του Ευθ. Π. Πέτρου
Ήδη έχουμε εισέλθει στον Μάιο και η “καταστροφή” την οποία προανήγγελλον κάποιοι εκ των υποστηρικτών του “ναι” κατά το δημοψήφισμα στην Κύπρο, δεν ήλθε! Απεναντίας ο ψύχραιμος παρατηρητής θα πρέπει να διαπιστώνη ότι η διαπραγματευτική θέσις της ελληνικής πλευράς, μάλλον είναι σήμερα ισχυροτέρα. Πράγματι η Κυπριακή Δημοκρατία εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την κυβέρνηση της Λευκωσίας να εκπροσωπή ολόκληρη την μεγαλόνησο και την βόρειο Κύπρο να θεωρείται πλέον ευρωπαϊκό έδαφος τελούν υπό ξένη κατοχή. Ούτε το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος ανεγνωρίσθη αμέσως ή εμμέσως, ούτε η Λευκωσία ή η Αθήνα ευρέθησαν προ του κινδύνου διεθνούς απομονώσεως. Απεναντίας, ήδη Κύπριος Επίτροπος είναι έτοιμος να αναλάβη καθήκοντα μαζί με τους εκπροσώπους των υπολοίπων εννέα νεοεισελθουσών χωρών, Κύπριοι υπουργοί θα μετέχουν στα αντίστοιχα συμβούλια και μάλιστα θα έχουν και δικαίωμα βέτο, όπως ακριβώς και οι λοιποί εταίροι της Ευρώπης. Στην ΕΕ μετέχουν πλέον δύο ελληνικά κράτη. Με ό,τι τούτο συνεπάγεται. Προβάλλει λοιπόν το ερώτημα, πώς και γιατί, έμπειροι πολιτικοί άνδρες στην Ελλάδα και την Κύπρο, δεν είχαν την διορατικότητα να διαβλέψουν την εξέλιξη και είχαν αποδυθή στην καταστροφολογία την οποία είδαμε τις τελευταίες εβδομάδες. Βεβαίως στην δημοκρατία όλες οι απόψεις είναι σεβαστές. Όμως κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Και εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται ποιος είναι ο πολιτικός με την ορθή κρίση και την δυνατότητα να αναλύη εις βάθος την κατάσταση. Συνεπώς, μπορεί η υποστήριξις προς το “ναι” να μην είναι κατακριτέα, όμως δημιουργείται ένα σοβαρό ερώτημα: Μπορούμε άραγε στο μέλλον να εμπιστευόμεθα την κρίση πολιτικών ανδρών οι οποίοι απεδείχθησαν ανίκανοι να αντιληφθούν τις παραμέτρους του “ναι” και του “όχι” και εξετράπησαν στην άνευ μέτρου καταστροφολογία; Και όμως τα πράγματα ήσαν απλά και τα είχαμε και παλαιότερα αναφέρει: “Θα πρέπει να αναλογισθούμε το σημείο στο οποίο ευρίσκεται σήμερα η ελεύθερη Κύπρος και να εκτιμήσουμε το εάν και κατά πόσον μετά την εφαρμογή μιας λύσεως τύπου σχεδίου Αννάν, η θέσις της θα βελτιωθή. Είναι προφανές όμως ότι δεν θα βελτιωθή. Κατ’ αρχήν από κυρίαρχο κράτος που είναι σήμερα θα υποβαθμισθή σε ένα μόρφωμα στο οποίο κανείς δεν θα είναι σίγουρος για το ποιος έχει αρμοδιότητα για τι! Με τέτοια δεδομένα οι συνθήκες ασφαλείας για τους Ελληνοκυπρίους θα υποβαθμισθούν τόσο, που είναι αμφίβολο αν θα μπορούν να ασκήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προωθώντας περαιτέρω την ανάπτυξη της Μεγαλονήσου. Είναι κανών ότι η οικονομική ανάπτυξις απαιτεί κατ’ αρχήν ασφάλεια. Κάτι που η Κύπρος το έζησε μια και η οικονομική της ανάπτυξις άρχισε μετά το 1974, οπότε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι “χώρισαν τα τσανάκια τους” και προχώρησαν κατά τις ι8κανότητες του καθενός. Τα επιτεύγματα των μεν και των δε είναι ενδεικτικά των ικανοτήτων τους!” Όμως σήμερα, μετά την καταψήφιση του σχεδίου Αννάν, ανεξαρτήτως της κριτικής προς την μία ή την άλλη πλευρά, ανακύπτει εκ νέου το ερώτημα του τι θα γίνη τώρα! Ποιο είναι το μέλλον της Κύπρου και ποια είναι η ενδεδειγμένη στάσις Αθηνών και Λευκωσίας. Θα ήταν κολοσσιαίο σφάλμα να επαναπαυθούμε στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να αδρανήσουμε. Ιδιαιτέρως αφού βλέπουμε την άλλη πλευρά να δραστηριοποιείται και μάλιστα εντόνως. Ήδη ο ψευδοπρωθυπουργός Ταλάτ ανεκοίνωσε μονομερή εφαρμογή ρυθμίσεων του σχεδίου Αννάν και ετοιμάζεται να επισκεφθή τις ΗΠΑ. Πρέπει και από ελληνικής πλευράς να αναληφθούν αντίστοιχες κινήσεις. Ακόμη και ριζοσπαστικές κινήσεις. Τώρα είναι ο καταλληλότερος χρόνος. Αρκεί να είναι ρεαλιστικές. Η ελληνική πλευρά, επί 30 έτη αντιμετωπίζει το κυπριακό υπό το πρίσμα ότι η λύσις πρέπει να σημαίνη και “επανένωση”. Η πραγματικότης είναι ότι η λύσις πρέπει να εξασφαλίζη στους ελληνοκυπρίους τουλάχιστον ό,τι τους παρέχη η σημερινή κατάστασις. Διαφαίνεται δε, ότι οιαδήποτε λύσις με “επανένωση” δεν είναι δυνατόν να τα εξασφαλίση. Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα με ρεαλισμό και με θάρρος. Πρέπει δηλαδή, κυρίως στην Αθήνα να αποκτήσουμε επιτέλους πολιτική για το Κυπριακό. Πολιτική με συνέπεια και με στόχους. Όχι αοριστίες με αναφορές σε -εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενες- αποφάσεις του ΟΗΕ, ούτε υπεκφυγές του τύπου “η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται. Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος με την στάση του και οι Κύπριοι με την ψήφο τους, απέδειξαν ότι έχουν θάρρος. Τώρα στην πρόκληση των καιρών και του εθνικού θέματος πρέπει να ανταποκριθή και η κυβέρνησις των Αθηνών. Και κάτι ακόμη, η αναφορά στο εθνικό θέμα ως “το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου”, κάθε άλλο παρά θάρρος υποδηλώνει. (Aπό την ΕΣΤΙΑ 04/05/2004)