Του Κ.Ν. Σταμπολή
Την τελευταία φορά που συνάντησα τον Σεΐχη Ζακί Γιαμανί, (Μάρτιος, 2003) τον πάλαι ποτέ υπουργό πετρελαίων της Σαουδικής Αραβίας και νυν πρόεδρο και ιδρυτή του Διεθνούς Κέντρου Ενεργειακών Μελετών που εδρεύει στο Λονδίνο, ήτο ελαφρώς έξαλλος με τον τρόπο που χειραγωγούνται οι διεθνείς τιμές πετρελαίου από τους κερδοσκόπους και τις χρηματαγορές. Αυτό που ενοχλούσε ιδιαίτερα τον Σεΐχη Γιαμανί, εκ των ιδρυτών του ΟΠΕΚ και τους εμπνευστές του γνωστού εμπάργκο πετρελαίου του 1973, ήτο ότι ο τρόπος που διαμορφώνονται σήμερα οι τιμές στην διεθνή αγορά δεν έχει ουδεμία σχέση με την πραγματική σχέση προσφοράς-ζήτησης, όπως συνέβαινε προ του 1987, όταν ξεκίνησαν τα πρώτα προθεσμιακά συμβόλαια πετρελαίου στην αγορά ΝΥΜΕΧ της Νέας Υόρκης και λίγο αργότερα στο ΙΡΕ στο Λονδίνο. Από την άποψη της συμμετοχής του στον καθορισμό ρεαλιστικών τιμών πετρελαίου, και όχι πλασματικών όπως είναι οι σημερινές, ο Γιαμανί πιστεύει ότι ο ΟΠΕΚ έχει μειωμένη επιρροή παρά την πρόσφατη πειθαρχία που έχει επιβάλλει στα μέλη του και την αδιαμφισβήτητη ικανότητά του για παρέμβαση στις αγορές. Την θέση αυτή του Γιαμανί, ένα χρόνο αργότερα, συμμερίζονται διεθνείς χρηματιστηριακοί παράγοντες οι οποίοι παρατηρούν ότι μεγάλες επενδυτικές εταιρείες, οι οποίες κερδοσκοπούν σε προθεσμιακά συμβόλαια πετρελαίου έχουν συμβάλλει καθοριστικά στην εκτίναξη των τιμών πετρελαίου στα ύψη ρεκόρ καθώς την τελευταία εβδομάδα, (17/05-21/05) το Brent ξεπέρασε τα 39 δολ. το βαρέλι στο Λονδίνο, και τα 42 δολ. στην Ν. Υόρκη. Τα κερδοσκοπικά hedge funds πιστεύεται ότι έχουν προσθέσει περί τα 4-8 δολ. στο κόστος του βαρελιού από τις αρχές του έτους. Έχοντας με αυτόν τον τρόπο (οι traders) προεξοφλήσει ακόμα υψηλότερες τιμές, μερικοί ομιλούν για 50 ακόμα και 55 δολ. το βαρέλι, η τιμή του πετρελαίου αναπόφευκτα θα οδηγείται προς τα πάνω τους επόμενους μήνες. Έτσι οι τιμές συμβολαίων που εμφανίζονται στο ΝΥΜΕΧ και ΙΡΕ είναι φουσκωμένες κατά ένα σημαντικό ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 10% έως 25%, σε σύγκριση με τις πραγματικές τιμές που διαμορφώνονται από τους πωλητές (τις παραγωγούς χώρες) και τους αγοραστές (διυλιστήρια) στις καταναλώτριες χώρες. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις για σημαντική αναδίπλωση των τιμών και ανακοπή της κούρσας που πυροδότησαν οι φόβοι για την ασφάλεια λόγω της έντασης στη Μέση Ανατολή, αλλά και η ισχυρή ζήτηση από την Κίνα, καθώς οι επενδυτές αναζητούν «ασφαλή καταφύγια» αποσυρόμενοι από τις μετοχές και τα ομόλογα. Βέβαια κάποια στιγμή, όπως συνήθως συμβαίνει στα χρηματιστηριακά παιχνίδια θα υπάρξουν μαζικές πωλήσεις συμβολαίων αφού θ’ αρχίσει η έξοδος των μυημένων σε αυτό το «παιχνίδι για μεγάλα παιδιά». Και τότε αναπόφευκτα οι τιμές θ’ υποχωρήσουν, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι θα πέσουν πολύ κάτω του επιπέδου των 30 δολ./βαρέλι, τιμή στόχος για τον ΟΠΕΚ. Πέρα από τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι κερδοσκοπικές κινήσεις των επενδυτών στην διαμόρφωση των διεθνών τιμών η αλήθεια παραμένει ότι υπάρχουν σοβαροί υποκείμενοι λόγοι που οδηγούν τις τιμές των φυσικών πετρελαϊκών προϊόντων προς τα άνω και αυτοί έχουν άμεση σχέση με την προσφορά και ζήτηση αργού και προϊόντων. Με την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου να έχει φθάσει τα 80.6 εκ. βαρέλια την ημέρα από τα 77.0 εκ. βαρέλια το 2002 και την παγκόσμια προσφορά μόλις κατά 1.1. δις. βαρέλια μεγαλύτερη από την ζήτηση (81.5 εκ. βαρέλια/ημέρα) σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του Διεθνή Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), και με πτωτική τάση στην παραγωγή (η παραγωγή του ΟΠΕΚ τον Απρίλιο ήτο μειωμένη κατά 4,50 χιλ. βαρ./ημέρα σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι), υπάρχει πλέον μια στενότητα στην αγορά. Υπό κανονικές συνθήκες μία τέτοια κατάσταση δεν θα είχε προκαλέσει μία τόσο μεγάλη άνοδο στις τιμές, παρατηρούν αναλυτές, αλλά στην σημερινή άσχημη γεωπολιτική συγκυρία αυτό που μετράει περισσότερο είναι οι διαισθανόμενες απειλές για διακοπή στην παραγωγή και την τροφοδοσία, κυρίως από την Σαουδική Αραβία, την χώρα κλειδί στον τομέα της παραγωγής. Επιπλέον, οι άσχημες διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Αμερικής και Σαουδικής Αραβίας, που διαμορφώθησαν μετά την 9/11, έγιναν η αίτια να διαταραχθεί η μέχρι πρόσφατα αρμονική συνεργασία μεταξύ παραγωγών χωρών και ΗΠΑ, οι οποίες διασφάλιζαν την επιθυμητή για τον ΟΠΕΚ ζώνη τιμών των 22-28 δολ/βαρέλι. Η τάξη στην αγορά του πετρελαίου διεταράχθει και την θέση της πήρε η ανταλλαγή ύβρεων μεταξύ ΙΕΑ και ΟΠΕΚ για τους ισχυρισμούς κάθε πλευράς για τα επίπεδα παραγωγής και ζήτησης. Με την παγκόσμια οικονομία να εξαρτάται ακόμη κατ’ ένα τεράστιο ποσοστό από το πετρέλαιο (το 2000 το πετρέλαιο εκάλυψε το 38% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης και το φυσικό αέριο το 23%, ενώ για το 2030 προβλέπεται ότι πετρέλαιο και φυσικό αέριο μαζί θα είναι υπεύθυνα για το 65% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης) οι προβλεπόμενες υψηλές τιμές θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη η οποία ήδη προδιαγράφεται μειωμένη σε σχέση με προβλέψεις που έγιναν στα τέλη του 2003. Ο κ. George Magnus, προϊστάμενος οικονομολόγος της UBS παρατηρεί «με το πετρέλαιο στα 32 ή 33 δολ. το βαρέλι δεν είχα ιδιαίτερες ανησυχίες για τις επιπτώσεις στην οικονομία. Τώρα όμως με το βαρέλι στα 40 δολ. και ανερχόμενο υπάρχει σοβαρός προβληματισμός». Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΕΑ για κάθε 10 δολ. άνοδο στην τιμή του αργού, διάρκειας ενός έτους, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη υποχωρεί κατά 0.5%. Έτσι οι εκτιμήσεις του IMF για παγκόσμια ανάπτυξη που έγιναν με βάση τα 30 δολ/βαρέλι, και προέβλεπαν 4.6% ανάπτυξη για το 2004 και 4.4% για το 2005, τίθονται πλέον υπό αμφισβήτηση. Ενας ακόμη σοβαρός λόγος γιατί οι τιμές θα κυμαίνονται απ’ εδώ και εμπρός σε υψηλά επίπεδα έχει να κάνει με το υψηλό κόστος ανεύρεσης νέων κοιτασμάτων καθώς το ενδιαφέρον των μεγάλων εταιρειών στρέφεται ολοένα και περισσότερο σε δύσκολα κοιτάσματα (βαθιά νερά, δυσπρόσιτες περιοχές). Τα εύκολα θεωρούμενα κοιτάσματα της Αραβικής χερσονήσου, στα οποία έτσι και αλλιώς δεν έχουν πρόσβαση οι Δυτικές εταιρείες, έχουν παραχωρήσει την θέση τους σε απόμακρες γεωγραφικά περιοχές (π.χ. Κασπία, Ανατολική Σιβηρία, Αγκόλα, Σουδάν) όπου το κόστος εξόρυξης και μεταφοράς είναι αρκετά πιο υψηλό σε σχέση με τις γνωστές πετρελαιοφόρες περιοχές της Μέσης Ανατολής,(όπου το κόστος είναι χαμηλό, 2-3 δολ./βαρέλι) της Δυτικής Σιβηρίας τον Κόλπο του Μεξικού και Βόρειας Θάλασσας (όπου το κόστος είναι σαφώς υψηλότερο 12-15 δολ./βαρέλι αλλά σταθερό). Άρα οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες εξυπηρετούνται από υψηλές τιμές ώστε να μπορούν να συνεχίσουν και να επιταχύνουν τα προγράμματα ερευνών τους. Αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί ο ρυθμός ανακαλύψεων νέων επιβεβαιωμένων κοιτασμάτων έχει μειωθεί αισθητά τα τελευταία πέντε χρόνια. (Βλέπει περίπτωση Shell που αναγκάσθηκε στις αρχές του χρόνου ν’ αναθεωρήσει σημαντικά προς τα κάτω τ’ αποθέματά της). Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες φορές που σημειώθηκαν απότομες και υψηλές αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου (πετρελαϊκό εμπάργκο ΟΠΕΚ το 1973, κρίση στο Ιράν το 1979, Πόλεμος στον Κόλπο 1990) όπου υπήρξε ή απειλήθηκε διακοπή στην τροφοδοσία, η τωρινή αύξηση δεν οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό και αυτό είναι που την κάνει περισσότερο απειλητική. Μακροπρόθεσμα οι τιμές πετρελαίου αναμένεται να διαμορφωθούν ακόμα σε πιο υψηλά επίπεδα, γιατί μόνο έτσι θα δημιουργηθούν τα κατάλληλα οικονομικά κίνητρα για την προώθηση εναλλακτικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την μετάβαση στην μετα-πετρελαϊκή εποχή. Ο Στρατηγικός Ρόλος του Πετρελαίου Tο πετρέλαιο από τις αρχές του περασμένου αιώνα ανεδείχθη σε στρατηγικό παράγοντα ενώ ο ρόλος του στη διεθνή πολιτική-οικονομική σκακιέρα έχει, και θα εξακολουθεί να έχει για πολλά χρόνια ακόμα βαρύνουσα σημασία. Η στρατηγική σημασία του πετρελαίου ως καυσίμου πρώτης γραμμής άρχισε ν’ αναδεικνύεται από τότε που ο Winston Churchill, ως πρώτος Λόρδος του Ναυαρχίου το 1911 απεφάσισε να εισάγει το πετρέλαιο ως το κύριο καύσιμο του Βρετανικού ναυτικού, (το οποίο μέχρι τότε εκινείτο με κάρβουνο) και να προχωρήσει σε τρία μεγάλα ναυπηγικά προγράμματα (1912,13,14) νέων πετρελαιοκίνητων πολεμικών πλοίων. Κατ’ μία φαινομενικά αντίστροφη λογική ο δαιμόνιος Churchill, παρ’ ότι νέος πολιτικός, έπεισε την Βρετανική κυβέρνηση να επενδύσει δυναμικά στο πετρέλαιο με το ακράδαντο επιχείρημα ότι πάση θυσία η Αυτοκρατορία έπρεπε να ελέγχει τις δικές της πηγές πετρελαίου, και αντίστοιχη διϋληστική ικανότητα, ώστε να είναι εξασφαλισμένη η κίνηση των πετρελαιοκίνητων πλέον πολεμικών πλοίων που παρείχαν προστασία στις Βρετανικές νήσους. Από τότε αρχίζει ουσιαστικά ένας αγώνας δρόμου για την ανακάλυψη και εξασφάλιση κοιτασμάτων πετρελαίου στην Μέση Ανατολή και την Ινδονησία. Αποκαλυπτικό της διορατικότητας του Churchill ήτο η επιμονή του να δεσμεύσει την Βρετανική κυβέρνηση (17 Ιουνίου 1914) να επενδύσει το αστρονομικό για την εποχή εκείνη ποσό των 2.2 εκ. στερλίνων στην ιδιωτική μέχρι τότε πετρελαϊκή εταιρεία Anglo- Persian, πρόδρομο της σημερινής ΒΡ, ελέγχονται έτσι το 51% του κεφαλαίου της. Βλέποντας 100 χρόνια μπροστά ο Churchill με αυτήν του την κίνηση διασφάλιζε για την χώρα του όχι μόνο μία σοβαρή πηγή καυσίμων αλλά και σημαντική γεωπολιτική επιρροή στη Μέση Ανατολή όπου ήξερε ότι θα συνεχιζόταν το μεγάλο παιχνίδι, (όπως συνεχίζεται μέχρι τώρα) για παγκόσμια δύναμη και επιρροή. Σήμερα, όπως δείχνουν οι πρόσφατες αναλύσεις και τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, έχουμε εισέλθει σε εποχή υψηλών τιμών πετρελαίου, όχι λόγω έλλειψής του αλλά λόγω διαμόρφωσης ιδιαζόντων πολιτικο-οικονομικών συνθηκών οι οποίες φαίνεται ότι θα επικρατήσουν για αρκετό διάστημα ακόμη. Σε κάθε περίπτωση η εποχή του φθηνού πετρελαίου έχει οριστικά παρέλθει και αυτή είναι μία πραγματικότητα την οποία πρέπει όλοι ν’ αντιληφθούμε και πρωτίστως η κυβέρνηση. Απαιτείται Αλλαγή Ενεργειακής Πολιτικής H Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία αυξάνει σταθερά τις εισαγωγές πετρελαίου, επακόλουθο της διογκούμενης κατανάλωσης, με αποτέλεσμα το ενεργειακό της ισοζύγιο να κυριαρχείται κατά 70% από το πετρέλαιο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας η εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο – η τιμή του οποίου είναι μεν φθηνότερη του πετρελαίου αλλά είναι άμεσα εξαρτημένη από αυτό- αναμένεται να φθάσει το 75% της συνολικής εγχώριας ενεργειακής κατανάλωσης. Ένας εξαιρετικά επικίνδυνος βαθμός εξάρτησης από κάθε άποψη, αφού έχει αρκετή απόκλιση από τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο, όπου οι εισαγωγές ενεργειακών πρώτων υλών αντιπροσωπεύουν το 50% της συνολικής κατανάλωσης. Η Ευρωπαΐα Επίτροπος υπεύθυνη για την Ενέργεια και τις Μεταφορές κα Λογιόλα ντε Παλάθιο έχει εξ’ άλλου κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και αρκετό καιρό αποστέλλοντας ξεκάθαρη προειδοποίηση προς τα κράτη-μέλη να μειώσουν την εξάρτηση τους από εισαγωγές υδρογονανθράκων. «Οι ενδογενείς ενεργειακοί πόροι που σήμερα εξασφαλίζουν το ήμισυ των αναγκών μας αρχίζουν να στερεύουν ενώ η κατανάλωση αυξάνεται», παρατηρεί η κα Παλάθιο και συνεχίζει «σε 20 έως 30 χρόνια, εάν δεν γίνει τίποτε, οι περιβαλλοντικές συνέπειες της ενέργειας θα είναι ανυπόφορες και η ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. από το εξωτερικό θα αυξηθεί τόσο ώστε να φθάσει κατά μέσο όρο το 70% και μάλιστα 90% για τα πετρελαιοειδή. Η κατάσταση αυτή μας κάνει ευάλωτους, κυρίως γιατί η οικονομική εξάρτησή μας επικεντρώνεται σε ορισμένα είδη ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και σε ορισμένες χώρες εξαγωγούς, όπως η Ρωσία για το φυσικό αέριο και η Μέση Ανατολή για το πετρέλαιο. Σύντομα θα πρέπει να ληφθούν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις έτσι ώστε ο εφοδιασμός και η κατανάλωση ενέργειας να είναι πιο ασφαλείς και πιο συμβατές με το περιβάλλον μας». Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για την κυβέρνηση να προβληματισθεί, να λάβει γενναίες αποφάσεις και ν’ αναθεωρήσει πλήρως την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη ασαφή αλλά και εν πολλοίς σπάταλη ενεργειακή πολιτική η οποία είχε ως στόχο την μεγιστοποίηση των ενεργειακών εισαγωγών. Ο στόχος θα πρέπει να είναι ακριβώς ο αντίθετος ενώ παράλληλα θα πρέπει ν’ αναληφθεί μία τεράστια προσπάθεια για μείωση της κατανάλωσης και την «εξοικονόμηση ενέργειας». Έννοια τελείως άγνωστη για τον μέσο Έλληνα αλλά κοινός τόπος για τους Ευρωπαίους τους οποίους τόσο πολύ επιθυμούμε να φθάσουμε. Η Ελλάδα εξ’ άλλου δεν είναι μία φτωχή ενεργειακά χώρα αφού και κάρβουνο διαθέτει (λιγνίτη), υδατοπτώσεις, γεωθερμία αλλά και ένα τεράστιο δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (δηλ. ηλιακή ενέργεια, αιολική υδροηλεκτρική, βιομάζα). Επιπλέον διαθέτει αξιόλογα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου τα οποία θ’ ανακαλυφθούν αρκεί να προχωρήσουμε στις απαραίτητες έρευνες, τις οποίες η εκσυγχρονιστική κυβέρνηση Σημίτη εσταμάτησε αίφνης για αδιευκρίνιστους ακόμη λόγους. Η σημερινή διεθνής συγκυρία των υψηλών τιμών πετρελαίου επιβάλλει στροφή 180 μοιρών στον ενεργειακό προσανατολισμό της χώρας με στόχο την μείωση της ενεργειακής μας εξάρτησης από τρίτες χώρες και τη πλήρη αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας, συμβατών και ανανεώσιμων.