από πλευράς Ελλάδας και του casus belli από πλευράς Τουρκίας. Στην πολιτική πρακτική του δώσε-λαβειν, όπου έχουν εισέλθει πλέον οι Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, μία ρεαλιστική αντιμετώπιση της επόμενης ημέρας δεν μπορεί παρά ν’ αποδεχθεί την χονδροειδή μεν αλλ’ αυτονόητη διευθέτηση βάσει της οποίας η Τουρκία ενισχύει την θέση της στην Βόρεια Κύπρο και η Ελλάδα πράττει το ίδιο στο Αιγαίο. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα ευρίσκεται σήμερα σε πλεονεκτική θέση στο Αιγαίο με ναυτική και αεροπορική υπεροπλία, για την οποία και πληρώνουμε τεράστια ποσά κάθε χρόνο, και άρα έτοιμη να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε Τουρκική πρόκληση. Υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται πλέον μετά το «Όχι» των Ελληνο-Κυπρίων και με την λογική της ειρηνικής επίλυσης των εκκρεμοτήτων στο Αιγαίο, η Ελλάδα, αφού ολοκληρώσει πρώτα τις απαραίτητες διπλωματικές και στρατιωτικές προετοιμασίες, πρέπει και δύναται να προχωρήσει σε μονομερή επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν. μίλια καλώντας ταυτόχρονα την Τουρκία να πράξει το ίδιο και προσκαλώντας την σε διμερείς διαπραγματεύσεις, με ή χωρίς την εποπτεία της Ε. Ενωσης, για διευθέτηση των ορίων της υφαλοκρηπίδας στα διεθνή ύδατα, με ενδεχόμενη τελική προσφυγή στην Χάγη, για επικύρωση της όποιας συμφωνίας. Μία τέτοια διαπραγμάτευση καθίσταται πλέον σχετικά εύκολη αφού το τμήμα του Αιγαίου που θα απομένει για διευθέτηση (μετά την επέκταση των χωρικών υδάτων των δύο χωρών στα 12 ν. μίλια) αντιστοιχεί σε 37.800 τ. χλμ. ή 20.38% της συνολικής θαλάσσιας περιοχής, και όχι 50% που είναι σήμερα. Η περίφημη Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αναγνώριση και τον σεβασμό των διεθνών συνθηκών και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των άλλων χωρών. Σε αντίθετη περίπτωση οι πόρτες της Ευρώπης θα πρέπει να παραμείνουν ερμητικά κλειστές.