Aναδημοσιεύουμε σήμερα μια ενδιαφέρουσα ανάλυση ειδικού συνεργάτη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΟΝ στο φύλλο 02/05/2004. Αν και η σύνταξη του energia.gr δεν συμφωνεί απόλυτα με τις απόψεις που εκφράζει ο εν λόγο συνεργάτης, εν τούτοις το άρθρο παρουσιάζει μια ενδιαφέρον άποψη η οποία πιστεύουμε αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστή. Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια συνεχής αύξηση της τιμής των καυσίμων. Οι διεθνείς τιμές ανεβαίνουν με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν και οι τιμές στα πρατήρια, Όταν όμως πέφτουν οι διεθνείς τιμές, που δεν έχουμε δεί την αντίστοιχη πτώση στην αντλία. Η κυβέρνηση με τους αρμόδιος και συναρμόδιους υπουργούς τρέχει και δεν φτάνει. Συσκέψεις επί συσκέψεων, ολονυκτίες κ.λπ. Μόνο λιτανείες δεν έγιναν ακόμη… Ας δούμε τι είναι αυτό που ανεβάζει τις τιμές. Οι παράγοντες είναι δύο: Τα πρατήρια και οι εταιρείες εμπορίας. Όταν οι διεθνείς τιμές πέφτουν, και μειώνονται ανάλογα οι τιμές στις οποίες πουλάνε τα Διυλιστήρια και οι εταιρείες εμπορίας, τα πρατήρια (και βέβαια δεν εννοούμε όλα) «ξεχνάνε» να κατεβάσουν τις τιμές! Κι έτσι κερδίζουν παράνομα περισσότερα χρήματα. Αντίθετα όταν ανεβαίνουν οι τιμές ποτέ δεν ξεχνάνε να τις ανεβάσουν. Αρκετά πρατήρια με μικρό ή ανύπαρκτο συναγωνισμό πουλάνε σε αισθητά υψηλότερες τιμές. Γι’αυτό τα περισσότερα παράπονα ακούγονται από τα νησιά και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκονται τα Διυλιστήρια. Οι εταιρείες εμπορίας ευθύνονται για δύο λόγους για την αύξηση των τιμών. Πρώτα γιατί σιγά-σιγά έχουν ανεβάσει σημαντικά τα περιθώρια. Την περίοδο πριν από την απελευθέρωση (1992), το περιθώριο ήταν 3-4 δραχμές το λίτρο, αμέσως μετά την απελευθέρωση (1992-1995) κατά μέσο όρο ήταν 7-10 δραχμές το λίτρο, με ανώτερη τιμή 20 δραχμές το λίτρο, σήμερα δεν κυμαίνεται μεταξύ 30-45 δραχμές το λίτρο. Αυτό κατά ένα μέρος είναι αναγκαιότητα για τις εταιρείες εμπορίας – κυρίως τις μεγάλες – που για λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με ορθολογική οικονομική διαχείριση, αυξάνουν σημαντικά τα έξοδά τους. Γι’αυτό και βλέπουμε το οξύμωρο φαινόμενο εταιρείες που έχουν πετύχει τις μικρότερες τιμές αγοράς των καυσίμων από τα Διυλιστήρια να χάνουν συνεχώς μερίδιο αγοράς (BP και ΕΚΟ-ΕΛΔΑ). Ο άλλος λόγος είναι ότι εταιρείες που έχουν λίγα ιδιόκτητα και ελεγχόμενα πρατήρια (ΕΚΟ-ΕΛΔΑ και οι μικρές ελληνικές εταιρείες) δεν μπορούν να επιβάλουν στα πρατήρια του πολιτική τιμών εξαντλούν το ενδιαφέρον τους απλώς στο να πουλήσουν καύσιμα. Η κυβέρνηση δεν έχει πολλές ουσιαστικές δυνατότητες. Εκτός από τους αναγκαίους αγορανομικούς και λοιπούς ελέγχους στα πρατήρια, στις εταιρείες και στις ταμειακές μηχανές, το ΣΔΟΕ, έχει ένα μόνο εργαλείο για να ελέγξει τις τιμές των καυσίμων προς όφελος των καταναλωτών και της εθνικής οικονομία, την ΕΚΟ-ΕΛΔΑ. Και δεν εννοούμε φυσικά ότι πρέπει να δουλεύει με ζημιά. Πρέπει η διοίκηση που διορίζεται στην ΕΚΟ-ΕΛΔΑ να ασχοληθεί δυναμικά με το ζήτημα. Η διοίκηση βασικά πρέπει να γνωρίζει το αντικείμενο και να έχει επίγνωση του κοινωνικού ρόλου μιας εμπορικής εταιρείας δημόσιου συμφέροντος. Και να έχει στόχο να μειώσει τα τεράστια και ανεξέλεγκτα έξοδα της εταιρείας, να αυξήσει τα ιδιόκτητα και ελεγχόμενα πρατήρια, να μεγαλώσει το μερίδιο της στην εσωτερική αγορά (τα τελευταία χρόνια η ΕΚΟ-ΕΛΔΑ έχει χάσει πάνω από 6% της αγοράς), να σταματήσει το… φαινόμενο να ανατίθεται η μεταφορά στον… πλειοδότη(!), να καταστήσει την ΕΚΟ-ΕΛΔΑ ηγέτιδα δύναμη στο RETAIL. Αυτά όμως δεν γίνονται ούτε με άσχετους, που δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο, ούτε με συνταξιούχους και κουρασμένα παλικάρια. Θέλει γνώση, όρεξη και πάθος για δουλειά, και προσφορά και όχι παράνομο πλουτισμό. (Από την εφημερίδα Παρόν 2, Μαίου 2004)