Του Κ. Ν. Σταμπολή
Στο φύλλο της Τρίτης 18 Μαΐου η «Εστία» ανέδειξε το θέμα το υψηλής φορολογίας ως μια από τις βασικές συνιστώσες των υψηλών τιμών καυσίμων σε συνδυασμό με τις επικρατούσες διεθνείς τιμές πετρελαίου, οι οποίες ως γνωστόν έχουν αυξηθεί κατά 21% μέσο όρο από τις αρχές του έτους. Μάλιστα το αργό πετρέλαιο τύπου Brent στις αρχές της εβδομάδας ξεπέρασε τα 39 δολ. το βαρέλι, η υψηλότερη ονομαστική τιμή που σημειώθηκε μέχρι σήμερα από την εισαγωγή της Ευρωπαϊκής αυτής ποικιλίας αργού το 1976. Ως προς τους φόρους οι οποίοι αποτελούν κατά μέσο όρο το 55% της τιμής του τελικού προϊόντος – αμόλυβδη, ντίζελ, πετρέλαιο θέρμανσης- η κυβέρνηση δεν μπορεί να πράξει πολλά αφού οι φόροι είναι από τους χαμηλότερους που επιτρέπει η Ε. Ένωση. Όπως επίσης δεν μπορεί να πράξει τίποτε για τις υψηλές διεθνείς τιμές η τα περιθώρια των διυλιστηρίων (ΕΛΠΕ & ΜΟΤΟΡΟΙΛ) τα οποία και αυτά κινούνται σε απόλυτα ανταγωνιστικά επίπεδα σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παρά τις κατηγορίες που προσάπτουν ορισμένοι περί υπερκερδών και εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης των στην Ελληνική αγορά. Κάτι που ξεχνούν οι επικριτές είναι το γεγονός ότι τα διυλιστήρια ως μεγάλες καθετοποιημένες μονάδες είναι υποχρεωμένες να επενδύουν σε συνεχή βάση σε αποθηκευτικούς χώρους, τήρηση αποθεμάτων, καλή λειτουργία και εκσυγχρονισμό των μονάδων τους ώστε τα προϊόντα τους ν’ ανταποκρίνονται στις διεθνείς προδιαγραφές. Αυτό έχει ένα σημαντικό κόστος το οποίο μπορεί να καλυφθεί μόνο μέσα από κάποια λογικά περιθώρια κέρδους και κόστους (πάνω στην τιμή των πρώτων υλών) που στην περίπτωση των ΕΛΠΕ είναι της τάξεως του 1% και 2% αντίστοιχα. Κατ’ άλλους το θέμα της ακρίβειας των καυσίμων μετατοπίζεται στις εταιρείες εμπορίας και στους πρατηριούχους οι οποίοι απολαμβάνουν αθροιστικά ένα μικτό περιθώριο κέρδους 16%, απαραίτητο όμως για να κινήσουν και αυτοί τις επιχειρήσεις τους και να επενδύσουν σε νέο εξοπλισμό και βελτίωση των υπηρεσιών τους. Τις τελευταίες εβδομάδες βομβαρδιζόμεθα καθημερινά από τα τηλεοπτικά κανάλια υπό μορφή αποκαλυπτικών δήθεν ρεπορτάζ περί ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας και αισχροκέρδειας από εταιρείες και πρατηριούχους, οι οποίοι εμφανίζονται ότι είναι οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις υψηλές τιμές. Παραβλέπουν όμως τα ρεπορτάζ αυτά το γεγονός ότι από τις αρχές του έτους οι διεθνείς τιμές έχουν αυξηθεί κατά 25% και οι τιμές προϊόντων στην εγχώρια αγορά μόνο κατά 11-12% μέσο όρο. Οι τιμές δε θα είχαν αυξηθεί ακόμα περισσότερο εάν μέχρι πρόσφατα δεν λειτουργούσε η σχέση ευρώ-δολαρίου σταθερά υπέρ του πρώτου. Είναι σύνηθες, και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην αγορά πετρελαιοειδών, όταν υπάρχουν ανοδικές τάσεις, ορισμένοι έμποροι να επωφελούνται της σύγχυσης που επικρατεί στην αγορά, και ελλείψει διατίμησης, να ωθούν τις τιμές υπέρμετρα προς τα άνω. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και τώρα αφού υπάρχουν εξαιρέσεις πρατηριούχων οι οποίοι πωλούν την αμόλυβδη κοντά στο 1 € το λίτρο ενώ η μέση τιμή της αγοράς έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες ημέρες στα 88-90 λεπτά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει το κράτος και οι υπεύθυνες υπηρεσίες έργο των οποίων είναι ο έλεγχος και η επιτήρηση της αγοράς, ιδιαίτερα στα πλαίσια του τελευταίου νόμου περί πετρελαιοειδών (του Ν 3054/02) η πλήρης εφαρμογή του οποίου καθίσταται πλέον αναγκαία. Ο ανωτέρω νόμος διασφαλίζει συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού γεγονός που αναμένεται να ωφελήσει τον καταναλωτή με την συγκράτηση των τιμών προς τα κάτω. Πέρα από τα μεμονωμένα φαινόμενα κερδοσκοπίας το πιο σοβαρό θέμα είναι αυτή των υψηλών διεθνών τιμών πετρελαίου οι οποίες σαν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, όπως υψηλή παγκόσμια ζήτηση και η μεγάλη γεωπολιτική αστάθεια, έχουν εκτιναχθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα από τα οποία και δεν αναμένεται να μειωθούν σύντομα. Απεναντίας οι εκτιμήσεις ομιλούν για περαιτέρω αυξήσεις και για επερχόμενη εποχή μεγάλης διακύμανσης και αστάθειας στις διεθνείς τιμές αργού. Σε κάθε περίπτωση η εποχή του φθηνού πετρελαίου έχει οριστικά παρέλθει και αυτή είναι μία πραγματικότητα την οποία πρέπει όλοι ν’ αντιληφθούμε και πρωτίστως η κυβέρνηση. Η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία αυξάνει σταθερά τις εισαγωγές πετρελαίου, επακόλουθο της διογκούμενης κατανάλωσης, με αποτέλεσμα το ενεργειακό της ισοζύγιο να κυριαρχείται κατά 70% από το πετρέλαιο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας η εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο – η τιμή του οποίου είναι μεν φθηνότερη του πετρελαίου αλλά είναι άμεσα εξαρτημένη από αυτό- αναμένεται να φθάσει το 75% της συνολικής εγχώριας ενεργειακής κατανάλωσης. Ένας εξαιρετικά επικίνδυνος βαθμός εξάρτησης από κάθε άποψη, αφού έχει αρκετή απόκλιση από τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο, όπου οι εισαγωγές ενεργειακών πρώτων υλών αντιπροσωπεύουν το 50% της συνολικής κατανάλωσης. Η Ευρωπαΐα Επίτροπος υπεύθυνη για την Ενέργεια και τις Μεταφορές κα Λογιόλα ντε Παλάθιο έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και αρκετό καιρό αποστέλλοντας ξεκάθαρη προειδοποίηση προς τα κράτη-μέλη να μειώσουν την εξάρτηση τους από εισαγωγές υδρογονανθράκων. Το μήνυμα της Ευρωπαΐας Επιτρόπου είναι σαφές: «Οι ενδογενείς ενεργειακοί πόροι που σήμερα εξασφαλίζουν το ήμισυ των αναγκών μας αρχίζουν να στερεύουν, ενώ η κατανάλωση αυξάνεται. Σε 20 έως 30 χρόνια, εάν δεν γίνει τίποτε, οι περιβαλλοντικές συνέπειες της ενέργειας θα είναι ανυπόφορες και η ενεργειακή εξάρτηση από το εξωτερικό θα αυξηθεί τόσο ώστε να φθάσει κατά μέσο όρο το 70% και μάλιστα 90% για τα πετρελαιοειδή. Η κατάσταση αυτή μας κάνει ευάλωτους, κυρίως γιατί η οικονομική εξάρτησή μας επικεντρώνεται σε ορισμένα είδη ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και σε ορισμένες χώρες εξαγωγούς, όπως η Ρωσία για το φυσικό αέριο και η Μέση Ανατολή για το πετρέλαιο. Αποδεικνύεται άλλωστε ότι η παραγωγή και η κατανάλωση ενέργειας ευθύνονται για όλες σχεδόν τις ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Ήρθε πλέον ο καιρός, πριν να ανάβουμε το φως ή πριν να παίρνουμε το αυτοκίνητό μας, να κάνουμε επιλογές έχοντας επίγνωση και όντας ενημερωμένοι για τις διάφορες πηγές ενέργειας που έχουμε στη διάθεσή μας. Σύντομα πρέπει να ληφθούν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις έτσι ώστε ο εφοδιασμός και η κατανάλωση ενέργειας να είναι πιο ασφαλείς και πιο συμβατές με το περιβάλλον μας». Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για την κυβέρνηση να προβληματισθεί και ν’ αναθεωρήσει πλήρως την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη ασαφή αλλά και σπάταλη ενεργειακή πολιτική η οποία είχε ως στόχο την μεγιστοποίηση των ενεργειακών εισαγωγών. Ο στόχος θα πρέπει να είναι ακριβώς ο αντίθετος ενώ παράλληλα θα πρέπει ν’ αναληφθεί μία τεράστια προσπάθεια για μείωση της κατανάλωσης και την «εξοικονόμηση ενέργειας». Έννοια τελείως άγνωστη για τον μέσο Έλληνα αλλά κοινός τόπος για τους Ευρωπαίους τους οποίους τόσο πολύ επιθυμούμε να φθάσουμε. Η Ελλάδα εξ’ άλλου δεν είναι μία φτωχή ενεργειακά χώρα αφού και κάρβουνο διαθέτει (λιγνίτη), υδατοπτώσεις αλλά και ένα τεράστιο δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επιπλέον διαθέτει αξιόλογα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου τα οποία θ’ ανακαλυφθούν αρκεί να προχωρήσουμε στις απαραίτητες έρευνες. Η σημερινή διεθνής συγκυρία των υψηλών τιμών πετρελαίου επιβάλλει στροφή 180 μοιρών στον ενεργειακό προσανατολισμό της χώρας με στόχο την μείωση της ενεργειακής μας εξάρτησης από τρίτες χώρες και τη πλήρη αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας, συμβατών και ανανεώσιμων.