«Μαύρη Τρίτη» είναι η ημέρα κατάρρευσης του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (29/10/1929), οι απώλειες του οποίου την εβδομάδα εκείνη εκτιμάται ότι ξεπέρασαν τις πολεμικές δαπάνες των ΗΠΑ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα το Χρηματιστήριο Αθηνών παρέμενε ανοιχτό, παρά την πτωτική του πορεία, χάρη στη γενικότερη υποστήριξη των τραπεζών που είτε αγόραζαν μετοχές είτε δάνειζαν τους χρηματιστές, προκειμένου να συγκρατήσουν την πτωτική πορεία.

«Μαύρη Τρίτη» είναι η ημέρα κατάρρευσης του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (29/10/1929), οι απώλειες του οποίου την εβδομάδα εκείνη εκτιμάται ότι ξεπέρασαν τις πολεμικές δαπάνες των ΗΠΑ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα το Χρηματιστήριο Αθηνών παρέμενε ανοιχτό, παρά την πτωτική του πορεία, χάρη στη γενικότερη υποστήριξη των τραπεζών που είτε αγόραζαν μετοχές είτε δάνειζαν τους χρηματιστές, προκειμένου να συγκρατήσουν την πτωτική πορεία. Όλα αυτά με την ενθάρρυνση της κυβέρνησης Βενιζέλου, η οποία είχε πετύχει να βγάλει την Ελλάδα από τη νομισματική αστάθεια με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) το 1928 και την επιστροφή της δραχμής ως «σκληρού νομίσματος» μέσω της πρόσδεσής της στην αγγλική λίρα (που η μετατρεψιμότητά της σε χρυσό την καθιστούσε το νόμισμα των διεθνών συναλλαγών).

Οπως γράφει ο Γκάλμπρεϊθ στο βιβλίο του «Το Κραχ του 1929» η κερδοσκοπική μανία της δεκαετίας του 1920 επεκτάθηκε στο χρηματιστήριο και τροφοδοτήθηκε από την πιστωτική χαλάρωση σε μια θεμελιωδώς μη υγιή και εύθραυστη οικονομία, που το χρηματιστηριακό κραχ οδήγησε στην οικονομική καθίζηση. Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η ελληνική δεν μπορούσε να αποτελεί την εξαίρεση και έτσι η κρίση σύντομα εκδηλώθηκε στη μείωση των εξαγωγών (ιδίως των αγροτικών) και άρα στη μείωση των τιμών, της παραγωγής και των εισοδημάτων. Ο αριθμός των ανέργων μεταξύ του 1929 και 1932 υπερδιπλασιάστηκε και η κατάσταση χειροτέρευσε με τη μείωση του μεταναστευτικού συναλλάγματος και τη διακοπή της χρηματοδότησης από το εξωτερικό, τόσο αναγκαίας για τη συνέχιση του φιλόδοξου προγράμματος δημοσίων έργων.

Το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου της Αθήνας αποφασίστηκε την ημέρα (20/9/1931) που η Αγγλία εγκατάλειψε τον «κανόνα χρυσού», μια πράξη που ο Βενιζέλος θεώρησε προσωρινή. Διαμετρικά αντίθετη γνώμη εξέφρασε ο Βαρβαρέσος (σύμβουλος τότε της ΤτΕ και στενός φίλος του Κέινς) που την περίοδο εκείνη βρισκόταν στην Αγγλία και εκτιμούσε ότι η Αγγλία δεν θα επέστρεφε στον κανόνα χρυσού σύντομα και ενημέρωσε την κυβέρνηση, αλλά μάταια. Ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να δώσει τη «μάχη της δραχμής», δηλαδή να κρατήσει σταθερή την ισοτιμία της έναντι ενός νομίσματος που ήταν προσδεδεμένο στο χρυσό και τότε ήταν το δολάριο.

Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι ούτε και το δολάριο μπόρεσε να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία του έναντι του χρυσού και τον Ιούνιο του 1933 ήρθη η χρυσή βάση του. Αν η Αγγλία και οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να ασκήσουν πολιτική «σκληρού νομίσματος», τότε πώς θα την ασκούσε η Ελλάδα; Ακολούθησε υποτιμητική κερδοσκοπία που η ΤτΕ, δυστυχώς, ακολουθώντας υποδείξεις της Κοινωνίας των Εθνών περί ελεύθερης οικονομίας θυσίασε μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών διαθεσίμων στη «μάχη της δραχμής». Η μάχη όμως ήταν άνιση και σύντομα η ΤτΕ έφτασε στην ύστατη ταπείνωση κεντρικής τράπεζας που είναι ο δανεισμός της από τράπεζα (την ΕΤΕ) που εποπτεύει.

Στο μεταξύ ο Βενιζέλος από τον Ιανουάριο του 1932 ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα σε μια προσπάθεια ανεύρεσης δανείων, μάταια όμως, και στις 26/4/1932 η κυβέρνηση κήρυξε προσωρινό χρεοστάσιο και σε πρωτοφανή υποτίμηση (κατά 60%) της δραχμής. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε με την ελπίδα ότι θα δημιουργηθεί οικουμενική κυβέρνηση πράγμα που δεν συνέβη και στις εκλογές του Μαρτίου του 1933 ζήτησε «αυξημένες εξουσίες», προκειμένου να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ακολούθησε κυβέρνηση αντιπολιτευτικών κομμάτων, το κίνημα Πλαστήρα, το Λαϊκό Κόμμα, η επαναφορά της βασιλείας και ο διορισμός του Μεταξά ως πρωθυπουργού της χώρας με δικτατορικές (και όχι μόνο αυξημένες) εξουσίες.

Αν περιοριστούμε στα οικονομικά της περιόδου, διαπιστώνουμε ότι η υποτίμηση της δραχμής και η πτώχευση συνέβαλαν (ίσως περισσότερο από ότι ανέμεναν ακόμη και οι θιασώτες αυτών των πολιτικών) στην έξοδο από την κρίση. Ειδικότερα, η υποτίμηση της δραχμής όχι μόνο ευνόησε τις εξαγωγές και αποθάρρυνε τις εισαγωγές, αλλά όπλισε την ΤτΕ με τη νομισματική πολιτική που μέχρι τότε ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η έστω και μερική παύση πληρωμών της Ελλάδας εξασφάλισε τη χρηματοδότηση που ήταν τόσο αναγκαία για τη συνέχιση των δημόσιων έργων και την αύξηση της απασχόλησης. Οι (σχεδόν) ισοσκελισμένοι και ενίοτε πλεονασματικοί προϋπολογισμοί που ακολούθησαν και συνεχίστηκαν μετά την απελευθέρωση (μάλιστα μετά το 1953 είχαμε συνεχώς πλεονασματικούς προϋπολογισμούς) σε συνδυασμό με την οικονομική ανάπτυξη εξαφάνισαν το σύνολο σχεδόν του εξωτερικού χρέους το 1968.

Το νόημα αυτής της σύντομης ιστορικής αναδρομής είναι να ρίξει φως στη σημερινή πραγματικότητα συγκρίνοντάς την με αυτήν της δεκαετίας του 1930. Οι διαφορές υπάρχουν και είναι αναμφίβολα σημαντικές, ωστόσο οι ομοιότητες που διαπιστώνονται είναι συγκλονιστικές. Οι ιστορικοί γενικά αποφεύγουν να συζητούν υποθετικά σενάρια του παρελθόντος, το ίδιο θα κάνουμε και εμείς. Για τα πιθανά σενάρια του μέλλοντος που συζητούνται, ένα είναι βέβαιο, η όποια πολιτική και να ακολουθηθεί, η επιτυχία της θα εξαρτάται από την αποφασιστικότητα και την υποστήριξη σημαντικού μεριδίου της κοινωνίας.

(από την εφημερίδα "Ημερησία", 21/12/2010)